Το κλείσιμο της ψαλίδας
Τι θα γίνει με το κόστος δανεισμού της Ελλάδας και πόσο πρέπει να φοβόμαστε
Οτι θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε ξανά με αυξημένο κόστος δανεισμού, αυτό είναι κάτι που το έχουμε εμπεδώσει όλοι. Θα συμβαίνει παντού στις δυτικές οικονομίες, μετά από μια περίοδο μηδενικών ή αρνητικών επιτοκίων. Θα συμβαίνει και στην Ελλάδα. Το ότι επίσης το δικό μας επιτόκιο, το κόστος δανεισμού, θα είναι υψηλότερο από άλλες ισχυρές οικονομίες είναι επίσης δεδομένο. Αυτό άλλωστε καταγράφει και αποτιμά το κόστος δανεισμού: το μέγεθος, τη φερεγγυότητα και τις προοπτικές μιας οικονομίας. Το κρίσιμο σημείο ωστόσο για να καταλαβαίνουμε αν πηγαίνουμε καλύτερα ή χειρότερα από ό,τι στο παρελθόν, είναι η διαφορά του δικού μας επιτοκίου με τα αντίστοιχα άλλων ισχυρών οικονομιών. Για παράδειγμα, το γερμανικό 10ετές διαπραγματεύεται ξανά τις τελευταίες μέρες σε θετικό έδαφος για πρώτη φορά μετά από τρία ολόκληρα χρόνια.
Αντίστοιχα και το ελληνικό 10ετές διαπραγματεύεται πλέον στα 1,7% από 0,6% που είχε υποχωρήσει τον περασμένο Αύγουστο. Επίπεδα που έχει να τα δει, λίγο πριν από την εμφάνιση της πανδημίας, τον Ιανουάριο του 2020. Ευθέως συγκρινόμενο με το γερμανικό 10ετές, πριν από μια τριετία το ελληνικό δεκαετές διαπραγματεύονταν στα επίπεδα του 3,7%.
Η Γερμανία δηλαδή επέστρεψε εκεί που βρίσκονταν πριν από μια τριετία, η Ελλάδα αν επέστρεφε σε αυτά τα επίπεδα θα έπρεπε να δανείζεται με δύο ολόκληρες μονάδες παραπάνω. Αρα η ψαλίδα έχει κλείσει. Το πραγματικό κόστος δανεισμού, έδειξε αυτή την εβδομάδα ότι οι επενδυτές δίνουν στην Ελλάδα τα χρήματά τους με επιτόκιο 1,8%, όταν το 2019 της τα έδιναν με 3,9%.
Καθόλου άσχημα θα έλεγε κανείς. Αν και μάλλον πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι πρόκειται για το χαμηλότερα επίπεδα επιτοκίου που θα δούμε φέτος στις αντίστοιχες μεγάλης διάρκειας ελληνικές εκδόσεις. Η τάση έχει ήδη αλλάξει, αλλά η Ελλάδα έχει μειώσει την ψαλίδα που χώριζε το κόστος δανεισμού της με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης. Το γεγονός ωστόσο είναι δεδομένο. Τα επιτόκια βρίσκονται σε ανοδική τροχιά και χώρες όπως η Ελλάδα με υψηλό δημόσιο χρέος και με αξιολόγηση ακόμα αρκετά κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, έχουν μπροστά τους να διαχειριστούν ένα πρόβλημα.Σε αυτή τη μάχη με το κόστος δανεισμού, πέραν από το γεγονός ότι ξεκινάμε αυτή τη φορά από πιο κοντινή με τους άλλους αφετηρία, δεν πάμε επιπλέον «άοπλοι». Διαθέτουμε πολλά και καλά πλεονεκτήματα:
- Ταμειακά διαθέσιμα. Η χρησιμότητα του περίφημου «μαξιλαριού» επιστρέφει ως εγγύηση για φτηνότερο δανεισμό. Σύμφωνα με τις τελευταίες δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών, παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα, άνω των 38 δισ. ευρώ.
- Ανάπτυξη. Το γεγονός ότι η οικονομία υπεραπέδωσε το 2021, υπερκαλύπτοντας τη ζημιά του 2020, αποτελεί ένα επιπλέον όπλο. Ειδικά εφόσον επιβεβαιωθούν οι εκτιμήσεις ότι το θετικό αναπτυξιακό μομέντουμ θα συνεχιστεί και το 2022.
- Τράπεζες. Και μόνο το γεγονός ότι πλέον η συζήτηση για την κατάσταση του τραπεζικού τομέα αφορά τις χρηματοδοτήσεις και όχι τη διαχείριση των κόκκινων δανείων, δείχνει την πρόοδο που έχει επιτευχθεί. Τα μονοψήφια ποσοστά μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που εμφανίζουν όλες σχεδόν οι συστημικές τράπεζες, δημιουργεί προϋποθέσεις εξαφάνισης ενός προβλήματος που κρατούσε πίσω τις προοπτικές ανάπτυξης της χώρας. Επιπλέον η σημαντική αύξηση των καταθέσεων που συνεχίστηκε και την περίοδο της πανδημίας, διευκολύνει τόσο τις κεφαλαιακές πιέσεις που θα μπορούσαν να εμφανιστούν όσο και την «υγεία» των ισολογισμών τους.
- Επενδύσεις – μεταρρυθμίσεις. Η εκκίνηση πολλών ταυτόχρονων επενδυτικών σχεδίων, σε συνδυασμό με την υλοποίηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων, μπορούν να αλλάξουν τους όρους του παιχνιδιού.
Ολα αυτά μπορούν να αποτελέσουν τον καταλύτη ώστε να συνεχίσει να κλείνει η ψαλίδα του κόστους δανεισμού με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, έχοντας πάντα υπόψη ότι όλα αυτά θα γίνονται ενώ το κόστος δανεισμού θα συνεχίσει να αυξάνει.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις