Ουκρανία: Γιατί η Γερμανία και η Γαλλία δεν συμφωνούν με την «Αγγλόσφαιρα» για τη διαχείριση της ρωσικής απειλής
Ο Guardian αναλύει τις τρέχουσες αλλά και τις ιστορικές αιτίες των αποκλίσεων που βάζουν εμπόδια στην κοινή δυτική αντίδραση
- Συνεδριάζει τη Δευτέρα το υπουργικό συμβούλιο υπό τον Μητσοτάκη - Τα επτά θέματα
- Ανήλικοι μαχαίρωσαν 23χρονο στον πνεύμονα για… μία παρατήρηση - Τι λέει ο πατέρας του θύματος
- Ισχυροί άνεμοι στη Βρετανία - Μεγάλα προβλήματα στις πτήσεις ενόψει των Χριστουγέννων
- Νετανιάχου: «Θα δράσουμε κατά των Χούθι, όπως δράσαμε κατά των τρομοκρατών του Ιράν»
Παρά τις διαρκείς διαβεβαιώσεις του εκπροσώπου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ στη χθεσινή συνέντευξη Τύπου για την κατάσταση στην Ουκρανία ότι Δύση αντιμετωπίζει την κρίση ενωμένη, αυξάνονται οι φωνές που εγείρουν ανησυχίες για την πιθανή διχογνωμία μεταξύ της «Αγγλόσφαιρας» από τη μία πλευρά και της Γαλλίας και της Γερμανίας από την άλλη, σύμφωνα με ανάλυση του Guardian. Όπως αναφέρει η βρετανική εφημερίδα, οι αποκλίνουσες απόψεις στην καρδιά του ΝΑΤΟ δεν αφορούν μόνο την επιλογή της αρμόζουσας αντίδρασης σε περίπτωση ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, αλλά και την ίδια την αξιολόγηση της επιτακτικότητας της απειλής.
Κάθε είδους προσπάθεια για γεφύρωση των αποστάσεων στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ, συμπεριλαμβανομένων των διαρκών διαβουλεύσεων, ενδέχεται να αποδειχθεί ανίκανη να παρακάμψει το πρόβλημα, από τη στιγμή που δεν αφορά μόνο τις βραχυπρόθεσμες αξιολογήσεις των πληροφοριών των μυστικών υπηρεσιών, αλλά και ένα βαθύ σχίσμα που χρονολογείται δεκαετίες πίσω, με τη Γαλλία και τη Γερμανία να προκρίνουν διαφορετικά μέσα διαχείρισης της Ρωσίας σε σχέση με την Αγγλόσφαιρα.
Η δύση διχάζεται
Η Γαλλία, χρησιμοποιώντας τις ίδιες πληροφορίες που παρέχει η CIA, δεν προβλέπει άμεση εισβολή, ούτε κρίνει ότι η ανάπτυξη ρωσικών δυνάμεων αρκεί για την πραγματοποίησή της εντός των ερχόμενων τριών εβδομάδων – μια εκτίμηση με την οποία συμφωνούν και οι ουκρανοί αναλυτές.
Στη Βρετανία, η υπουργός εξωτερικών, Λιζ Τρους, έχει επικρίνει ανοιχτά τη μεγάλη εξάρτηση της Γερμανίας από το ρωσικό αέριο, αλλά και την πρόσφατη άρνηση του Βερολίνου να επιτρέψει την αποστολή οπλισμού γερμανικής κατασκευής από την Εσθονία στην Ουκρανία. Η ιδέα ότι η Γερμανία θα μπορούσε να παρέχει όπλα για να χρησιμοποιηθούν εναντίον της Ρωσίας για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι εκτός συζήτησης. Μιλώντας στο Βερολίνο την Τρίτη, ο γερμανός καγκελάριος, Όλαφ Σολτς, υπερασπίστηκε την απόφαση της χώρας του, λέγοντας ότι στηρίζεται «σε όλες τις εξελίξεις των περασμένων ετών και δεκαετιών».
Στην Πολωνία, ο πρωθυπουργός Ματέους Μοραβιέτσκι έγραψε στο Facebook ότι εξακολουθεί να ανησυχεί για το «μπλόκο» στις εσθονικές εξαγωγές.
Στις ΗΠΑ, το «γερμανικό ερώτημα» εξοργίζει όλο και περισσότερο τους Ρεπουμπλικάνους, ενώ η Wall Street Journal δημοσίευσε Άποψη με τίτλο «Είναι η Γερμανία αξιόπιστος σύμμαχος των Αμερικανών; Nein.»
Πού οφείλονται οι αποκλίσεις
Οι εντάσεις αντανακλούν δυο διαφορετικές ερμηνείες του πώς θα μπορούσε, ακόμη και ρτώρα, να αποτραπεί η μετατροπή της Ρωσίας σε εχθρική δύναμη προς τη Δύση, οι οποίες κυριαρχούν στην πολιτική σκηνή μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου, παρατηρεί ο Guardian.
Οι διαφορετικές εκτιμήσεις του Βερολίνου, της Ουάσινγκτον, του Παρισιού και του Λονδίνου για την κατάλληλη μέθοδο οικοδόμησης σταθερότητας από τα συντρίμμια της μετασοβιετικής Ρωσίας πάντα αποτελούσαν σημείο σύγκρουσης, με την κάθε πρωτεύουσα να λαμβάνει διαφορετικές θέσεις σε διαφορετικές χρονικές στιγμές.
Απόψεις που αλλάζουν
Οι ΗΠΑ υπό τον Μπιλ Κλίντον δίσταζε να επιτρέψει στις τέσσερις χώρες του Βίσεγκραντ, δηλαδή την Τσεχία, την Πολωνία, την Ουγγαρία και τη Σλοβακία, να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ. Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ είχε καταστήσει σαφείς τους κινδύνους μιας τέτοιας κίνησης στη σύνοδο της συμμαχίας τον Ιανουάριο του 1994, λέγοντας ότι η Βορειοατλαντική Συμμαχία δεν είχε περιθώρια «να χαράξει νέες γραμμές μεταξύ ανατολής και δύσης που θα δημιουργήσουν μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία μελλοντικής αναμέτρησης».
Ο Τόνι Μπλερ αρχικά πίστευε ότι η Βρετανία θα μπορούσε να πείσει τη Ρωσία να ενταχθεί στο δυτικό στρατόπεδο, και υποστήριζε φανατικά την ένταξή της στους G8. Ο Μπόρις Τζόνσον επισκέφθηκε τη Μόσχα ως υπουργός εξωτερικών το 2017 και, παρά τη δηλητηρίαση στο Σόλσμπερι, έχει υπάρξει εντυπωσιακά χαλαρός με την παρουσία ρωσικών χρημάτων στο Λονδίνο, παρατηρεί η βρετανική εφημερίδα.
Η στάση της Γαλλίας
Η Γαλλία επίσης έχει φανεί επιφυλακτική στο παρελθόν και συγκεκριμένα κατά την περίοδο της προσάρτησης της Κριμαίας, τον Μάρτιο του 2014. Μόνο μετά από παρατεταμένες αμερικανικές πιέσεις ο τότε πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ ακύρωσε σύμβαση €1,2 δισεκατομμυρίων που είχε υπογράψει ο προκάτοχός του για τον εξοπλισμό της Ρωσίας με δυο ελικοπτεροφόρα Κλάσης Μιστράλ που προορίζονταν για τα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας στη χερσόνησο της Κριμαίας.
Ο Εμανουέλ Μακρόν προσκάλεσε τον Πούτιν στις Βερσαλίες στη διάρκεια έκθεσης για τον Πέτρο Α’ της Ρωσίας το 2017. Ενώπιον του απομονωτισμού του Τραμπ, ο Μακρόν στη διάρκεια ομιλίας του το 2019, είχε ζητήσει το τέλος των «παγωμένων συγκρούσεων» με τη Ρωσία. Τον περασμένο Ιούνιο, σε συνεννόηση με την Άνγκελα Μέρκελ, έφερε προ εκπλήξεως τους υπόλοιπους ευρωπαίους ηγέτες όταν κάλεσε τον Πούτιν σε σύνοδο κορυφής. Την Τρίτη στο Βερολίνο, ο γάλλος πρόεδρος δήλωσε ότι επιμένει στην ανάγκη για συνάντησή του με τον ρώσο ηγέτη αυτή την εβδομάδα, έχοντας όμως ως μοναδικό στόχο την αποκλιμάκωση.
Η ιδιαίτερη σχέση Γερμανίας-Ρωσίας
Ωστόσο, ο μεγαλύτερος παίκτης στις σχέσεις της Ευρώπης με τη Ρωσία, είναι η Γερμανία – όπως και σε όλη την περίοδο μετά την ενοποίησή της, παρατηρεί ο Guardian.
Έχουν χυθεί τόνοι μελανιού στην προσπάθεια να δοθεί εξήγηση για τη γερμανική επιμονή στην αισιόδοξη προσέγγιση απέναντι στον Πούτιν, ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε το βιβλίο του Τζον Λόου, με τίτλο «Το Ρωσικό Πρόβλημα της Γερμανίας» που περιγράφει λεπτομερώς τα εμπορικά, πολιτικά, πολιτισμικά και διανοητικά δίκτυα που συνδέουν τις ελίτ των δύο χωρών. Ακόμη, υποστηρίζει ότι ο Πούτιν εκμεταλλεύεται τις γερμανικές ενοχές για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και αρνείται να της δώσει τη συγχώρεσή του.
Τα παραδείγματα που επικαλείται ο Λόου περιλαμβάνουν την αντίδραση του τότε γερμανού υπουργού εξωτερικών, Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ την περίοδο της ρωσικής παρέμβασης στη Γεωργία το καλοκαίρι του 2008. Τότε, ο γερμανός ΥΠΕΞ είχε προειδοποιήσει την Ευρώπη ότι η επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία θα είχε ως αποτέλεσμα τη διακοπή σχέσεων που θα έπρεπε να επιβιώσουν της κρίσης.
Η παράδοση των Σοσιαλδημοκρατών
Παρά το γεγονός ότι η Μέρκελ αντέδρασε δυναμικά στη ρωσική εισβολή του 2014, ο Σταϊνμάιερ, βέβαιος ότι το κόμμα των Σοσιαλδημοκρατών από το οποίο προερχόταν κατανοούσε καλύτερα τη Ρωσία από ό,τι οι Χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ, μετέβη στη Μόσχα και πρότεινε τη δημιουργία οικονομικής συνεργασίας με τη Ρωσία. Την ίδια στιγμή, τρεις πρώην καγκελάριοι της Γερμανίας, ο Χέλμουτ Σμιντ, ο Γκέρχαρντ Σρέντερ και ο Χέλμουτ Κολ, έχουν προειδοποιήσει τη Μέρκελ να μην απομονώσει τη Μόσχα. Μέσα σε μια εβδομάδα από την εισβολή, ο επικεφαλής της Siemens επισκέφθηκε τη Μόσχα. Καθώς οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο κρατών επιδεινώνονταν, ομάδα ανώτερων γερμανών αξιωματούχων και πολιτικών απέστειλαν συναισθηματικά φορτισμένη επιστολή που καλούσε στην επιστροφή στην πολιτική κατευνασμού.
Ostpolitik
Πρόσφατο άρθρο του Chatham House υποστηρίζει ότι αυτού του είδους η γερμανορωσική σχέση έχει διαμορφωθεί από δυο κεντρικούς παράγοντες. Πρώτον, από την Ospolitik, δηλαδή την στρατηγική εξωτερικής πολιτικής για «αλλαγή μέσω της επαναπροσέγγισης» προς την Σοβιετική Ένωση και τα κράτη-δορυφόρους της, την οποία εισήγαγε ο γερμανός καγκελάριος των Σοσιαλδημοκρατών, Βίλλυ Μπραντ κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ‘70 που είχε στόχο την υπερπήδηση των διαφορών μέσω της εστίασης στα κοινά συμφέροντα. Η πολιτική αυτή ακόμη προκρίνεται από μεγάλη μερίδα των γερμανών πολιτικών.
Ρωσικό αέρικο, γερμανικό ατσάλι
Δεύτερον, η συμφωνία αμοιβαίας εξάρτησης μεταξύ των δύο κρατών που χρονολογείται επίσης στη δεκαετία του ‘70, όταν η Σοβιετική Ένωση και η Γερμανία συμφώνησαν να ανταλλάσσουν φυσικό αέριο από τη Σοβιετική Ένωση με γερμανικό ατσάλι. Στηρίχθηκε στην άποψη που είχε εκφράσει ο Σμιντ ότι «εκείνοι που εμπορεύονται μεταξύ τους, δεν πυροβολούν ο ένας τον άλλον». Μέχρι το 2018, η γερμανική αγορά αντιπροσώπευε το 37% του συνόλου των πωλήσεων της GazProm, ενώ είχε επιτευχθεί η συμφωνία για τον αγωγό Nord Stream 2. Οι γερμανικές εξαγωγές στη Ρωσία πενταπλασιάστηκαν στο διάστημα από το 2000 έως το 2011.
Αυτός ο τρόπος σκέψης, υποστηρίζει ο Guardian, παραμένει κυρίαρχος σε μερίδες των Σοσιαλδημοκρατών. Ο σημερινός υπουργός οικονομικών της χώρας, Ρόμπερτ Χάμπεκ, το υπουργείο του οποίου έχει την ευθύνη των κυρώσεων, αντιτίθεται στον αποκλεισμό της Ρωσίας από το σύστημα πληρωμών Swift. Όπως δήλωσε στην εφημερίδα Der Spiegel: «Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας νέα επιχειρηματικά πεδία που μπορούν να απομακρύνουν και τις δύο πλευρές από τη θέση σύγκρουσης».
Διαφωνίες στο εσωτεριό των Σοσιαλδημοκρατών
Ωστόσο, τις τελευταίες εβδομάδες οι συμβιβασμοί που προβλέπει η Ostpolitik έχουν βρεθεί στο στόχαστρο μιας νεότερης γενιάς γερμανών πολιτικών. Ο Μίχαελ Ροθ, επικεφαλής της επιτροπής εξωτερικών υποθέσεων των Σοσιαλδημοκρατών, υποστήριξε ότι το κόμμα του πρέπει να ξεφύγει πι από τη σκιά του Μπραντ, προσθέτοντας ότι «δεν μπορούμε να ονειρευόμαστε ότι ο κόσμος είναι καλύτερος από ό,τι είναι στην πραγματικότητα». Άλλοι υπουργοί έχουν επιμείνει ότι ο τομέας της ενέργειας, συμπεριλαμβανομένου και του αγωγού Nord Stream, δεν μπορεί να μείνει εκτός του φάσματος των δυνητικών κυρώσεων, όπως είχε συμβεί το 2014.
Όλα αυτά δυσκολεύουν τη θέση του Όλαφ Σολτς, ο οποίος ταυτόχρονα θα πρέπει να έρθει σε συμφωνία για την κατάλληλη προσέγγιση της Γερμανίας με την ΥΠΕΞ από το κόμμα των Πράσινων, Αναλένα Μπέρμποκ, η οποία έχει επίσης τις δικές της απόψεις για το θέμα. Ως αποτέλεσμα, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα θα συζητήσει επισήμως για τη στάση του απέναντι στην ουκρανική κρίση, προκειμένου να αποφύγει την πιθανότητα δημόσιας σύγκρουσης.
Κίνδυνος προ των πυλών
Ένας διπλωμάτης τόνισε πως η κατάσταση θυμίζει το σχόλιο του Αλεξάντερ Σολζενίτσιν την περίοδο της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης, το οποίο προειδοποιούσε για τους κινδύνους που ενέχει ο διαμελισμός μιας αυτοκρατορίας. «Το ρολόι του κομμουνισμού έχει σταματήσει να χτυπά», είχε γράψει. Επομένως, ο στόχος πλέον δεν ήταν «να απελευθερωθούμε»,, αλλά «να προσπαθήσουμε να μη μας πλακώσουν τα συντρίμμια του».
Πηγή: Guardian
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις