«Φωνή βοώντος εν τη ερήμω…»

Γύρω από τα Θεοφάνεια

Κουρασμένος από τα πλήθη, που είχαν πλημμυρίση όλη την ημέρα για να βαπτισθούν, εκάθισε επάνω σ’ ένα βράχο κοντά στο Σπίτι του Περαστικού, μια σκοπιά, απ’ όπου μπορούσε ν’ αγναντεύη το κύμα των προσκυνητών που αδιάκοπα εκυλούσε προς αυτόν, μολονότι επλησίαζε η νύχτα. Όλοι ήξεραν πως την ημέρα εκείνη δεν θα εβάπτιζε πια, μα έτρεχαν, έτρεχαν ολοένα, γιατί καθένας από τους νέους προσκυνητές έσπευδε απλώς να τον αντικρύση, να τον ιδή. Και στα μάτια του καθενός απ’ αυτούς βυθιζόντανε δυο άλλα μάτια φλογερά επάνω σ’ ένα πρόσωπο δασύτριχο ― δυο κάρβουνα αναμμένα σε μια βάτο πυκνή, δυο μάτια που ρωτούσαν: «Δεν είν’ Εκείνος;»

Πόσοι είχαν περάση ήδη απ’ εμπρός του, και πόσοι ακόμη θα περνούσαν, καλοί και κακοί, σοφοί και άσοφοι, όμορφοι και άσχημοι ― ολότελα διαφορετικοί, μα όμοιοι σ’ ένα σημείο, στην ασημότητά τους! Να τον ζητήση ανάμεσα σ’ αυτά τα πλήθη; Μα δεν θα έμοιαζε προς εκείνον, που ζητά ένα διαμάντι μέσα στην άμμο; Μολαταύτα επίμονα ζητούσε, ακούραστα ερευνούσε ρωτώντας τον καθένα με τα μάτια του: «Δεν είν’ Αυτός;» ― ξέροντας ότι μια ημέρα κάποια μάτια θα του απαντούσαν: «Εγώ είμαι!»

Δεν είνε το μούγκρισμα του λεονταριού, ούτε η στριγγιά κραυγή της ακρίδας. Είν’ ένας άνθρωπος, που μιλά με ανθρώπινη φωνή.

― Ποιος είσαι; ερωτούν οι ιερείς τον Ιωάννη.

― Δεν είμαι ο Χριστός, τους απαντά για χιλιοστή φορά. Εγώ ήλθα για να σας βαπτίσω στο νερό, για να φανερωθή Εκείνος… Μα δεν είμ’ εγώ Εκείνος.

― Είσαι μήπως ο Ηλίας;

― Όχι.

― Προφήτης μήπως;

― Όχι.

― Ποιος λοιπόν είσαι;

Κι έτρεχαν, έτρεχαν τα πλήθη, και στα μάτια του καθενός βυθιζόντανε τα μάτια του Ιωάννου. «Δεν είσαι συ;» ερωτούσαν τα πρώτα. «Όχι, δεν είμαι εγώ» απαντούσαν τα δεύτερα. Και περνούσαν, κ’ έσβηναν τα πλήθη, όπως περνούν και σβήνουν οι σκιές της νύχτας μέσα στη φωτοσκιά της αυγούλας.

― Ποιος λοιπόν είσαι; Για να δώσουμε κάποια απάντησι σ’ εκείνους που μας έστειλαν. Τι φρονείς συ για τον εαυτό σου;

― Εγώ είμ’ η φωνή του Κυρίου, που βοά μέσα στην έρημο: προετοιμάστε την οδό του Κυρίου!

― Γιατί τότε βαπτίζεις αν δεν είσαι συ ούτε ο Μεσσίας, ούτε ο Ηλίας, ούτε καν προφήτης;

― Εγώ σας βαπτίζω στο νερό, μα υπάρχει Κάποιος ανάμεσά σας…

Εξαφνικά εσώπασε. Τα δυο του μάτια ―δυο κάρβουνα αναμμένα― είχαν πυρποληθή από μια φωτιά φλογερώτερη από κάθε άλλη φορά. Τα μαλλιά του, ορθωμένα από κάποιο φρικαλέο δέος, ερρίχθηκαν πίσω, η λεονταρίστική του χαίτη ωρθώθηκε. Και σαν λεοντάρι που ένοιωσε τ’ αρνί, σηκώθηκε μ’ ένα πήδημα.

Δυο ματιές ―δυο αστραπές― διασταυρώθηκαν. Δυο βέλη άγγιξαν τον στόχο: «Συ;» ― «Εγώ!»

Ο ήλιος δεν είχε μπη ακόμη στη γραμμή την ισημερινή, μα την άγγιζε πια. Τα χέρια των Σεραφείμ δεν έκλιναν ακόμη τον άξονα του κόσμου, μα ήδη εβάρυναν επάνω του, και αυτός τους αισθάνθηκε με φρικιασμό…

Ίσως την νύχτα εκείνη ακολούθησε κάποια συνάντησις, κάποια συνομιλία, κάποια εξομολόγησις: ο Ιησούς συναντήθηκε με τον Ιωάννη. Ο Μεσσίας συνωμίλησε με τον Πρόδρομο. Ο Θεός εξωμολογήθηκε στον Άνθρωπο: είπε τα μεγάλα και φωτεινά μυστικά του Ουρανού προς την Γη.

Και η Γη ξένοιαστη ακολουθούσε τον δρόμο της. Κανείς τίποτε δεν ένοιωσε εκείνη τη νύχτα.

Μα το πρωί; Τα νερά του Ιορδάνου, ορμητικά πάντοτε, γίνονται ορμητικώτερα τώρα. Τα περιστέρια της Βηθαβαρά, λευκά πάντοτε, διασχίζουν τον γαλάζιο ουρανό, λευκότερα σήμερα.

Και οι Ιησούς προχωρεί προς τον Ιορδάνη. «Και ο Ιορδάνης εστράφη εις τα οπίσω». Να αισθάνθηκε την αναξιότητά του εμπρός στον Άξιο; Να είδε την αδυναμία του εμπρός στον Δυνατό; Πλησιάζει όμως ο Βαπτιστής. Διστάζει για μια στιγμή. Στιγμή που ήταν αιωνιότης. Μα ο Ιησούς διατάσσει: «Άφες άρτι!» Μπορούσε να μην υποχωρήση; «Λέων ερεύξεται, και τις ου φοβηθήσεται;»

Την ίδια στιγμή τα Σεραφείμ, που υπηρετούν εμπρός στον θρόνο του Θεού, έκλιναν προς την Γη. Άνοιξαν οι ουρανοί. Και τα περιστέρια της Βηθαβαρά, κατάπληκτα, φοβισμένα, είδαν να κατεβαίνη από τα ουράνια ένα ολόλευκο Περιστέρι ― το Πνεύμα. Και οι άνθρωποι της Ιουδαίας, πιο κατάπληκτοι και πιο φοβισμένοι, άκουσαν μια φωνή κεραυνό: «Συ ει ο Υιός μου ο Αγαπητός».

Η τελετή ετελείωσε. Όλοι ήθελαν να πλησιάσουν τον Αγαπητό. Μα Εκείνος εξαφανίσθηκε μέσα στα πλήθη, κ’ έσβησε σαν φωτοσκιά μέσα στη χρυσοσκιά της αυγής. Κανείς δεν Τον έβλεπε. Κανείς δεν Τον ανεγνώριζε. Είχε πάρη τον δρόμο της Ερήμου ― το στάδιο της τριπλής Δοκιμασίας. Μα όλων τα χείλη εψιθύριζαν: «Αυτός είνε ο Λυτρωτής». Και ο Βαπτιστής διεκήρυττε: «Εκείνον δει αυξάνεσθαι, εμέ δε ελαττούσθαι». Κ’ έλαμψε η μορφή του από εσωτερική χαρά: ο Πρόδρομος είχε εκπληρώση την αποστολή του και είδε τα Θεοφάνεια…

Ν.


*Το ανωτέρω κείμενο είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» ανήμερα των Θεοφανίων του 1944, ημέρα Πέμπτη και τότε.