Ένα χρόνο μετά την εισβολή στο Καπιτώλιο: η Αμερική αντιμέτωπη με τις ανοιχτές πληγές της
Η εισβολή υποστηρικτών του Ντόναλντ Τραμπ στο κτίριο του Καπιτωλίου στις 6 Ιανουαρίου 2021 αποτέλεσε μια τραυματική εμπειρία, την οποία οι ΗΠΑ δεν έχουν ακόμη ξεπεράσει
Όπως και να το δει κανείς ήταν μία από τις πιο τραυματικές στιγμές για τις ΗΠΑ τις τελευταίες δεκαετίες και η απόδειξη ότι μπορεί οι ΗΠΑ να είναι μια μεγάλη υπερδύναμη όμως την ίδια στιγμή δεν παύει να είναι μια χώρα βαθιά διαιρεμένη, με μεγάλες πολιτικές πολώσεις και τη δυνατότητα μεγάλων θεσμικών κρίσεων.
Ένα χρόνο μετά οι πληγές απέχουν από το να έχουν επουλωθεί, την ώρα που ο Ντόναλντ Τραμπ, έστω και αποκλεισμένος «εφ’ όρου ζωής» από τα αγαπημένα του μέσα κοινωνικής δικτύωσης», διατηρεί σημαντική πραγματική πολιτική επιρροή.
Τι έγινε στις 6 Ιανουαρίου του 2021;
Τα γεγονότα είναι λίγο πολύ γνωστά. Ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δεν αναγνώρισε ουσιαστικά το αποτέλεσμα των εκλογών του Νοεμβρίου του 2020, παρότι οι Δημοκρατικοί είχε φανεί ότι κέρδιζαν καθαρά και την λαϊκή ψήφο και τους εκλέκτορες.
Ήδη από το βράδυ της καταμέτρησης ζήτησε αυτή να σταματήσει στο χρονικό σημείο όπου συνήθως ανακοινωνόταν ο νικητής και στη συνέχεια προσπάθησε να αμφισβητήσει νομικά το αποτέλεσμα με διάφορες προσφυγές, συμπεριλαμβανομένων και αιτημάτων προς το Ανώτατο Δικαστήριο. Σε αυτές υποστήριζε ότι υπήρχαν προβλήματα, παρατυπίες και προσπάθεια νοθείας.
Στη ρητορική του επέμεινε ότι οι εκλογές «εκλάπησαν» από τους Δημοκρατικούς, συνεχίζοντας μια πρακτική αμφισβήτησης που είχε ξεκινήσει από πριν τις εκλογές όταν οι Ρεπουμπλικάνοι προσπάθησαν να μπλοκάρουν βήματα που γίνονταν για τη διευκόλυνση μεγαλύτερου αριθμού ψηφοφόρων, συμπεριλαμβανομένης και της διεύρυνσης της δυνατότητας για επιστολική ψήφο.
Παρότι οι νομικές προσπάθειας απέτυχαν και παρά το γεγονός ότι και οι νομικοί του σύμβουλοι έκριναν ότι δεν υπήρχε νομικό περιθώριο να αμφισβητηθεί το αποτέλεσμα των εκλογών, ο Τραμπ επέμεινε, επικεντρώνοντας στο ενδεχόμενο το Κογκρέσο να αρνηθεί να επικυρώσει, κατά τη διάρκεια της κοινής συνεδρίασης της Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων στις 6 Ιανουαρίου 2021 το αποτέλεσμα των εκλογών, μια συνεδρίαση που παραδοσιακά είναι μια απλή τελετουργία στην οποία προεδρεύει ο Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ.
Μια επίθεση χωρίς προηγούμενο
Γι’ αυτόν τον λόγο και σχεδιάστηκε μια σειρά από μαζικές κινητοποιήσεις στην Ουάσιγκτον για το διήμερο 5-6 Ιανουαρίου. Παρότι παραμένει ασαφές ακόμη – και αντικείμενο της έρευνας της ειδικής επιτροπής του Κογκρέσου που συστάθηκε μετά τα γεγονότα για τη διερεύνησή τους – εάν υπήρχε εξαρχής σχεδιασμός για βιαιότητες, είναι σαφές ότι συγκεκριμένες ομάδες στο ευρύτερο σύμπαν των οπαδών του Τραμπ, κυρίως ομάδες υποστηρικτών της «λευκής ανωτερότητας» και διαφόρων θεωριών συνωμοσίας, έκαναν σχεδιασμό για μια «δυναμική» κινητοποίηση στο Κογκρέσο.
Ας μην ξεχνάμε ότι διάφορες ομάδες από αυτό το ακροδεξιό σύμπαν διεκδικούσαν το τελευταίο διάστημα παρουσία «στον δρόμο» ανάλογη με αυτή μαζικών κινημάτων όπως το Black Lives Matter ή ρευμάτων όπως οι αντιφασιστικές ομάδες – Antifa.
Το αποτέλεσμα ήταν όταν ο Τραμπ ολοκλήρωσε την ομιλία του στο πλήθος στις 6 Ιανουαρίου και στη συνέχεια επέστρεψε στον Λευκό Οίκο μη τηρώντας την αρχική υπόσχεση να συμμετάσχει στην πορεία προς το Καπιτώλιο, ένας μεγάλος αριθμός διαδηλωτών κινήθηκε προς τα εκεί.
Από αυτούς ένα τμήμα, το πιο φανατισμένο και αυτό με την μεγαλύτερη παρουσία ακροδεξιών οργανωμένων ομάδων επιτέθηκε στο Καπιτώλιο και κατάφερε να μπει σπάζοντας τον αστυνομικό κλοιό.
Ακολούθησαν σκηνές χάους στο εσωτερικό του κτιρίου, ο αντιπρόεδρος Μάικ Πενς φυγαδεύτηκε, η συνεδρίαση διακόπηκε μέχρις ότου οι ενισχύσεις των δυνάμεων ασφαλείας καταφέρουν να ανακτήσουν τον έλεγχο του κτιρίου και προχωρήσουν σε συλλήψεις.
Ο ίδιος ο Τραμπ αρκετά μετά την έναρξη των εκτρόπων και ύστερα από εκκλήσεις συνεργατών του θα ζητήσει από τους οπαδούς του να γυρίσουν σπίτια τους χωρίς να πάρει μια σαφώς καταδικαστική τοποθέτηση για τα περιστατικά.
Η εικόνα μιας βαθιάς πολιτικής κρίσης
Σε όλο αυτό το διάστημα η αμερικανική (και παγκόσμια) κοινωνία παρακολουθούσε τις εικόνες της εισβολής, μάθαινε για τον πανικό που επικρατούσε, έβλεπε σταδιακά εικόνες από τους οπαδούς του Τραμπ εντός του κτιρίου, ενώ αργότερα πληροφορήθηκε και τους θανάτους και σοβαρούς τραυματισμούς υποστηρικτών του Τραμπ και αστυνομικών.
Όμως, πάνω από όλα έβλεπε σε πραγματικό χρόνο και ζωντανή μετάδοση την εικόνα μιας βαθιάς πολιτικής κρίσης. Μιας χώρας βαθιά διαιρεμένης, όπου ο απερχόμενος πρόεδρος αρνιόταν να αποδεχτεί το αποτέλεσμα της λαϊκής ετυμηγορίας και ουσιαστικά εξωθούσε έναν όχλο σε πρωτόγνωρες βιαιοπραγίες.
Ένα ολόκληρο «οικοσύστημα» ακροδεξιών αντιλήψεων, ρατσιστικών τοποθετήσεων, θεωριών συνωμοσίας ήταν τελικά πλευρά της «κληρονομιάς» της εποχής Τραμπ και την κρίσιμη ώρα μπορούσε να οδηγήσει ακόμη και σε μια μορφή απόπειρας αμφισβήτησης του ίδιου του πυρήνα του πολιτεύματος, ένα ιδιότυπο πραξικόπημα ή ανταρσία ανάλογα με την οπτική.
Το ίδιο το γεγονός ότι ο ίδιος ο τέως πρόεδρος των ΗΠΑ, ένας άνθρωπος που ακόμη εκείνες τις ημέρες παράμενε τυπικά commander and chief της μεγαλύτερης πολεμικής μηχανής του πλανήτη, μπορούσε να θεωρηθεί έστω και εμμέσως υποκινητής αυτών των εκτρόπων απλώς έκανε τα πράγματα χειρότερα.
Επιπλέον, σε πείσμα μια μακράς παράδοσης όπου υποτίθεται ότι Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι συνέκλιναν ως προς την υπεράσπιση «των θεσμών» και όπου ο «εξτρεμισμός» ήταν στο στόχαστρο και των δύο, ένα μέρος της Ρεπουμπλικανικής ηγεσίας φάνηκε έτοιμο να υποστηρίξει πρακτικές ευθείας αμφισβήτησης αυτών των θεσμών.
Βεβαίως, αυτό δεν είναι άσχετο με την ίδια την αμερικανική ιστορία, όπου οι πολιτικές δυνάμεις που υποστήριζαν «την ευταξία» συχνά κινήθηκαν με πρακτικές όχλου, π.χ. στα λυντσαρίσματα των μαύρων, και όπου οπλοκατοχή, νομιμοποίηση της αυτοδικίας και συνωμοσιολογική φοβία για τους μηχανισμούς του ομοσπονδιακού κράτους ήταν πάντα στοιχεία μιας ορισμένης δεξιάς κουλτούρας στις ΗΠΑ.
Όλα αυτά σε συνδυασμό με τον τρόπο που ο ίδιος ο Τραμπ είχε επιλέξει συστηματικά μια πολωτική και διχαστική ρητορική που αξιοποιούσε στο έπακρο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, μπόρεσαν οι ΗΠΑ να φτάσουν σε μια τέτοια κατάσταση.
Στο μεταξύ, η συνεχιζόμενη έρευνα της επιτροπής του Κογκρέσου αναμένεται να ρίξει φως σε κρίσιμες πλευρες της υπόθεσης και κυρίως στο εάν και σε ποιο βαθμό ο Τραμπ είχε επίγνωση της κλίμακας και του είδους των εκτρόπων που θα γίνονταν στην Ουάσιγκτον, όταν ουσιαστικά οργάνωσε τη συγκέντρωση, όπως και στο γιατί καθυστέρησε τόσο να παρέμβει ώστε να αποτραπεί η παραπέρα κλιμάκωση των εκτρόπων και η εισβολή στο Καπιτώλιο.
Ο Τραμπ διατηρεί μεγάλη επιρροή στους Ρεπουμπλικάνους
Την επαύριον των γεγονότων είναι αλήθεια ότι φάνηκε να υπάρχει μια εκτεταμένη και διακομματική καταδίκη του Τραμπ. Αυτό βέβαια δεν αναιρεί το γεγονός ότι ένας σημαντικός αριθμός Ρεπουμπλικάνων υπερψήφισε στο Κογκρέσο τη θέση για παρατυπίες στις εκλογές, ενώ στη Γερουσία οι περισσότεροι Ρεπουμπλικάνοι ψήφισαν κατά της καταδίκης του, μετά την παραπομπή του (Impeachment), με αποτέλεσμα να μην υπάρξει η απαιτούμενη πλειοψηφία των 2/3 για να καταδικαστεί.
Όμως, φαίνεται ότι η επιρροή του Τραμπ μέσα στους Ρεπουμπλικάνους παραμένει ισχυρή. Αυτό αφορά τόσο την ατζέντα του και την τάση να απομακρύνονται από το Κέντρο σε πιο δεξιές τοποθετήσεις, όπως φαίνεται π.χ. από το νέο κύμα Πολιτειακών νομοθετημάτων κατά των αμβλώσεων, όσο όμως και τη θετική εκτίμηση για τον ίδιο.
Μια έρευνα του Pew Research Center έδειξε ότι το 67% των Ρεπουμπλικάνων θέλουν ο Τραμπ να διατηρήσει ενεργό δημόσιο πολιτικό ρόλο, ενώ το 44% θα ήθελε να τον δει να είναι υποψήφιος ξανά. Επιπλέον, το 63% των Ρεπουμπλικάνων πιστεύει ότι το κόμμα τους δεν θα πρέπει να αντιμετωπίζει θετικά εκλεγμένους αξιωματούχους που είναι επικριτικοί για τον Ντόναλντ Τραμπ.
Όλα αυτά φανερώνουν ότι όποια και εάν είναι τα επόμενα πολιτικά βήματα του Ντόναλντ Τραμπ, η πραγματική επιρροή του στον ευρύτερο χώρο των Ρεπουμπλικάνων είναι σημαντική και μπορεί να διαμορφώσει καταστάσεις και συσχετισμούς.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις