Το Φανάρι, η Μόσχα κι ένας πόλεμος
Ποια πρέπει να είναι η θέση της Ελλάδας σ' αυτό το διπλωματικό και θρησκευτικό μπρα ντε φερ
Την περίοδο των Ναπολεόντειων πολέμων (1803 – 1815) σχεδόν όλη η Ευρώπη, από την Ιβηρική έως τη Ρωσία, μπήκε στο καμίνι μιας αιματηρής σύγκρουσης που άλλαξε σύνορα και διαμόρφωσε έναν νέο χάρτη στην ήπειρο. Ιστορικοί, ειδικοί της τέχνης της στρατηγικής και αναλυτές των διεθνών σχέσεων, αναζητούν επί χρόνια εξήγηση για το πώς σε αυτό τον πόλεμο βρέθηκε σε ρόλο παρατηρητή η Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία είχε ήδη περάσει σε φάση συρρίκνωσης. Μια εξήγηση που δίνουν έχει να κάνει με τον ρόλο της Κωνσταντινούπολης – και, όπως προκύπτει από τις συζητήσεις ανάμεσα στον Ναπολέοντα και τον τσάρο Αλέξανδρο Α΄, ουδείς ήθελε μια ανατροπή σκηνικού στη Κωνσταντινούπολη που θα οδηγούσε σε αχαρτογράφητα νερά στα Δαρδανέλια και στον Βόσπορο. Σε Αγία Πετρούπολη και Παρίσι θεωρούσαν τον σουλτάνο αδύναμο και εύκολο στόχο μιας επίθεσης, είτε από ρωσικά είτε από γαλλικά στρατεύματα. Αλλά επίθεση τελικώς δεν υπήρξε, επειδή κάθε πλευρά επιθυμούσε μια Κωνσταντινούπολη εκτός παιχνιδιού, υπό τον μωαμεθανικό έλεγχο.
Είναι το σημείο όπου η θρησκευτική ταυτότητα δεν έχει ρόλο στη διπλωματία – η εποχή των Σταυροφόρων, άλλωστε, είχε τελειώσει αιώνες νωρίτερα. Στη νεότερη Ευρώπη που αναδυόταν μετά τη Γαλλική Επανάσταση, οι ισορροπίες είχαν να κάνουν με ένα ευρύτερο παιχνίδι εξουσίας. Στο ταραγμένο Παρίσι του Ναπολέοντα και στην αυλή του τσάρου δεν περίσσευε η εμπιστοσύνη στον σουλτάνο, αλλά ένα νέο καθεστώς στην Πόλη θα μπορούσε μελλοντικά να δημιουργήσει άλλα προβλήματα. Ο τσάρος ήθελε τον ανοικτό διάδρομο στη Μεσόγειο που εξασφάλιζε ο έλεγχος της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς (μετά και την τουρκική ήττα στην Κριμαία και τη Συνθήκη του Κιουτσούκ – Καϊναρτζή, το 1774). Ο Ναπολέοντας δεν ήθελε να εξασφαλίσουν οι Ρώσοι τον έλεγχο των στενών και αποδεχόταν να παραμείνει η οθωμανική κυριαρχία στην Πόλη. Και, βέβαια, δεν συζητούσαν το ενδεχόμενο η Κωνσταντινούπολη να περάσει στον έλεγχο ενός ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, που σε εκείνη τη φάση παρέμενε ακόμη μια μακρινή προοπτική. Η ορθοδοξία και ο χριστιανισμός είχαν πάψει να αποτελούν ένα ισχυρό χαρτί, ενώ η Ρωσική Εκκλησία ήθελε από τότε ένα Φανάρι αδύναμο με μειωμένη επιρροή.
Ολα αυτά έχουν σήμερα τη σημασία τους, καθώς επιβεβαιώνουν ότι το γεωπολιτικό παιχνίδι και η θέση ισχύος δεν θα πάψουν να καθορίζουν τις αποφάσεις. Και εξηγούν σε μεγάλο βαθμό και την κίνηση του Πατριαρχείου Μόσχας να ιδρύσει Εξαρχία στην Κωνσταντινούπολη, σε μια πλήρη αυτονόμηση από το Φανάρι και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Πρόκειται ασφαλώς για κίνηση που σπρώχνει ακόμη περισσότερο το Φανάρι στην αγκαλιά των ΗΠΑ, καθώς τα αντίβαρα αναζητούνται στην Ουάσιγκτον και στην επιρροή της αμερικανικής ορθόδοξης κοινότητας. Οπως θα αφήσει το δικό της αποτύπωμα και στη σχέση της Αγκυρας με τη Μόσχα. Αν ο τσάρος Αλέξανδρος Α’ θεωρούσε ότι τα ρωσικά συμφέροντα εξυπηρετούσε καλύτερα ο σουλτάνος, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο δύο αιώνες αργότερα ο Πούτιν θα κρίνει εάν τα συμφέροντά του τα εξυπηρετεί ο Ερντογάν. Και στον πολιτικό σχεδιασμό έχει ήδη ενταχθεί και το Πατριαρχείο Μόσχας, με τη δικαιολογία της αντίστασης στην αυτοκεφαλία της Ουκρανικής Εκκλησίας – κατόπιν αμερικανικής υπαγόρευσης.
Η Αθήνα μπορεί να ελιχθεί πολιτικά και να αναζητήσει νέες ισορροπίες στη σχέση με τη Μόσχα. Για το Οικουμενικό Πατριαρχείο, ωστόσο, ο ρωσικός επεκτατισμός και οι σχηματικές κινήσεις -γιατί περί αυτού πρόκειται – τα νέα προβλήματα μπορεί να είναι δισεπίλυτα. Με τους πιστούς (και την πολιτική δύναμη που μπορούν να προσφέρουν) να βρίσκονται μακριά από την έδρα της Ορθοδοξίας, τα ομόδοξα χτυπήματα θα διαμορφώσουν νέες συνθήκες. Και η Αθήνα, αργά ή γρήγορα, θα κληθεί να πάρει μια ξεκάθαρη πολιτική θέση, καθώς ένα παιχνίδι εξουσίας καθορίζει από καιρό και τη σχέση του Φαναρίου με την Εκκλησία της Ελλάδας.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις