Όταν ο χιονιάς «επισκέφθηκε» την Αθήνα του Μεσοπολέμου
Πώς αντέδρασαν οι κάτοικοι της Αττικής στις ιστορικές χιονοπτώσεις του 1925 και 1929
Το να βλέπεις χιόνι στρωμένο στο κέντρο της Αθήνας ή σε άλλες μη ορεινές γεωγραφικές περιοχές της Ελλάδας τείνει να μετατραπεί από σπανιότατο γεγονός, όπως ήταν τον προηγούμενο αιώνα, σε συνηθισμένο.
Όπως και πέρσι λοιπόν, έτσι και φέτος, από το πρωί της Δευτέρας στο σύνολο σχεδόν της επικρατείας χιονίζει.
Ηλεκτρονικά, τηλεοπτικά και έντυπα δημοσιεύματα κατακλύζονται από θέματα αφιερωμένα στην έντονη χιονόπτωση και κυρίως στα προβλήματα που αυτή φέρνει.
Πώς όμως αντιμετωπίστηκαν από τους κατοίκους των Αθηνών οι χιονοπτώσεις του 1925 και 1929, που χαρακτηρίζονται ως δύο από τις μεγαλύτερες χιονοπτώσεις από το 1900 ως και σήμερα;
Γράφει το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» στις 14 Ιανουαρίου 1925:
Αγροτικοί μετεωρολόγοι εναντίον Αστεροσκοπίου
«Επί μήνα τώρα και πλέον θέλει να εκσπάση η επίμονος βαρυχειμωνιά εις το χιόνι, αλλά δεν το κατορθώνει. Και το κρύο, αντί χιόνος, δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να αυξάνη τον βήχα και τας χιονίστρας των συμπολιτών.
»Ευτυχέστερα υπό έποψιν χιονιού δεν είνε ούτε τα βουνά της Αττικής. Μόλις δέχονται η Καραμπώλα και αι άλλαι περί αυτήν κορυφαί της Πάρνηθος ολίγον χιόνι, το οποίον λυώνει με της τελευταίες λιακάδες.
»Αλλά αν πιστεύσωμεν τους αγροτικούς μετεωρολόγους, οι οποίοι συχνά αποδεικνύονται επακριβέστεροι του Αστεροσκοπείου εις τας προβλέψεις των, όλαι αι μακραί και επίμονοι αυταί προσπάθειαι του καιρού θα εκσπάσουν εις άφθονον χιόνι, το οποίον θα κατακαλύψη την Αττικήν.
»Από το στόμα των και εις του θεού το αυτί, όπως εύχονται περισσότερον όλων μας οι κυνηγοί, οι οποίοι κάμνουν τόσας μακράς και επιπόνους διαδρομάς, όπως φέρουν εκ των αγρών ένα σινάχι, πράγμα το οποίον έχομεν όλοι εις την οδόν Σταδίου.
»Η χιονιά θα πλουτίση τα βουνά από ύδωρ, του οποίου τόσην ανάγκην έχει η πρωτεύουσα, αλλά και με την επάνοδον του θερμού ηλίου, τον οποίον τείνωμεν να λησμονήσωμεν όπως και τον λευκόν τυρόν».
Διαβάστε επίσης: Διδώ Σωτηρίου – Η Μικρασιάτισσα που αφηγήθηκε τα δεινά του ελληνισμού
«Tο ξεροβόρι ηυρίζει αγρίως»
Λίγες ημέρες αργότερα, τα χιόνια έκαναν την εμφάνισή τους στα όρη της Αττικής. Εν έτει όμως 1925, χωρίς ακόμα να έχει εφευρεθεί η τηλεόραση, οι σκεπασμένοι από χιόνι ρεπόρτερ, ως πηγή πληροφόρησης για τα τεκταινόμενα στις χιονισμένες περιοχές, δεν είχαν κάνει ακόμα την εμφάνισή τους.
«Χιόνια, χιόνια, εις τα αττικά όρη. Κατήλθον έως τας υπωρείας των. Δυστυχώς η παρατεταμένη βαρυχειμωνιά δεν επιτρέπει την εκδρομήν προς την λευκήν χαράν. Το ξεροβόρι ηυρίζει αγρίως. Ουδέ οι τολμηρότεροι κυνηγοί απεφάσισαν προς το παρόν ορεινάς εξόδους.
»Αλλά και ασφαλείς πληροφορίας περί των συμβαινόντων εις τα όρη δεν έχομεν, διότι οι χωρικοί με το τρομερόν ψύχος εκλείσθησαν εις τα σπιτάκια των, μη τολμώντες να εξέλθουν. Πάντως είνε ευτυχέστεροι ημών των Αθηναίων με το καίον και φεγγοβολούν τζάκι των.
»Οι Αθηναίοι το κατήργησαν εις τας κατοικίας των διαφανούν περισσότερον πολιτισμένοι και το αντικατέστησαν με την θερμάστραν του πετρελαίου, δια να γίνωνται εκ του καπνίσματός της καπνισταί ρέγγες. Θαυμαστά τα έργα της προόδου».
Το «Τζάκι» του Κώστα Ουράνη
Ως ένα χαμένο αγαθό προσεγγίζει με κείμενό του και ο σπουδαίος Κώστας Ουράνης το 1929, χρονιά που επίσης ο χιονιάς είχε επισκεφθεί με εντυπωσιακή ένταση την Ελλάδα.
Γράφει ο εξ Αρκαδίας ποιητής και πεζογράφος, Κώστας Ουράνης στις 9 Ιανουαρίου του 1929:
«Μπροστά σε μια άθλια σόμπα, που απειλεί κάθε στιγμή να σβύση και που η ζέστη της φιλαργυρεύεται ν’ απλωθή συλλογίζουμαι νοσταλγικά με το παγερό αυτό κρύο τον θεό των ευτυχισμένων σπιτιών, την πηγή της γαλήνιας χαράς: το τζάκι…
»Ω τζάκι του πατρικού σπιτιού, στην αρκαδική επαρχία! Μεγάλες χειμωνιάτικές νύχτες, όταν στης πλάκες της αυλής έσκαζε η βροχή, κι ετράνταζε τα παράθυρα ο φρενιασμένος αέρας, κι ακουγώτανε η τρομερή βοή του πλημμυρισμένου χειμάρρου και το τζάκι φεγγοβολούσε, φωτίζοντας με της ανταύγειες του το πρόσωπο και την ψυχή μου…
»Καθισμένος σταυροπόδι πλάι του, είχα ακούση τα πρώτα παραμύθια της γιαγιάς, ενώ τρίζανε στα κάρβουνα τα κάστανα που μας έψηνε.
»Αργότερα, είχα διαβάση με το φως του, και με γοητευτικό τρόμο, τη Χαλιμά, κι είχα ιδή να χοροπηδάν μέσα στις φλόγες του τα τελώνια και να μορφάζη ο τζουτζές του Σεβάχ του θαλασσινού.
»Πλάι σ’ αυτό ξύπνησε η ψυχή μου στην ποίησι, ενώ εθλιβόμουν για τα μαραμένα λουλούδια, για τα πεθαμένα τζιτζίκια και για φτωχούς που εκρύωναν μέσα στον απέραντο κόσμο. Από κει ξεκίνησαν τα πρώτα μου όνειρα, όνειρα αποδημίας πάντα.
»Συλλογιζόμουν της μεγάλες θάλασσες, της έρημες και φουρτουνιασμένες, της μακρυνές χώρες που είχαν πράσινα και ροζ χρώματα στη γεωγραφία μου, χιονισμένα δάση στα οποία παραμυθένια πριγκηπόπουλα κυνηγούσαν ελάφια με χρυσά κέρατα και λιμάνια με ξενικά ονόματα στα πράσινα νερά των οποίων ακινητούσαν μεγάλα μαύρα καράβια με κόκκινες γραμμές στα ύφαλά τους…
»Χρόνια μετά, κάθε φορά που γυρνούσα από τα ξένα, σκυμένος πάνω από τη φωτικά του πατρικού τζακιού και σκαλίζοντας αφηρημένα τη χόβολη, ανάδευα της αναμνήσεις μου και τις μελαγχολίες μου κι αισθανόμουν τη ζεστασία του γύρω μου σα μια πανοπλία ενάντια στη ζωή, και τη φωτεινή ειρήνη του σαν ένα λησμονημένον από τους ανέμους μώλο όπου νανουρίζονται απαλά τα θαλασσοδαρμένα καΐκια…
»Σήμερα όμως η γιαγιά που έλεγε τα παραμύθια, η μητέρα που φρόντιζε το τζάκι, κοίτουνται από καιρό μέσα στην παγερή γη, και το σπίτι είνε μανταλωμένο, και το τζάκι σβυσμένο, – για πάντα.
»Και γι’ αυτό, τώρα που έξω το κρύο είνε παγερό και τα βουνά είναι χιονισμένα, κι εγώ συλλογίζομαι τα περασμένα εκείνα, νοιώθω να κουνάη σα ράκος την ψυχή μου ο άερας και να κρυώνω και για τη ζωή μου που πέρασε, και για το σπίτι που έκλεισε, και για τους πεθαμένους κάτω από τη χιονισμένη γης…»
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις