Τι οδήγησε στην κρίση εμπιστοσύνης Ρωσίας – ΗΠΑ
Προκειμένου να γίνει αντιληπτή η κρίση στις σχέσεις Ρωσίας – ΗΠΑ, είναι χρήσιμο να κάνουμε μια ιστορική αναδρομή στη μεταψυχροπολεμική περίοδο, με έμφαση στον 21ο αιώνα. Είναι σαφές ότι η Ουάσιγκτον εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο την πλήρη ανυποληψία στην οποία βρισκόταν η Μόσχα υπό την ηγεσία του Γέλτσιν κατά τη δεκαετία του 1990, όταν η τελευταία […]
Προκειμένου να γίνει αντιληπτή η κρίση στις σχέσεις Ρωσίας – ΗΠΑ, είναι χρήσιμο να κάνουμε μια ιστορική αναδρομή στη μεταψυχροπολεμική περίοδο, με έμφαση στον 21ο αιώνα. Είναι σαφές ότι η Ουάσιγκτον εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο την πλήρη ανυποληψία στην οποία βρισκόταν η Μόσχα υπό την ηγεσία του Γέλτσιν κατά τη δεκαετία του 1990, όταν η τελευταία βρισκόταν ουσιαστικά σε αναζήτηση ταυτότητας. Η Ρωσία κλήθηκε να διαχειριστεί μια εντελώς νέα κατάσταση, όπου αρκετές από τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες αναζητούσαν στη Δύση τη λύση των προβλημάτων τους, την εξασφάλιση της ίδιας της επιβίωσής τους στο διεθνές σύστημα, καθώς και το κόψιμο του ομφάλιου λώρου με τη Ρωσία. Ο φόβος τους, άλλωστε, ήταν ότι αργά ή γρήγορα η Μόσχα θα επιχειρούσε να τις επαναφέρει στη σφαίρα επιρροής της. Η Ρωσία διαμαρτύρεται για την επέκταση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς και ειδικότερα τη συμπερίληψη των τριών πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών της Βαλτικής, εξέλιξη που επέτεινε τα φοβικά σύνδρομα των Ρώσων και το αίσθημα γεωγραφικής περικύκλωσης. Μη λησμονούμε ότι η στρατηγική κουλτούρα της Ρωσίας, λόγω των τεράστιων φυσικών συνόρων που ουδέποτε μπόρεσε να διαφυλάξει και εξαιτίας των εισβολών που δέχθηκε, διακατέχεται παραδοσιακά από το αίσθημα του εγκλωβισμού από τρίτες δυνάμεις.
Παρ’ όλα αυτά, με την άνοδο του Πούτιν στην προεδρία, σε πρώτη φάση τουλάχιστον, η Μόσχα έδειξε να συμβιβάζεται με τις πραγματικότητες που είχαν διαμορφωθεί μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, και μάλιστα στην πρώτη μεγάλη κρίση του 21ου αιώνα, αυτή της 11ης Σεπτεμβρίου, η Ρωσία έδειξε βούληση να στηρίξει την αμερικανο-νατοϊκή επέμβαση στο Αφγανιστάν. Βέβαια αυτό το έκανε με διττό στόχο: αφενός για να εντάξει τους Τσετσένους στη λίστα των διεθνών τρομοκρατικών οργανώσεων και να τους ταυτίσει με τις τζιχαντιστικές ομάδες που είχαν σπείρει τον θάνατο στις Ηνωμένες Πολιτείες, κερδίζοντας μέρος της συμπάθειας του ακροατηρίου της Δύσης, και αφετέρου για να εξουδετέρωναν οι νατοϊκοί την Αλ Κάιντα ή, αν αποτύγχαναν, να πληττόταν το κύρος τους. Αργότερα, είχαμε την πρώτη σοβαρή κρίση στις σχέσεις Μόσχας – Ουάσιγκτον, με την αμερικανική επέμβαση στο Ιράκ. Ομως, αντιθέτως με τον βομβαρδισμό της Σερβίας το 1999, όταν η Ρωσία είχε απομονωθεί από τη Δύση, στην περίπτωση του Ιράκ, Παρίσι και Βερολίνο ταυτίστηκαν με την άποψη της Μόσχας, προκαλώντας το πρώτο μεταψυχροπολεμικό ρήγμα εντός της Δύσης για ένα διεθνές ζήτημα. Ωστόσο, το 2003 είχαμε την έναρξη των περιώνυμων «έγχρωμων επαναστάσεων» στον μετασοβιετικό χώρο, με την εξέγερση στη Γεωργία, «Επανάσταση των Ρόδων», και την ανατροπή του καθεστώτος Σεβαρντνάντζε. Το γεγονός ότι την ηγεσία της χώρας ανέλαβε ένας ακραία φιλοαμερικανός πολιτικός, ο Σαακασβίλι, χτύπησε τα πρώτα καμπανάκια στο Κρεμλίνο. Λίγο μετά, στη σημαντικότερη χώρα για τα ρωσικά συμφέροντα του μετασοβιετικού χώρου, την Ουκρανία, είχαμε την «Πορτοκαλί Επανάσταση», που έφερε στην εξουσία το δίδυμο Γιούσενκο – Τιμοσένκο, που με τη σειρά του εξέφρασε την επιθυμία αλλαγής προσανατολισμού του Κιέβου προς το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η Ουκρανία θεωρείται ζωτικός χώρος για τους Ρώσους, για αυτό άλλωστε εργάστηκαν μεθοδικά ώστε να επαναφέρουν στην εξουσία ένα καθεστώς με φιλορωσικά χαρακτηριστικά και πρόθυμο να λαμβάνει υπ’ όψιν του τις ρωσικές ευαισθησίες. Αυτό επιτεύχθηκε με την εκλογή Γιανουκόβιτς το 2009, αλλά εν συνεχεία τα γεγονότα που ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 2013 και οδήγησαν στην ανατροπή του είχαν ως αποτέλεσμα την προσάρτηση της Κριμαίας. Είχε προηγηθεί τον Αύγουστο του 2008 ο μίνι πόλεμος Γεωργίας – Ρωσίας, που προκάλεσε την απόσχιση δύο περιοχών της πρώτης, της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας, οι οποίες ναι μεν δεν προσαρτήθηκαν από τη Μόσχα αλλά στηρίζονται από αυτή.
Στην κρίσιμη δεκαετία (2005-2015) για τις σχέσεις Ρωσίας – Δύσης, αλλά και για το πώς η Ρωσία αντιλαμβάνεται τη θέση της στο διεθνές στερέωμα και κυρίως τις ευκαιρίες που θεωρεί ότι της παρουσιάστηκαν όχι μόνο για να κάνει επίδειξη δύναμης, αλλά και για να μεταβάλει τις συνθήκες στον μετασοβιετικό χώρο και σ’ ένα τμήμα της Μέσης Ανατολής, εντοπίζουμε έναν σταθμό που αλλάζει την αντίληψη της Μόσχας. Το 2011 η Ρωσία δεν αντιδρά στην αρχικά γαλλική και εν συνεχεία αμερικανική επέμβαση στη Λιβύη, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μια κατάσταση που το Κρεμλίνο έκρινε ότι ήταν σε βάρος των συμφερόντων του. Παρακολουθώντας τις αραβικές εξεγέρσεις να εξελίσσονται με την παραίνεση ή έστω την ανοχή της Ουάσιγκτον, η Μόσχα θεώρησε ότι μετά την προσπάθεια εγκαθίδρυσης φιλοαμερικανικών καθεστώτων στο μαλακό υπογάστριό της, σε Γεωργία και Ουκρανία, ο αμερικανικός παράγοντας προωθούσε την επαναφορά των ισλαμιστών σε κοσμικά αραβικά κράτη. Το πρόβλημα για τη Ρωσία δεν ήταν μόνο ότι θεωρούσε πως οι ανατροπές στις αραβικές χώρες είχαν τη σφραγίδα των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά ανησυχούσε πως ηγεσίες που ασπάζονταν τις αρχές ενός όχι τόσο μετριοπαθούς πολιτικού Ισλάμ θα μπορούσαν να στηρίξουν αποσχιστικά κινήματα εντός της Ρωσίας, ανάλογα αυτού των Τσετσένων.
Εχοντας πάρει το μάθημα της από τη Λιβύη, η Ρωσία έδειξε πολύ μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και αντανακλαστικά στην περίπτωση της Συρίας. Στην αρχή στήριξε το καθεστώς Ασαντ διπλωματικά, μπλοκάροντας σειρά ψηφισμάτων σε βάρος του, και όταν οι Ηνωμένες Πολιτείες δίστασαν να επέμβουν, τότε εκμεταλλεύτηκε το κενό και ενεπλάκη στρατιωτικά, κρίνοντας οριστικά τον πόλεμο υπέρ του συμμάχου της. Για πρώτη φορά στα χρονικά η Μόσχα είχε καταφέρει να βρεθεί και να ασκεί ουσιαστική επιρροή στη Μέση Ανατολή. Προσφέροντας, μάλιστα, αμυντικές συνεργασίες σε αρκετά κράτη της περιοχής, έχοντας πρώτα διαφημίσει κάποια από τα οπλικά της συστήματα στη Συρία, κατοχύρωσε μια θέση δυσανάλογη των πραγματικών δυνατοτήτων.
Αυτή η κατάσταση έδωσε αυτοπεποίθηση στη ρωσική ηγεσία, την οποία αναπτύσσει τώρα, με την (ψευδ)αίσθηση ότι συνομιλεί με τη Δύση επί ίσοις όροις, ενώ διατηρώντας το σασπένς αναφορικά με τις μελλοντικές της κινήσεις την κρατάει σε απόλυτη εγρήγορση.
Ο κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής IGA και αναπληρωτής καθηγητής του Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος. Κυκλοφορεί το βιβλίο του «Διεκδικητικός πατριωτισμός. Ανατομία μιας συζήτησης που δεν έγινε ποτέ».
- Ουκρανία: Παρίσι και Λονδίνο υπόσχονται να μην αφήσουν τον Πούτιν να «πετύχει τους σκοπούς του»
- Η βαθμολογία στον όμιλο της Εθνικής μετά την ήττα στο Λονδίνο
- Θα μπουν οι ΗΠΑ στο στόχαστρο των εκδικητών ομολόγων;
- Euroleague: Η βαθμολογία μετά τη νίκη του Ολυμπιακού επί της Μπασκόνια
- Μεγάλη Βρετανία – Ελλάδα 73-72: Μπλακ-άουτ και απότομη προσγείωση για τη «γαλανόλευκη»
- Αυτό είναι το πρόσωπο-κλειδί στις διαπραγματεύσεις για τις απολύσεις στη Volkswagen