Ο πληθωρισμός υπονομεύει τα πολιτικά σχέδια του Ερντογάν
Η εκτίναξη του πληθωρισμού υπονομεύει τα σχέδια του Ερντογάν για βελτίωση του οικονομικού κλίματος στον ορίζοντα των εκλογών του 2023
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Αλλαγές εξετάζει η Κομισιόν για την οδήγηση μετά τα 70 έτη - Τι θα αναφέρεται στην ευρωπαϊκή οδηγία
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
Θα είναι η οικονομία ο «αχίλλειος τένοντας» του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν; Αυτό είναι το μεγάλο ερώτημα στην Τουρκία, των ώρα που ο Τούρκος πρόεδρος επιμένει στην κάπως ιδιοσυγκρασιακή πολιτική των χαμηλών επιτοκίων που οδηγούν σε διαρκή υποτίμηση του εθνικού νομίσματος και δεν αντιστρέφουν τη διαρκή αύξηση του πληθωρισμού.
Και ο λόγος είναι ότι σε μεγάλο βαθμό ο Ερντογάν οφείλει τη δημοφιλία του σε δύο παραμέτρους: ότι φάνταζε να εκπροσωπεί κάτι το διαφορετικό από το πολιτικό κατεστημένο και ότι κατάφερε να βγάλει τη χώρα από την κηδεμονία του ΔΝΤ και να οδηγήσει σε ένα είδος οικονομικής ευημερίας που φάνταζε άπιαστο όνειρο σε προηγούμενα χρόνια.
Γι’ αυτό το λόγο και η τρέχουσα άνοδος του πληθωρισμού, που τον Δεκέμβριο αυξήθηκε κατά 13,6%, οδηγώντας τον ετήσιο ρυθμό στο 36%, το υψηλότερο ποσοστό σε όλη την ιστορία των 19 χρόνων που ο Ερντογάν κυβερνά την Τουρκία.
Η αύξηση αυτή διαψεύδει την προσδοκία του Ερντογάν που με πλήθος παρεμβάσεις του (συμπεριλαμβανομένων αλλαγών υπουργών οικονομικών και διοικητών της κεντρικής τράπεζας) οδήγησε σε διαρκείς μειώσεις επιτοκίων (500 μονάδες βάσης από το Σεπτέμβριο στο επιτόκιο αναφοράς της κεντρικής τράπεζας).
Άνοδος ρεκόρ
Η προηγούμενη φορά που είχε καταγραφεί μια τόσο απότομη εκτίναξη του πληθωρισμού ήταν τον Σεπτέμβριο-Οκτώβριο του 2018, όταν ο ετήσιος ρυθμός ανέβηκε στο 25%. Όμως, τότε οι λόγοι ήταν περισσότερο πολιτικοί και είχαν να κάνουν με τους πολιτικούς τριγμούς με τις ΗΠΑ, όταν ο πρόεδρος Τραμπ ανακοίνωσε διπλασιασμό των δασμών στις τουρκικές εξαγωγές αλουμινίου και χάλυβα, μέσα στο κλίμα αντιπαράθεσης για την υπόθεση του τότε ακόμη κρατούμενου και κατηγορούμενου για κατασκοπία και τρομοκρατία αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον.
Σε εκείνη τη φάση η κεντρική τράπεζα της Τουρκίας απάντησε με αύξηση των επιτοκίων και κατάφερε μέχρι την αρχή του 2019 να φέρει τον πληθωρισμό σε μονοψήφιο ποσοστό.
Όμως, τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η κεντρική τράπεζα έχει προχωρήσει σε αλλεπάλληλες μειώσεις επιτοκίων, που σημαίνει ότι σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό τα επιτόκια είναι στην πραγματικότητα αρνητικά, σπρώχνοντας όλο και περισσότερο τους Τούρκους στην αναζήτηση ξένου συναλλάγματος, με αποτέλεσμα το δολάριο να ανατιμηθεί κατά 59% μέσα σε τέσσερις μήνες έναντι της λίρας.
Όμως, αυτή η κατρακύλα της ισοτιμίας είχε επιπτώσεις και στις τιμές των προϊόντων. Τα εισαγόμενα προϊόντα ακρίβυναν πολύ, ιδίως η ενέργεια και αυτό επεκτάθηκε στο σύνολο μιας οικονομίας που εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από εισαγωγές. Η παρατεταμένη ξηρασία και τα διαρθρωτικά προβλήματα στον αγροτικό τομέα, απλώς έκαναν τα πράγματα χειρότερα.
Η ίδια η αύξηση 13,6% των τιμών καταναλωτή τον Δεκέμβριο ήταν από μόνη της ρεκόρ και αποτελεί τον υψηλότερο μηνιαίο πληθωρισμό από τον Απρίλιο του 1994 όταν είχε καταγραφεί αύξηση 24%.
Διάφοροι παράγοντες συνέβαλαν: οι μεταφορές συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό, μαζί με τις τιμές των τροφίμων και των κατοικιών. Η υποχώρηση της λίρας οδήγησε σε αύξηση των τιμών των αυτοκινήτων κατά 38%, ενώ ο ετήσιος πληθωρισμός στα τρόφιμα έφτασε το 44%.
Δεν είναι λίγοι που φοβούνται ότι μπορούν να επαναληφθούν φαινόμενα όπως αυτά του 1994, όταν πέραν από το ρεκόρ του Απριλίου και παρά την μετέπειτα υποχώρηση, ο ετήσιος ρυθμός στο τέλος ήταν 125% (σε μια χρονιά που η λίρα υποχώρησε πάνω από 60% της αξίας της) ή το 2001 όταν οι τιμές καταναλωτή σε ετήσια βάση αυξήθηκαν κατά 68,5%.
Και τα ανησυχητικά δεδομένα δεν σταματούν εδώ: τον Δεκέμβριο η αύξηση στις τιμές παραγωγού ήταν 19% και σε ετήσια βάση 80% – ο υψηλότερος ρυθμός από το 2001 όταν είχε σημειωθεί ετήσια αύξηση των τιμών παραγωγού κατά 88%.
Το γεγονός ότι οι τιμές παραγωγού αυξάνονται με μεγαλύτερο ρυθμό από τις τιμές καταναλωτή, σημαίνει ότι οι πληθωριστικές πιέσεις θα συνεχιστούν και υπάρχουν εκτιμήσεις ότι τον Μάρτιο ο ετήσιος ρυθμός θα φτάνει το 50%.
Οι μισθωτοί στο στόχαστρο
Το βαρύτερο τίμημα το πληρώνουν οι μισθωτοί. Παρά την αύξηση κατά 50% του κατώτατου μισθού στις 4250 λίρες (310 δολάρια) η πραγματική του αγοραστική δύναμη διολισθαίνει διαρκώς μπροστά στον αυξανόμενο πληθωρισμό.
Σύμφωνα με στοιχεία της τουρκικής στατιστικής υπηρεσίας ο μέσος μικτός μισθός αυξήθηκε κατά 197% ανάμεσα στο 2012 και το 2020. Όμως, την ίδια περίοδο οι τιμές καταναλωτή αυξήθηκαν κατά 221% και είναι πιθανό αυτό το χάσμα να χειροτερεύσει το 2021. Την ίδια στιγμή περίπου 8 εκατομμύρια άνθρωποι παραμένουν άνεργοι. Όλα αυτά επιτείνουν ένα διάχυτο κλίμα δυσαρέσκειας απέναντι στην κυβέρνηση.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να αντιστρέψει την κατάσταση
Η κατάσταση φαίνεται να έχει θορυβήσει τον Ερντογάν που τη Δευτέρα 3 Ιανουαρίου δήλωσε τη λύπη του για την αύξηση του πληθωρισμού αλλά και την απόφασή του να τον μειώσει, ανακοινώνοντας ελέγχους για τη συγκράτηση των τιμών και μέτρα ενίσχυσης των μισθών και των συντάξεων.
Ιδιαίτερα έχει επενδύσει η τουρκική κυβέρνηση σε ένα σχέδιο που προσπαθεί να συγκρατήσει τη διολίσθηση στην ισοτιμία της λίρας δίνοντας κίνητρα στους πολίτες να διατηρήσουν υψηλές καταθέσεις σε λίρες με σκοπό να τους αποτρέψει από να τις μετατρέπουν σε συνάλλαγμα (οδηγώντας σε ακόμη μεγαλύτερη υποτίμηση).
Σύμφωνα με αυτό το σχέδιο οι πολίτες σε αυτές τις καταθέσεις θα έχουν επιτόκιο 14% αλλά και εγγύηση κάλυψης της διαφοράς σε περίπτωση που η λίρα υποχωρήσει κάτω από αυτό το ποσοστό.
Ωστόσο, μέχρι τώρα το ενδιαφέρον για αυτές τις καταθέσεις είναι συγκρατημένο, καθώς μπορεί να προσφέρουν την εγγύηση για την υποτίμηση, αλλά το επιτόκιό τους είναι χαμηλότερο από τα προσφερόμενα αυτή τη στιγμή.
Παρότι οι ανακοινώσεις της τουρκικής κυβέρνησης στο τέλος Δεκεμβρίου φάνηκε να ανακόπτουν την υποχώρηση της λίρας, που είχε φτάσει έως τις 18 λίρες ανά δολάριο (όταν όχι πολύ καιρό πριν θεωρείτο «ψυχολογικό όριο η αναλογία οκτώ προς ένα), η οποία κινείται γύρω στις 13,4 λίρες ανά δολάριο, εντούτοις οι Τούρκοι πολίτες παραμένουν αρκετά δύσπιστοι και οι καταθέσεις σε ξένο συνάλλαγμα συνεχίζουν να αυξάνονται.
Παράλληλα, η τουρκική κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει τους πολίτες να καταθέσουν στις τράπεζες τους περισσότερους από 5.000 τόνους χρυσού που διατηρούν. Αυτό θα ήταν αντίστοιχο με καταθέσεις ύψους 280 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Η τουρκική κυβέρνηση παραδέχεται ότι για ένα διάστημα οι τιμές καταναλωτή θα συνεχίσουν να αυξάνονται, εκτός των άλλων και γιατί υπάρχουν «θεσμικές» αυξήσεις σε μισθούς, συντάξεις, τιμές του ηλεκτρικού, διόδια, φόρους στο αλκοόλ και τον καπνό, εισιτήρια μέσων μεταφοράς, εγγυημένων τιμές για τους αγρότες. Ωστόσο, υποστηρίζει ότι μετά θα συγκρατήσει τις τιμές.
Σε κάθε περίπτωση είναι προφανές ότι αυτή τη στιγμή η οικονομία εξελίσσεται σε πραγματική δοκιμασία για τον Ερντογάν και το μεγαλύτερο εμπόδιό στα σχέδια να παραμείνει κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού στην Τουρκία.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις