Νίκος Χατζόπουλος – «Με καθόρισε η απώλεια της οικογένειάς μου»
Διανύει την τέταρτη δεκαετία στο θέατρο, για χάρη του οποίου εγκατέλειψε την αρχιτεκτονική. Χωρίς να παρεκκλίνει από τις αισθητικές του συντεταγμένες, επέμεινε και εμβάθυνε στην τέχνη του, που λειτούργησε ως καταφύγιο όταν βίωσε τη μοναξιά και την απομόνωση.
Ηθοποιός, σκηνοθέτης, μεταφραστής και δάσκαλος στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, στην οποία κάνουν αίτηση 1.200 άτομα, διαγωνίζονται 800 και επιλέγονται 16.
Και κάτω από 10 – από άλλον αριθμό διαγωνιζομένων – για τη σχολή σκηνοθεσίας. Και κάθε χρόνο αυξάνονται. Είναι ένα φαινόμενο το οποίο αξίζει να το εξετάσουμε κοινωνιολογικά.
Εσείς τι απάντηση δίνετε;
Χωρίς να βασίζεται η άποψή μου σε επιστημονικά δεδομένα και στοιχεία παρά μόνο στην εμπειρία μου, θα πω ότι τα παιδιά αυτά προέρχονται από ένα σύστημα μέσης εκπαίδευσης η οποία όσο πάει γίνεται και πιο στεγνή. Τα περισσότερα παιδιά που έρχονται λένε ότι αναζητούν έναν χώρο για να εκφραστούν. Το θέατρο όμως είναι μια επαγγελματική προοπτική και χρειάζεται πολύ περισσότερα πράγματα.
Είστε και στην επιτροπή. Πώς σε έναν τόσο σκληρό ανταγωνισμό είναι σίγουρος κανείς ότι φτάνει στη σωστή επιλογή με ήσυχη τη συνείδησή του, χωρίς να χάσει τον ύπνο του;
Δεν απέχει πολύ αυτό που λέτε από την πραγματικότητα. Η σιγουριά δεν υπάρχει ποτέ 100%, γιατί ποτέ δεν γνωρίζεις αν ο άνθρωπος που έχεις μπροστά σου με κάποια μέτρια δυνατότητα αλλά με σκληρή δουλειά θα αναπτυχθεί ή θα μείνει σε μια ίδια κατάσταση. Μαντεύεις για το μέλλον.
Αυτό είναι το ένα στοιχείο της επιλογής. Το άλλο είναι εκείνο που βλέπετε μπροστά σας εκείνη τη στιγμή.
Βέβαια. Η θεατρική αρτιότητα δεν στηρίζεται μόνο στο ταλέντο. Απαιτείται μυαλό, καλλιέργεια και συνεργασιμότητα. Το τελευταίο είναι μεγάλο ζήτημα, διότι έχουν περάσει άτομα τα οποία θεωρούνταν χαρισματικά αλλά δεν είχαν τη δυνατότητα να συνυπάρξουν με άλλους. Το θέατρο είναι πρώτιστα ομαδική δουλειά. Η θεατρική τέχνη δεν κρίνεται μόνο τη στιγμή που έρχεται ο άλλος να δώσει εξετάσεις. Επίσης δεν είναι γνωστικό αντικείμενο μετρήσιμο. Είναι δυναμική τέχνη που αναπροσαρμόζεται με τη δουλειά, την ωριμότητα, την τριβή, τη θέληση. Ετσι είναι πολύ δύσκολο να κρίνεις έναν διαγωνιζόμενο τη στιγμή που στέκεται μπροστά σου και λέει ένα ποίημα, ένα τραγούδι, έναν αυτοσχεδιασμό.
Παραμένει μεγάλη η ευθύνη ως προς τα κριτήρια εισαγωγής.
Υπάρχουν δύο άκρα: οι αδιαμφισβήτητα καλοί και οι αδιαμφισβήτητα ακατάλληλοι. Σε αυτούς, οι αποφάσεις είναι εύκολες. Αλλά η μεγαλύτερη μάζα των υποψηφίων είναι στην ενδιάμεση περιοχή (που εγώ την αποκαλώ «γκρίζα»). Εκεί, δεν ξέρεις αν το παιδί που βλέπεις εμπρός σου είναι ικανό να βελτιωθεί μέσω της μαθητείας, ή όχι. Για να έχεις τη συνείδησή σου κάπως πιο ήσυχη, προσπαθείς να εξετάσεις τον υποψήφιο και με άλλους τρόπους, προτείνοντας π.χ. διαφορετικές ερμηνευτικές συνθήκες. Αλλά σχεδόν πάντα η γνώμη που θα σχηματίσεις βασίζεται στην εικασία ή στο ένστικτό σου, και παίρνεις το ρίσκο. Αυτό το ρίσκο είναι βαριά ευθύνη, γιατί πιθανόν να αδικείς κάποιον άλλον που ίσως είχε περισσότερες δυνατότητες αλλά δεν μπόρεσε να τις αναδείξει.
Λάμψη, δουλειά, ταλέντο: ποιο θεωρείτε ότι είναι περισσότερο αναγκαίο για την τέχνη σας;
Ολα χρειάζονται. Μια φυσική ακτινοβολία είναι χρήσιμη, αλλά το μεγαλύτερο εργαλείο είναι το πώς την αξιοποιείς στη σχέση σου με τους άλλους. Θα δανειστώ ξανά τη φράση της αγαπημένης μου Μάγιας Λυμπεροπούλου: «Το θέατρο είναι τέχνη πληθυντικού αριθμού». Τα πράγματα δικαιώνονται μέσα από τη συνεργασία. Πολλές φορές λέω στους μαθητές ότι η χαρά που παίρνεις όταν σου λέει κάποιος πως είσαι πολύ καλός – τονώνει την αυτοπεποίθησή σου, τον ναρκισσισμό σου, ο οποίος είναι ως έναν βαθμό χρήσιμος – δεν συγκρίνεται με τη χαρά που εισπράττεις όταν σου λένε ότι κάναμε κάτι καλό με κάποιους άλλους. Είναι συγκινητικό. Οταν την αισθάνομαι αυτή τη χαρά ως μέλος μιας ομάδας, με πιάνουν τα κλάματα.
Θυμάστε μια στιγμή που συγκινηθήκατε ως θεατής;
Κατ’ αρχάς ως ακροατής μουσικής πολλές φορές κλαίω. Συγκινούμαι όταν ακούω λαϊκά ή παραδοσιακά τραγούδια. Αλλά ως θεατής παραστάσεων επίσης πολλές φορές. Είχα συγκινηθεί πολλές φορές από τις παραστάσεις παιδικού θεάτρου της Ξένιας Καλογεροπούλου, γιατί πιστεύω ότι είναι μια δουλειά που γίνεται με πάρα πολλή αγάπη όλης της ομάδας. Επίσης είχα συγκινηθεί με την «Γκόλφω» του Νίκου Καραθάνου, με τα «Κύματα» της Βιρτζίνια Γουλφ του Δημήτρη Καραντζά για τη Στέγη. Είναι σίγουρα και άλλα που αφήνω αυτή τη στιγμή απ’ έξω. Είναι δουλειές που έγιναν με φροντίδα και αγάπη.
Αναφερθήκατε πολλές φορές στη συνεργασιμότητα, στη συγκίνηση και στην αγάπη.
Για μένα οι άνθρωποι χωρίζονται σε δύο κατηγορίες: σε εκείνους που ξεκινούν με βάση τη δυσπιστία απέναντι στους άλλους και σε εκείνους που έχουν θετική διάθεση. Εγώ ανήκω στη δεύτερη κατηγορία. Υπάρχουν άνθρωποι στην τέχνη που έχουν στο μυαλό τους συνέχεια «όλοι είναι εναντίον μου και πρέπει να τους τη φέρω εγώ πριν προλάβουν να μου τη φέρουν εκείνοι».
Διαχρονικό ζήτημα, όπως κι εκείνα που πραγματεύεται το έργο του 17ου αιώνα στο οποίο πρωταγωνιστείτε, «Φουέντε Οβεχούνα» του Λόπε δε Βέγα, σε σκηνοθεσία Ελένης Ευθυμίου.
Φωτίζει κάποια αιτήματα που δυστυχώς είναι πάντα επίκαιρα, όπως είναι η θέση της γυναίκας, ως αντικείμενου κατάχρησης εξουσίας. Σήμερα ακόμη η κοινωνική πλειονότητα τοποθετεί τη γυναίκα σε μια σχέση εξάρτησης, μειωμένων ικανοτήτων. Είναι σημαντικό τα θέματα να έρχονται στο προσκήνιο. Ο ρόλος της τέχνης είναι να θέτει τα ερωτήματα, να μας κρατάει σε εγρήγορση και να φωτίζει γκρίζες και σκιασμένες πτυχές της κοινωνικής μας ζωής. Ο στόχος είναι να ευαισθητοποιήσει και να στρέψει το βλέμμα των αρμοδίων, των θεσμικών οργάνων. Αυτή είναι η δουλειά και η διαφορά του ευαισθητοποιημένου θεάτρου από το εφησυχασμένο.
Η πορεία σας μέχρι τώρα έδειξε ότι ανήκετε σε αυτήν του ευαισθητοποιημένου. Ηταν από την αρχή επιλογή;
Συνειδητά με κάποιον τρόπο έχω αποφύγει «άρρωστα» σημεία του θεάτρου, όπως σταριλίκια, βεντετισμοί ή σεξιστικά φαινόμενα. Ωστόσο ας μη φτάσουμε στην αξιολόγηση ότι αυτός ο χώρος είναι καλύτερος από άλλους. Οπως επίσης θέλω να πω ότι στα 36 χρόνια που βρίσκομαι στο θέατρο – ξεκίνησα το 1984 – έχω βρεθεί πολλές φορές σε περιπτώσεις που οι προθέσεις ήταν καλές αλλά στο τέλος «θάμπωσαν». Σε άλλες, πάλι, η εκκίνηση είχε χαμηλά τον πήχη, αλλά το αποτέλεσμα ήταν τελικά πέραν των προσδοκιών.
Για να αφοσιωθείτε στην τέχνη σας, εγκαταλείψατε τον χώρο της αρχιτεκτονικής. Πώς οδηγηθήκατε στο θέατρο; Είχατε κάποια ερεθίσματα από την οικογένειά σας;
Μεγάλωσα με δυο γονείς οι οποίοι εργάζονταν συνεχώς με την προοπτική – όπως ήταν διαδεδομένο στη μεσαία τάξη – να έχουμε εμείς τα παιδιά ένα καλύτερο αύριο χάνοντας την ευκαιρία να απολαύσουν τη ζωή. Δεν μπορώ να γνωρίζω αν η μητέρα μου και ο πατέρας μου δούλεψαν καλά ως γονείς ή όχι. Αλλωστε δεν μπορούμε να θέτουμε σημερινά ζητούμενα σε μια εποχή που είχε διαφορετικά. Ο τρόπος που έβλεπαν οι γονείς τα παιδιά τους ήταν διαφορετικός από τον σημερινό. Ηταν μια εποχή τότε που οι γονείς έσπρωχναν τα παιδιά τους σε έναν κόσμο των δικών τους αξιών.
Βλέποντας τη σχέση με τους γονείς σας τώρα, τι θα θέλατε να ήταν διαφορετικό;
Δεν έχω κάτι να εκθειάσω ούτε κάτι για να μέμφομαι. Ηταν μια κανονική σχέση – όσο κανονική ήταν η εποχή τότε – και αγάπης, όσο και αν με τα σημερινά μέτρα θεωρούμε ότι μπορεί να ήταν καταπιεστική. Πολύ νωρίς ακολούθησα έναν δρόμο δικό μου.
Τι σας έκανε να αποδράσετε από την αρχιτεκτονική;
Σπούδασα αρχιτεκτονική στην Αθήνα – και μάλιστα με υποτροφία, γιατί είχα μπει έβδομος. Προέρχομαι από μια γενιά και μια εκπαίδευση όπου όλη η εφηβεία ήταν ένα συνεχές διάβασμα. Ηθελα σαφώς να εκφραστώ, αλλά κυρίως να συνυπάρξω, να μελετήσω, να εμβαθύνω και να νοιαστώ για τον περίγυρό μου.
Σε αυτή την πορεία τι σας έχει πληγώσει;
Δύσκολες στιγμές ήταν εκείνες των απωλειών. Από πολύ νωρίς στη ζωή μου βίωσα τι σημαίνει να μην έχεις άμεσους συγγενείς. Εχασα την οικογένειά μου πολύ νωρίς. Πρώτα τους γονείς μου και μετά την αδελφή μου, η οποία ήταν 41 ετών. Αυτό με καθόρισε για την υπόλοιπη ζωή μου. Τότε αισθάνθηκα φύλλο στον άνεμο. Θυμάμαι την αίσθηση του κενού, να μένεις μετέωρος, να χάνεις το χαλί κάτω από τα πόδια.
Πώς αντιδράσατε σε αυτή την καταγραφή των απωλειών;
Βίωσα την αίσθηση της μοναξιάς, της απομόνωσης, το να μην έχεις σημεία αναφοράς να σε δένουν με το παρελθόν σου.
Πού ακουμπήσατε εκείνες τις δύσκολες ώρες;
Ενιωσα τότε ότι στο μόνο πράγμα που μπορεί να ακουμπήσει κανείς είναι οι φίλοι. Αυτό με βοήθησε. Υπήρξαν δυο-τρεις άνθρωποι που μου πρόσφεραν πραγματικό στήριγμα τη στιγμή που το χρειαζόμουν. Στηρίγματα πραγματικής αγάπης. Και τότε ένιωσα να ξαναπατάω στα πόδια μου. Να σώζομαι από την πληγή μου.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις