Πάνος Τσερόλας – Το μέλλον δεν είναι παρά ένα ενδεχόμενο
Ο συγγραφέας Πάνος Τσερόλας μιλάει στο in.gr για το νέο του βιβλίο «Όσα επιστρέφουν από τη θάλασσα»
- Ουίνστον Τσώρτσιλ: Η iconic φωτογραφία του 1941, η φθηνή κόπια των 5.000 δολαρίων και το σκάνδαλο 83 χρόνια μετά
- Χαραμάδα ελπίδας για την κλιματική κρίση στη σύνοδο της G20
- Παύλος Μαρινάκης: Εκλογές το 2027 – Καμία ανησυχία στην κυβέρνηση για διαρροές στον προϋπολογισμό – Τι είπε για ΠτΔ και για ψήφο εμπιστοσύνης
- Ο Κασσελάκης ανακοίνωσε ψηφοφορία για το όνομα του κόμματός του
Ο Πάνος Τσερόλας έχει ήδη καταφέρει να θεωρείται από τους σημαντικούς πεζογράφους της γενιάς. Γεννημένος το 1985 έχει ήδη βγάλει δύο μυθιστορήματα, την Ασημένια θάλασσα το 2015 και τη Συνωμοσία της βανίλιας το 2016 (και τα δύο στις εκδόσεις Κέδρος), αλλά και τέσσερα βιβλία για παιδιά και εφήβους: Ο προϊστορικός ζωγράφος. Και ένα τερατάκι (2014), Τζόυ, ο δεινόσαυρος Ανζού (2015), Στα ίχνη του ντουκουζούρι (2016) και Λόκι: η απόπειρα δολοφονίας μιας δολοφόνου φάλαινας (2018), όλα στις εκδόσεις Κέδρος.
Παράλληλα, είναι διδάκτορας γεωεπιστημών και εργάζεται πάνω σε ζητήματα βιώσιμης ανάπτυξης.
Πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του Όσα επιστρέφουν από τη θάλασσα (εκδ. Κέδρος), το τρίτο του μυθιστόρημα «για ενήλικες». Ο Τσερόλας σε αυτό διαλέγει να επικεντρώσει στην ιστορία δύο προσώπων, του παθιασμένου με το σινεμά Μάρκου και της χαρισματικής αλλά και ανασφαλούς Άννας, που ανήκουν σε εκείνη τη γενιά του ενηλικιώθηκε κάπου στη δεκαετία του 2000 και πολιτικοποιήθηκε σε ένα τόξο ανάμεσα στα φοιτητικά κινήματα του 2006-7, την έκρηξη του 2008 και το δημοψήφισμα του 2015.
Αυτό του δίνει μια ευκαιρία να μιλήσει για αυτή τη γενιά, τις αγωνίες τις αναζητήσεις, τα όνειρα και τις διαψεύσεις. Η δύναμη του βιβλίου είναι ακριβώς η επιλογή μιας «πολυπρισματικής» αφήγησης, όχι μόνο σε σχέση με την εναλλαγή της εστίασης ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές, αλλά μέσα από την επιλογή να προσφέρει εμβόλιμα «εναλλακτικά μέλλοντα», που αποτυπώνουν διαφορετικές εκβάσεις αυτής της ιστορίας, που είναι ταυτόχρονα η περιπέτεια μιας γενιάς και η ιστορία ενός μεγάλου έρωτα.
Αυτό επιτρέπει στο βιβλίο να μπορεί να λειτουργεί και ως ένα ιδιότυπο άθροισμα από μικροϊστορίες που αποτυπώνουν τελικά την ίδια στην περιπλοκότητα μιας κοινωνίας σε μια συγκυρία κρίσης και μετάβασης.
Πιο ώριμος παρά ποτέ ο Τσερόλας, αυτό το βιβλίο ισορροπεί ανάμεσα στη λεπτομέρεια της οικειότητας και την αναγκαία αποστασιοποίηση που διακρίνει την αφήγηση από το απλό στιγμιότυπο, κατορθώνοντας ταυτόχρονα να κρατήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Για όλα αυτά είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε με τον ίδιο το συγγραφέα σε μια συνέντευξη που παραχώρησε στο in.gr
Βιβλία για ενήλικες ή για εφήβους – ποια αποτελούν μεγαλύτερη πρόκληση;
Ο Μορίς Σεντάκ («Στη χώρα των μαγικών πλασμάτων» κ.α.) είχε πει κάποτε (παραθέτω από μνήμης) πως «είναι γενικώς αδύνατο να γράψεις για παιδιά – τα ενδιαφέροντά τους είναι πολύ σύνθετα, η αισθητική τους πολύ απαιτητική. Μπορείς απλώς να γράψεις κάτι που ίσως να τα ενδιαφέρει». Θα συμπλήρωνα πως μόνο δυσκολεύει αυτό καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν: Δεν είναι τυχαίο πως παγκοσμίως οι πιο μαζικές «ανά ηλικία» κατηγορίες βιβλίων είναι τα αμιγώς παιδικά, τα λεγόμενα YA (young adults, ας πούμε 17+) και τα αμιγώς ενήλικα. Υπάρχει μια αξιοσημείωτη αραίωση τίτλων για μια αρκετά μεγάλη περίοδο, χοντρικά από τα τέλη του Δημοτικού έως τα μέσα Λυκείου, και δεν μου κάνει εντύπωση: Όταν άρχισα και εγώ τότε να μπαίνω στην διαδικασία της επιλογής συνήθιζα να αγοράζω τα πιο «ενήλικα», είτε τα είδους (αστυνομικά, φαντασίας) είτε τα κλασικά. Όλα αυτά κάτι μας λένε σίγουρα για την «ηλικιακή» ταξινόμηση των τίτλων (προσωπικά, δεν είμαι πολύ πεισμένος) αλλά δημιουργούν και μια πραγματική πρόκληση σε πολλά επίπεδα. Κατ’ αρχήν το βιβλίο πρέπει να φτάσει στο παιδί, μετά πρέπει να του κινήσει κάπως το ενδιαφέρον και, το κρισιμότερο, να διαβαστεί, δηλαδή να απαιτήσει μια επένδυση χρόνου και ενέργειας και να μπορεί να προσφέρει την ανάλογη ανταμοιβή.
Κάνω αυτόν τον πρόλογο για να ομολογήσω κάτι: Δεν ξέρω ακόμα τι είναι (ή τι θα έπρεπε να είναι) ένα καλό εφηβικό βιβλίο. Όσες φορές δε έχει τύχει να πάω σε Γυμνάσια να μιλήσω για κάποιο, έχω γνωρίσει τα δυσκολότερα και πλέον απρόβλεπτα ακροατήρια, ειδικά σε σύγκριση με άλλα: τα μικρότερα παιδιά αγαπούν να τους μιλάει κάποιος για δεινόσαυρους και την προϊστορία, τα αρκετά μεγαλύτερα λατρεύουν λογοτεχνικές συζητήσεις για διακειμενικότητα, άλλους συγγραφείς, τεχνικές, θέματα και προεκτάσεις. Ξέρεις δηλαδή τι να πεις, ξέρεις τι να περιμένεις. Μπορεί λοιπόν να μην ξέρω πως ακριβώς είναι ένα τέτοιο καλό βιβλίο, αλλά μπορώ να υποθέσω τι δεν είναι: Δεν είναι σίγουρα μια απόπειρα διδακτισμού, δεν είναι σίγουρα απλώς μια «απλοποιημένη» γλώσσα (που συχνά το απλό με το απλουστευτικό μπερδεύονται) και δεν είναι επίσης ένας αδέξιος μιμητισμός, το να κοπιάρει δηλαδή ένας συγγραφέας τάσεις και ιδιωματισμούς παρακολουθώντας μισή ώρα το TikTok.
Υπάρχει βέβαια πάντα το ενδεχόμενο να προσπαθούμε να επινοήσουμε κάτι (την αμιγώς «εφηβική» λογοτεχνία) που απλά δεν υπάρχει. Αυτό που σίγουρα υπάρχει είναι η λογοτεχνία και ως αναγνώστης γνωρίζω πως υπάρχει η σπουδαία λογοτεχνία που μπορεί να σου αλλάξει τη ζωή, είτε είσαι έξι και η φαντασία σου διαστέλλεται σαν νεοσύστατο σύμπαν ενώ μαθαίνεις να διαβάζεις, είτε είσαι δεκαπέντε και συναντιέσαι με ένα υπέροχο βιβλίο που τακτοποιεί ή θέτει εντελώς νέα ερωτήματα για τη ζωή, είτε είσαι σαράντα και διαβάζεις κάτι που σε κάνει να νιώσεις λιγότερο μόνος στον ωκεανό της ανθρώπινης εμπειρίας. Έχω την αίσθηση πως ένα πραγματικά ωραίο βιβλίο θα βρει τον δρόμο του προς τους σωστούς αναγνώστες και αναγνώστριες, αργά ή γρήγορα. Η μεγαλύτερη πρόκληση λοιπόν είναι ένα καλό βιβλίο, είτε ο «ιδανικός αναγνώστης» είναι πέντε, δεκαπέντε ή εβδομηνταπέντε ετών.
Όσα επιστρέφουν από τη θάλασσα: ποια η αφετηρία για αυτό το βιβλίο;
Ένα μυθιστόρημα είναι κατ’ αρχήν ένα σημείο συνάντησης σκέψεων και ανησυχιών από πολλές αφετηρίες. Θα μπορούσα να ξετυλίξω πολλά νήματα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο διατρέχουν θεματικά το βιβλίο και ομολογώ πως δυσκολεύτηκα αρκετά, γράφοντάς το, να εντοπίσω τελικά το βαρυτικό του κέντρο. Πρακτικά αυτό σημαίνει δεκάδες «σκισμένες» και καταχωνιασμένες στο συρτάρι σελίδες, στην συγκεκριμένη περίπτωση ολόκληρες εκδοχές του βιβλίου που χτίστηκαν με κόπο και γκρεμίστηκαν εν μια νυκτί. Αυτή είναι όμως και η περιπέτεια της γραφής, το ράβε-ξήλωνε και η διαρκής αναμέτρηση και συνδιαλλαγή με τις ενδότερες ανησυχίες και α-βεβαιότητες.
Στον μυχό κρύβεται σίγουρα μια παρόρμηση αναστοχαστική, μια προσέγγιση της μυθοπλασίας μέσα από το βίωμα αλλά ταυτόχρονα και σε απόσταση από αυτό. Άλλωστε όλα αυτά τα γεγονότα τα έζησα στην ίδια ηλικία με τους ήρωες, δεν χρειάστηκε βιβλιογραφική δουλειά. Θα έλεγα πως σε αρχικό επίπεδο με ενδιέφερε μια αφήγηση ορισμένη χωρικά και χρονικά για την εμπειρία των millennial στην Ελλάδα (ας δανειστώ καταχρηστικά τον ανεπαρκή αυτό όρο). Από την πυκνή Ιστορία στις μικρές καθημερινές ιστορίες, στις προσδοκίες και απογοητεύσεις, στις ελπίδες και τις μεταμορφώσεις. Μια ιδιορρυθμία της αφήγησης (αλλά και δική μου κατά την διάρκεια της συγγραφής), ήταν σε κάθε χρονικό σημείο να υπάρχει μια αίσθηση του «εδώ και τώρα», να μην υπάρχει δηλαδή καμία προοικονομία για το τι ακολουθεί, παρά την αναπόφευκτη τραγική ειρωνεία προς το τέλος. Το μέλλον είναι το μέλλον και δεν είναι τίποτα παρά ένα ενδεχόμενο, τόσο στις μεγάλες υποθέσεις της Ιστορίας όσο και στις μικρές, ιδιωτικές μας διαδρομές. Ένας έρωτας, μια φιλία, ένα προσωπικό όνειρο, μια νεανική φιλοδοξία, μια υπόσχεση, όλη η μεγάλη περιπλάνηση της επινόησης του εαυτού κατά την νεότητα.
Βιβλίο για μια γενιά; Ας πούμε αυτή που ενηλικιώθηκε ανάμεσα στα φοιτητικά κινήματα της δεκαετίας του 2000, τον Δεκέμβρη του 2008 και το Δημοψήφισμα του 2015;
Ας πούμε ναι, αν και είναι ασφαλώς αδύνατο να χωρέσουν όλες οι εκδοχές μιας γενιάς σε μια μόνο αφήγηση. Προσπάθησα ωστόσο (θα φανεί αν ήταν επιτυχές το εγχείρημα) να δώσω βάση στις ομοιότητες, σε αυτά που μπορούν να συνθέσουν αυτό που θα λέγαμε συλλογική εμπειρία. Ευνόησε σε αυτό και η καθολικότητα των ιστορικών γεγονότων, το πιεστικό κάλεσμα της εποχής να πάρουμε θέση. Η Ιστορία είναι πάντα ένας χαρακτήρας μέσα στα μυθιστορήματα, επηρεάζει την πλοκή και ενίοτε την καθορίζει αλλά δεν επιθυμούσα επ’ ουδενί ένα μανιφέστο ή ένα ντοκουμέντο: Υπάρχει ήδη πλούσια και πολύ αξιόλογη βιβλιογραφία για τα γεγονότα αλλά και τα κοινωνικά και πολιτικά τους συμφραζόμενα. Σαν ένα παραμύθι: πουθενά δεν κρύβει κάποια Αλήθεια, αλλά σίγουρα δεν λέει ψέματα.
Οι χαρακτήρες άλλωστε είναι ατελείς, μερικοί, αντιφατικοί και με πολλαπλές προσλήψεις της πραγματικότητας, ακόμα και όταν την βιώνουν ταυτόχρονα. Όσο τα μεγάλα τεκτονικά γεγονότα έδιναν τον τόνο και οριοθετούσαν με αντικειμενικό τρόπο τις στροφές της πλοκής, με ενδιέφεραν περισσότερο οι μικρο-ρωγμές, οι μικρές ολισθήσεις, οι νέες τοπογραφίες που σχηματίζονταν. Και πέρα από τις αντιδράσεις και την όποια συμμετοχή στον συλλογικό στίβο, με απασχολούσε το τι σημαίνουν όλα αυτά σε ένα επίπεδο πιο αφαιρετικό, πιο «γενεαλογικό», ας πούμε. Για να το θέσω κάπως σχηματικά, πέρα από το τάδε ή το δείνα γεγονός, πέρα από την κλίμακα μιας κοινωνικής σύγκρουσης (και το πως μπορεί να γίνει γραπτά η αναπαράστασή της), είχε μεγαλύτερο ενδιαφέρον να απαντηθούν ερωτήματα όπως αυτό: Πως είναι να μεγαλώνεις στο Τέλος της Ιστορίας και η Ιστορία να έρχεται κατά πάνω σου ορμητικά σαν χείμαρρος; Πως είναι να ενηλικιώνεσαι και να σχεδιάζεις το μέλλον εντός μιας τεράστιας αλυσίδας κρίσεων, από την οικονομική σε μια υγειονομική και στο κατώφλι της κλιματικής;
Η κάπως «πολυπρισματική» αφήγηση σε τι αποσκοπεί;
Τα πολλά πρίσματα της αφήγησης είναι και κατασκευαστικό αλλά και θεματικό αντικείμενο του βιβλίου. Ας πούμε πως στον πυρήνα της πλοκής έχουμε μια ιστορία αγάπης, μεταξύ δυο ανθρώπων που γνωρίζονται λίγο πριν στα είκοσι και μεγαλώνουν παρακολουθώντας μαζί, με το «βλέμμα του Δύο» κατά Μπαντιού, τον κόσμο και την ιστορία. Στο βιβλίο ωστόσο δεν παρακολουθούμε μόνο την εξέλιξη αυτού του έρωτα αλλά και τα αρκετά ενδεχόμενα που αποκτά σε κάθε στροφή. Αλλάζουν οι οπτικές γωνίες και εμβόλιμα κεφάλαια δίνουν τον αναγκαίο χρόνο στα υποθετικά μέλλοντα που ανοίγονται μπροστά τους. Δεν μου πολυαρέσουν οι νομοτέλειες: Θα ήθελα η ιστορία να αγκαλιάσει την πολλαπλότητα των ενδεχομένων, να αναδείξει όλα όσα θα μπορούσαμε να γίνουμε και να κάνουμε, ασχέτως αν από επιλογή, τύχη, λάθη ή πάθη, δεν έγιναν ποτέ. Αν βέβαια αυτό έχει και κάποια άλλη αξία πέραν της μυθοπλαστικής, μένει να κριθεί από το αναγνωστικό κοινό.
Η αγάπη σου για το σινεμά γνωστή. Θα άλλαζες ποτέ το χαρτί για την κάμερα;
Στο χαρτί βέβαια μπορώ να εκφράσω αυτήν την αγάπη μιλώντας για το σινεμά αλλά και επινοώντας χαρακτήρες που χρησιμοποιούν την κάμερα αντί για το χαρτί… Στο βιβλίο άλλωστε παρακολουθούμε και το bildungsroman ενός νεαρού καλλιτέχνη-σκηνοθέτη και πολύ συχνά «βλέπουμε» την ιστορία όχι απλά μέσα από την ματιά του, αλλά με την διαμεσολάβηση και της κάμερας. Για τις ανάγκες του «παιχνιδιού ρόλων» που προϋποθέτει η γραφή, υπήρξα για λίγο σκηνοθέτης – ερασιτέχνης βέβαια και λιγάκι αδέξιος, όπως ο χαρακτήρας του Μάρκου.
Η πραγματικότητα είναι πως ένα βιβλίο προϋποθέτει βασικά δύο μόλις πράγματα: Ανάγνωση (πολύ) και… γραφή, ξανά και ξανά και ξανά. Η κάμερα από την άλλη δεν συνομιλεί απλώς με μια τέχνη, αλλά με την κατά Αϊζενστάιν «τέχνη που συνενώνει όλες τις υπόλοιπες», απαιτεί δηλαδή μια πλήρη κραματοποίηση ανάμεσα στην καλλιτεχνική και τεχνική αφοσίωση. Στο βιβλίο εξερευνάται αυτή η αφοσίωση αλλά ταυτόχρονα γίνεται μια προσπάθεια να δημιουργηθεί μια «φιλμική αφήγηση», να εξερευνηθούν δηλαδή (ξανά με όρους γενιάς) οι ταινίες και οι τάσεις που όρισαν πιο συλλογικά την αισθητική και την σχέση με το σινεμά.
Γεωλόγος ή συγγραφέας κυρίως; Πώς θα όριζες τον εαυτό σου;
Δύσκολα τα μονοσήμαντα. Αλλά στην καρδιά της επιστημονικής μεθόδου και της δημιουργικής πράξης υπάρχει ένα κοινό: Το ερώτημα. Ή πιο σωστά, η ανησυχία λόγω του ερωτήματος. Για όλα τα τι, τα γιατί και τα πως. Υπάρχουν άραγε και άλλα σημεία τομής πέρα από αυτό το πρωταρχικό; Συμπτωματικά (;), οι δυο κεντρικοί χαρακτήρες του βιβλίου παρουσιάζουν μια βασική αντίστιξη: Η ματιά του Μάρκου είναι πρωτίστως καλλιτεχνική και κάπως ιδεαλιστική, η ματιά της Άννας είναι αυστηρή και υλιστική. Ιδού λοιπόν το ερώτημα: Μπορούν να συνυπάρξουν; Μπορεί το τυχαίο της συνάντησής τους να γίνει μια συνθετική συνύπαρξη, ένα όμορφο γινόμενο; Θα πρέπει κανείς να φτάσει στον επίλογο του βιβλίου για όλα αυτά.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις