Σε τελική ανάλυση
Οσοι δεν το έχετε δει ακόμη, δείτε το Don't look up όπου το βρείτε διαθέσιμο. Μιλάει γι' αυτήν ακριβώς την αβάσταχτη ελαφρότητα του ανθρώπινου γένους.
- Η Αθηνά Λινού κάνει μήνυση στον Πολάκη – Καταθέτει δεκάδες κούτες με χιλιάδες έγγραφα στην εισαγγελία
- «Σκανδαλώδη» κατά τον Μπάιντεν τα εντάλματα σύλληψης για Νετανιάχου και Γκάλαντ
- Τα ζώδια σήμερα: Αστρολογία ώρα μηδέν
- Διακόπηκε για δεύτερη φορά η δίκη των Σπαρτιατών - Δεν εμφανίστηκε ξανά ο Στίγκας
«Μονάχα που εμείς τότε, άγουροι έφηβοι, αντράκια με μακριά μαλλιά και φαρδιές καμπάνες», σημειώνω μεταξύ άλλων σε ένα παλαιότερο κείμενό μου, δημοσιευμένο πρώτη φορά στην αλήστου μνήμης Ελευθεροτυπία τον Σεπτέμβριο του 2000, «βιώναμε τη δικτατορία ως στέρηση, βιώναμε τη δικτατορία ως τροχοπέδη. Δεν είχαμε σχηματίσει σαφή αντίληψη ως προς τι ακριβώς μας στερούσε και ως προς τι ακριβώς μας εμπόδιζε (κυρίως οι βλαστοί συντηρητικών οικογενειών, όπως ο υποφαινόμενος, οι ανεγκλιμάτιστοι με τις προδικτατορικές προοδευτικές παραδόσεις), αλλά γνωρίζαμε πως την ευλογημένη ημέρα που θα γκρεμιστεί η επάρατος – ίσως σε δέκα χρόνια, ίσως και σε πενήντα – θα εφορμήσουμε ακάθεκτοι στις απαγορευμένες οπώρες, θα διαβάσουμε ό,τι δεν μας επιτρέπουν να διαβάσουμε, θα τραγουδήσουμε ό,τι μας παρακωλύουν να τραγουδήσουμε και θα τοιχοκολλήσουμε ό,τι διά ροπάλου μάς αποτρέπουν να τοιχοκολλήσουμε. Εδώ μπορούμε ήδη να εντοπίσουμε τη ρίζα της αυριανής μας αμετροέπειας. Δίχως ενδιάμεσο σταθμό, θα περάσουμε από την ανορεξία στη βουλιμία».
Ως μικρομέγαλα «αντράκια» χρησιμοποιούσαμε πλήθος στερεότυπων εκφράσεων προκειμένου να γεφυρώσουμε τις ελλείψεις μας και να συγκαλύψουμε την ανεπάρκειά μας. Θυμάμαι δύο χαρακτηριστικά: το «βασικά» και το «σε τελική ανάλυση». Σε αντίθεση με άλλες χώρες, όπου το «βασικά» μακροημέρευσε (στις αγγλοσαξονικές θα το ακούσετε συχνά και σήμερα, ακόμη και από χείλη ακαδημαϊκών), εδώ εξευτελίστηκε τόσο πολύ ως σχήμα λόγου, σήμα κατατεθέν της νεολαιίστικης αμορφωσιάς (μέχρι και σε τίτλο ταινίας φιγουράρισε, στο «Βασικά… καλησπέρα σας» (1982) του Γιάννη Δαλιανίδη, μια μουσική παρωδία των νεανικών πειρατικών ραδιοφωνικών σταθμών), με αποτέλεσμα να το σνομπάρουν οι πιο μορφωμένοι και να μην επιζήσει – τουλάχιστον στους δικούς τους κύκλους – πέραν της δεκαετίας του 1980. Αντιθέτως, η «τελική ανάλυση» χαίρει έως τις μέρες μας άκρας υγείας, ίσως επειδή διατηρεί πιο στενές σχέσεις με την προπέτειά μας: προτού απαλλαγούμε από τα σπυράκια μας, γνωρίζαμε κιόλας τη μητέρα όλων των αναλύσεων, την ανάλυση που έβαζε τέλος στις αναλύσεις.
«Σε τελική ανάλυση όλα είναι πολιτική», είχαμε αποφανθεί αμέτρητα βράδια, με το έμπειρο μπαρουτοκαπνισμένο ύφος των παλαίμαχων βερμπαλιστών, γύρω από τασάκια ξεχειλισμένα από αποτσίγαρα. Σήμερα μπορεί να γνωρίζουμε ότι δεν ήταν παρά μια ακόμη μπαρούφα από τις πολλές μας μπαρούφες – ίσως η πιο κραυγαλέα – αλλά τότε, όχι μόνο την πιστεύαμε ακράδαντα, μα και τη νιώθαμε στο πετσί μας: χωρίζαμε από το κορίτσι μας «για πολιτικούς λόγους», τα φτιάχναμε «για πολιτικούς λόγους», βροντούσαμε πίσω μας την πόρτα του πατρικού μας «για πολιτικούς λόγους», απαιτούσαμε να βγει έξω από την τάξη ο φιλόλογος ώστε να συνεδριάσουμε «για πολιτικούς λόγους». Τον μακρινό απόηχο από την «τελική ανάλυση» μπορούμε ακόμη να τον ανιχνεύσουμε στις ξύλινες ανακοινώσεις του ΚΚΕ: σε κάθε δέκα ή είκοσι λέξεις, όλο και σε κάποιον «ιμπεριαλισμό» θα σκοντάψουμε, σε κάποιον «καπιταλισμό» – όποιο και αν είναι το θέμα…
Μολαταύτα, η ζημιά δεν παρέμεινε αποκλειστικά σε γραφικό, επιδερμικό επίπεδο -πιθανόν επειδή προϋπήρχε της δικτατορίας και, σε βάθος χρόνου, μπορεί να μας πάει πολύ πίσω, στις απαρχές του κοινοβουλευτισμού (όχι μονάχα του ελληνικού) και στις θεμελιώδεις του παθογένειες. Θα επαναλάβουμε την παιγνιώδη σοφή ρήση του Ουίνστον Τσόρτσιλ – «ο κοινοβουλευτισμός είναι το χειρότερο πολίτευμα, αν εξαιρέσεις όλα τα υπόλοιπα» – αλλά δεν θα σταθούμε αυτή τη φορά στον συγκριτισμό (whataboutism) με τα αυταρχικά καθεστώτα που, αναπόφευκτα, λειτουργεί υπέρ του και τον απαλλάσσει προκαταβολικά κάθε ευθύνης. Θα στρέψουμε τον προβολέα στο κύριό του μειονέκτημα που, με διαφορετική ανάγνωση, είναι και το κύριο πλεονέκτημά του: το διαρκές, ακατάπαυστο, καθημερινό πινγκ-πονγκ ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση.
Ας κάνουμε ένα πείραμα. Ας ανατρέξουμε στα δημοσιεύματα του Τύπου, τόσο του συμπολιτευόμενου όσο και του αντιπολιτευόμενου, έναν συγκεκριμένο μήνα την περασμένη χρονιά ή την περασμένη πενταετία, πόσω μάλλον την περασμένη δεκαετία ή και παλαιότερα. Πόσο, λέτε, να είναι σήμερα το χρήσιμο απόσταγμα από εκείνο το κομματικό small talk; Το 20% των καθημερινών διαξιφισμών; Το 10%; Το 5%; Το 2%; Θα σας γελάσω. Ισως και λιγότερο από το 1%. Για το υπόλοιπο 99% (και βάλε) των διαξιφισμών διατηρούν μια πολύ αμυδρή, πολύ θολή ανάμνηση ακόμη και οι ίδιοι οι κομματικοί εκπρόσωποι που τους ανακίνησαν (σίγουρα, αν τους ρωτήσουμε, θα ζητήσουν να συμβουλευτούν τα κιτάπια τους). Τόση σπατάλη ενέργειας και φαιής ουσίας στην υπηρεσία ενός «κοινοβουλευτικού ελέγχου» προορισμένου να τον καταπιεί η λήθη.
Κάπου εδώ αναφύονται οι παρεξηγήσεις – και καλό είναι να τις πατάξουμε εν τη γενέσει. Δεν εννοώ επ’ ουδενί ότι πρέπει να περιοριστεί, πολύ περισσότερο ότι πρέπει να καταργηθεί ο «κοινοβουλευτικός έλεγχος»: είναι ο στυλοβάτης του πολιτεύματος, κ.λπ., κ.λπ., μη σπαταλάμε χώρο και χρόνο για να τα αναμασάμε. Εννοώ, μια εντελώς διαφορετική αντίληψη για τον «κοινοβουλευτικό έλεγχο», μια νέα διαχείριση του «κοινοβουλευτικού ελέγχου» και, ως προαπαιτούμενη, μια νέα αίσθηση ωριμότητας γύρω από τον απώτερο σκοπό του «κοινοβουλευτικού ελέγχου». Πού σκοπεύει η αντιπολίτευση; Σκοπεύει απλώς να στριμώξει την κυβέρνηση στα σχοινιά, ανεξαρτήτως του μακροπρόθεσμου κόστους για τη χώρα που μπορεί να επιφέρει αυτό το στρίμωγμα; Πού σκοπεύει η κυβέρνηση; Σκοπεύει απλώς να πετάξει στα σκουπίδια κάθε εποικοδομητική πρόταση της αντιπολίτευσης υπενθυμίζοντάς της διαρκώς ότι εκείνη δεν έπραξε τίποτε ανάλογο όταν ήταν κυβέρνηση (ένα διαχρονικό whataboutism που μπορεί να μας οδηγήσει στην επίρριψη ευθυνών για τον Τρωικό Πόλεμο κι ακόμη παραπέρα); Μήπως είναι ώρα, τόσο η κυβέρνηση όσο και η αντιπολίτευση, να σταματήσουν να μετρούν καθετί με τη βραχυπρόθεσμη επικοινωνιακή μεζούρα – «πώς τα πήγαμε αυτή τη βδομάδα στις δημοσκοπήσεις;» – και να ξανανοίξουν το λεξικό στο λήμμα «υπευθυνότητα»; Μήπως πρέπει κάποιος επιτέλους να ξεμοναχιάσει σε μια γωνιά το διαβόητο «εκλογικό κόστος» και να του ρίξει ένα ξεγυρισμένο μπερντάκι;
Μακάβριο να το λέει κανείς, αλλά η πανδημία ήταν μια χρυσή ευκαιρία. Τη χάσαμε μέσα από τα χέρια μας. Το ηλίθιο δόγμα της εφηβείας μας – «σε τελική ανάλυση όλα είναι πολιτική» – πρυτάνευσε και απέναντι σε έναν μουσαφίρη που χτύπησε ταυτόχρονα όλες τις υγειονομικές φρουρές του πλανήτη και δεν έδωσε δεκάρα τσακιστή για τις ιδεολογικές, τις θρησκευτικές, τις κομματικές ή όποιες άλλες προκαταλήψεις μας. Στην ευκαιρία να αναβαπτιστεί ένας λαός ατομικιστών στην κοινωνική αλληλεγγύη, εμείς αντιτάξαμε την ευκαιρία να ρίξουμε την κυβέρνηση ή να πάρουμε φαλάγγι την αντιπολίτευση στις επόμενες εκλογές. Οσοι δεν το έχετε δει ακόμη, δείτε το Don’t look up όπου το βρείτε διαθέσιμο. Μιλάει γι’ αυτήν ακριβώς την αβάσταχτη ελαφρότητα του ανθρώπινου γένους. Το μοναδικό, το απαράμιλλο, το ακαταμάχητο ταλέντο μας στην εθελοτυφλία.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις