«Ετσι ήταν το Αουσβιτς»
Η ιστορικός Οντέτ Βαρών-Βασάρ μεταφράζει και σχολιάζει ένα μέχρι πρότινος αδημοσίευτο στα ελληνικά κείμενο του Πρίμο Λέβι, που κυκλοφόρησε στην ιταλική «La Stampa» το 1975, στην 30ή επέτειο από την απελευθέρωση του Αουσβιτς
Της Οντέτ Βαρών-Βασάρ
Φέτος, η Διεθνής Ημέρα Μνήμης Θυμάτων Ολοκαυτώματος συμπίπτει με τα 80 χρόνια από την επίσημη εναρκτήρια ημερομηνία της «Τελικής Λύσης» που αποφασίστηκε στη Σύσκεψη της Βάνζεε στις 20 Ιανουαρίου του 1942, από δεκαπέντε υψηλούς αξιωματούχους των ναζί υπό την προεδρία του Χάιντριχ. Στα 80 αυτά χρόνια η μνήμη της Shoah διήνυσε μια μακρά πορεία προς την ανάδυση και την καθιέρωσή της. Το κείμενο που επέλεξα να παρουσιάσω ανήκει ακόμη στην εποχή της σιωπής.
Στις 9 Φεβρουαρίου του 1975 η εφημερίδα La Stampa, στην οποία ο Πρίμο Λέβι αρθρογραφούσε συστηματικά, δημοσίευε κείμενό του με τίτλο «Ετσι ήταν το Αουσβιτς». Τριάντα χρόνια είχαν παρέλθει από την είσοδο του Κόκκινου Στρατού την 27η Ιανουαρίου του 1945 στο εγκαταλελειμμένο από τους Γερμανούς στρατόπεδο του Αουσβιτς-Μπίρκεναου, στο οποίο σέρνονταν 7.000 ανθρώπινα κουρέλια που γλίτωσαν τις πορείες θανάτου προς άλλα ναζιστικά στρατόπεδα στην εκκένωση του στρατοπέδου. Ενας από αυτούς είναι και ο νεαρός χημικός Πρίμο Λέβι από το Τορίνο.
Το κείμενο αυτό, γραμμένο στην επέτειο των 30 χρόνων, θα μπορούσε να είχε γραφεί για την 27η Ιανουαρίου, που είναι η «Διεθνής Ημέρα Μνήμης Θυμάτων Ολοκαυτώματος». Η Ημέρα αυτή όμως θεσπίστηκε μόνο στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και ο Λέβι το έγραψε όταν ο όρος «Ολοκαύτωμα» δεν είχε ακόμη καθιερωθεί και η γενοκτονία των Εβραίων δεν είχε βρει ακόμη τη θέση της στη δημόσια ιστορία και στη συλλογική μνήμη του δυτικού κόσμου ως κορυφαίο τραύμα.
«Οχληροί αφηγητές», που έφερναν σε δύσκολη θέση τον ακροατή, ήταν ακόμη το 1975 οι μάρτυρες. Σήμερα οι περιζήτητοι πλέον τελευταίοι επιζώντες στρατοπέδων, 90 ετών και πλέον, ανάβουν τα 6 κεριά στη μνήμη των 6.000.000 θυμάτων στις τελετές που γίνονται σε όλες τις χώρες του δυτικού κόσμου για την Ημέρα Μνήμης και βέβαια στην UNESCO.
Θεωρώ εξαιρετικά ενδιαφέροντα τα ζητήματα στα οποία εστίασε ο Πρίμο Λέβι, συγγραφέας του Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος, σ’ αυτό το κείμενο, κείμενο ανάλυσης αλλά και κείμενο πολιτικό, γραμμένο δώδεκα χρόνια πριν από την αυτοκτονία του. Μία μόνο διευκρίνιση: ο αριθμός των 4.000.000 δολοφονημένων στο Αουσβιτς, που αναφέρει ο Λέβι στο κείμενο ήταν ο επικρατέστερος εκείνη την εποχή. Σήμερα γνωρίζουμε πως στο στρατόπεδο του Αουσβιτς-Μπίρκεναου βρήκαν τον θάνατο 1.100.000 άνθρωποι, εκ των οποίων οι 960.000 ήταν Εβραίοι που εξοντώθηκαν στους θαλάμους αερίων. Οι 55.000 περίπου εξ αυτών ήταν Ελληνες Εβραίοι από όλη την Ελλάδα, που εκτοπίστηκαν το 1943 και το 1944.
Ποτέ δεν ήμασταν πολυάριθμοι: μερικές εκατοντάδες ήμασταν μόνο, ανάμεσα σε πάρα πολλές χιλιάδες εκτοπισμένους, όταν, πριν τριάντα χρόνια, φέραμε στην Ιταλία και εκθέσαμε προς κατάπληξιν των οικογενειών μας (αν είχαμε ακόμη οικογένεια) τον γαλαζωπό αριθμό του Αουσβιτς, που είχε χαραχτεί με τατουάζ στο αριστερό μας χέρι. Αλήθεια έλεγε λοιπόν το Ραδιόφωνο του Λονδίνου, κι ήταν κατά γράμμα αληθινό αυτό που είχε γράψει ο Αραγκόν: «…σημαδεμένοι σαν τα ζώα, και σαν τα ζώα προς σφαγήν».
Τώρα πια δεν είμαστε παρά λίγες δεκάδες: ελάχιστοι, για να μας ακούσουν. Επιπλέον έχουμε συχνά την αίσθηση ότι είμαστε οχληροί αφηγητές, και δεν είναι λίγες οι φορές που το όνειρο, το παράξενα συμβολικό, που στοίχειωνε τις νύχτες του εγκλεισμού μας, παίρνει σάρκα και οστά μπροστά στα μάτια μας: ο συνομιλητής μας δεν μας ακούει, δεν μας καταλαβαίνει, αφαιρείται και φεύγει, εγκαταλείποντάς μας στη μοναξιά μας. Ωστόσο, εμείς πρέπει να αφηγηθούμε: είναι ένα χρέος απέναντι στους συντρόφους μας που δεν γύρισαν, είναι ένα καθήκον που νοηματοδοτεί την επιβίωσή μας. Ετυχε (όχι χάρη στα προτερήματά μας) να βιώσουμε μια θεμελιώδη εμπειρία και να μάθουμε για τον Ανθρωπο ορισμένα στοιχεία που μας φαίνεται αναγκαίο να διαδώσουμε.
Αντιληφθήκαμε ότι ο άνθρωπος είναι καταπιεστής, και πως παρέμεινε καταπιεστής, παρά τις χιλιετίες των ποινικών κωδίκων και των δικαστηρίων. Πολυάριθμα κοινωνικά συστήματα επιχειρούν να συγκρατήσουν αυτή την παρόρμηση προς την αδικία και τις καταχρήσεις. Αλλα πάλι κάνουν το ακριβώς αντίθετο: εκθειάζουν αυτή την παρόρμηση, τη νομιμοποιούν και την ορίζουν ως ύστατο πολιτικό στόχο. Αυτά τα συστήματα μπορούμε εύκολα να τα χαρακτηρίσουμε φασιστικά, δίχως να παραβιάζουμε το νόημα των όρων: γνωρίζουμε κι άλλους ορισμούς του φασισμού, αλλά το να προσδιορίσουμε ουσιαστικά μ’ αυτήν την ονομασία τα καθεστώτα που αρνούνται, στη θεωρία ή στην πράξη, τη θεμελιώδη ισότητα των δικαιωμάτων όλων των ανθρωπίνων όντων μάς φαίνεται πιο ακριβές και αρμόζει καλύτερα στην ιδιαίτερη εμπειρία μας. Καθώς, λοιπόν, το άτομο ή η τάξη της οποίας τα δικαιώματα καταπατώνται σπανίως συμβιβάζεται, η βία και η απάτη ελέγχονται αναγκαίες στα φασιστικά καθεστώτα.
Η βία για να εξαλείψει τους αντιφρονούντες, που είναι αναπόφευκτο να υπάρξουν. Η απάτη για να πείσει τους πιστούς ότι η στρατιά της καταπίεσης είναι νόμιμη και άξια επαίνων, και για να πείσει τους καταπιεσμένους (εντός των ορίων της ανθρώπινης ευπιστίας, που είναι ευρύτατα) ότι η θυσία τους δεν είναι θυσία, ή πως είναι απαραίτητη για να πετύχουν έναν στόχο αόριστο και υψηλό. Τα διάφορα φασιστικά καθεστώτα διαφέρουν μεταξύ τους ως προς την πρωτοκαθεδρία της απάτης ή αντιστοίχως της βίας. Ο ιταλικός φασισμός, ο πρώτος που γεννήθηκε στην Ευρώπη και που άνοιξε τον δρόμο, από διάφορες απόψεις, ύψωσε στην πρωτότυπη βάση μιας καταπίεσης όχι τόσο αιματηρής ένα κολοσσιαίο οικοδόμημα μυστικισμού και απάτης (όσοι ήταν φοιτητές στα χρόνια του φασιστικού καθεστώτος διατηρούν έντονη την ανάμνηση) του οποίου οι συνέπειες διαρκούν.
Εμπλουτισμένος από την ιταλική εμπειρία, θρεμμένος από βαρβαρικές υποθάλψεις παθών που έρχονταν από μακριά και με την προσωπικότητα του Αδόλφου Χίτλερ ως καταλύτη, ο ναζισμός επένδυσε από την αρχή στη βία, επανεφηύρε με το στρατόπεδο συγκεντρώσεως, παλιό θεσμό της δουλείας, ένα instrumentum regni που περιέκλειε τη δυναμική του τρόμου την οποία επιθυμούσαν, και προχώρησε σ’ αυτόν τον δρόμο με απίστευτη ταχύτητα και συνοχή. Τα γεγονότα είναι (ή όφειλαν να είναι) γνωστά: τα πρώτα Lager, στημένα στα γρήγορα από τους SA ήδη από τον Μάρτιο του 1933, τρεις μήνες αφότου ο Χίτλερ έγινε καγκελάριος· η «κανονικοποίησή» τους και ο πολλαπλασιασμός τους, στις παραμονές του πολέμου είναι ήδη πάνω από εκατό· η τρομακτική τους αύξηση, από την άποψη των αριθμών και του χώρου, παράλληλα με τη γερμανική εισβολή στην Πολωνία και στη δυτική ζώνη της Σοβιετικής Ενωσης, που περικλείουν τις «βιολογικές πηγές του ιουδαϊσμού».
Από δω και πέρα αλλάζει πλέον η φύση των Lager: από όργανα τρομοκρατίας και πολιτικού εκφοβισμού, μεταμορφώνονται σε «μύλους που αλέθουν οστά», σε όργανα εξόντωσης εκατομμυρίων ανθρώπων (4.000.000 μόνο στο Αουσβιτς), οργανωμένα ανάλογα, έχοντας πλέον εγκαταστάσεις κατάλληλες για μαζική δηλητηρίαση και κρεματόρια μεγάλα σαν καθεδρικούς ναούς (στο Αουσβιτς, πρωτεύουσα της στρατοπεδικής αυτοκρατορίας, καίγονταν καθημερινά έως 24.000 πτώματα). Μετά τις πρώτες ήττες του γερμανικού στρατού και την έλλειψη εργατικών χεριών που αυτές επέσυραν, επέρχεται μια δεύτερη μεταμόρφωση: στην εξόντωση των πολιτικών αντιπάλων ως έσχατο στόχο (τον οποίο δεν απέκρυψαν ποτέ), έρχεται τώρα να προστεθεί και η συγκρότηση ενός τεράστιου στρατού σκλάβων, που υποχρεώνονται να δουλέψουν δίχως αμοιβή και έως θανάτου.
Εκτοτε, ο χάρτης της κατεχόμενης Ευρώπης προκαλεί ίλιγγο: στη Γερμανία μόνο, ένας χάρτης των αποκαλούμενων Lager, δηλαδή αυτών των στρατοπέδων από τα οποία δεν βγαίνει κανείς ζωντανός, αποτυπώνει πολλές εκατοντάδες. Σ’ αυτά έρχονται να προστεθούν χιλιάδες στρατόπεδα που προορίζονται για άλλες κατηγορίες: μόνο οι γερμανοί στρατιωτικοί κρατούμενοι ήταν 600.000. Σύμφωνα με μία εκτίμηση του Shirer, τουλάχιστον 9.000.000 άνθρωποι δούλευαν σε καταναγκαστικά έργα στη Γερμανία το 1944.
Τα στρατόπεδα, λοιπόν, δεν ήταν ένα περιθωριακό φαινόμενο: η γερμανική βιομηχανία στηριζόταν σ’ αυτά. Αποτελούσαν έναν θεμελιώδη θεσμό της εκφασισμένης Ευρώπης και από την πλευρά των ναζί δεν ήταν μυστικό ότι το σύστημα θα επιβίωνε, και μάλιστα ενισχυμένο και τελειοποιημένο, σε περίπτωση νίκης του Αξονα. Θα ήταν η αποκορύφωση του φασισμού, η καθιέρωση του προνομίου, το καθεστώς της μη-ισότητας και της μη-ελευθερίας.
Μέχρι μέσα στην καρδιά των Lager εγκαταστάθηκε, ή μάλλον εγκαθιδρύθηκε εκ προμελέτης, ένα σύστημα τυπικά φασιστικής εξουσίας. Το σύστημα αυτό περιλάμβανε μία αυστηρή ιεραρχία ανάμεσα στους κρατουμένους, όπου τη μεγαλύτερη εξουσία είχαν όσοι δούλευαν λιγότερο. Η απόδοση αξιωμάτων, ακόμη και των ταπεινότερων (του νυχτοφύλακα, του ανθρώπου που σκουπίζει ή που κάνει τη λάντζα) ερχόντουσαν από ψηλά. Το υποκείμενο, δηλαδή ο κρατούμενος δίχως κανένα αξίωμα, στερείτο παντελώς δικαιωμάτων. Υπήρχε μάλιστα μια διακλάδωση της μυστικής αστυνομίας με τη μορφή μυριάδων καταδοτών και κατασκόπων. Εν ολίγοις, το στρατόπεδο-μικρόκοσμος ήταν πιστή αντανάκλαση του κοινωνικού ιστού σ’ ένα ολοκληρωτικό Κράτος, όπου (στη θεωρία τουλάχιστον) βασιλεύει η πιο απόλυτη Τάξη: δεν υπήρχε μέρος όπου να επικρατεί περισσότερη τάξη απ’ ό,τι στο Lager. Δεν θέλω να πω προφανώς πως το παρελθόν μας μάς οδηγεί να απεχθανόμαστε την τάξη καθεαυτήν, αλλά ακριβώς αυτήν την τάξη, διότι δεν ήταν μια τάξη Δικαίου.
Εχοντας ζήσει όλα αυτά, το να ακούω σήμερα να μιλούν για Νέα Τάξη, για Μαύρη Τάξη (1), μου φαίνεται πολύ παράξενο: σάμπως τα γεγονότα που συνέβησαν να μη συνέβησαν ποτέ, σαν να μη σήμαιναν απολύτως τίποτε και να μη χρησίμευσαν σε τίποτε. Κι όμως η ατμόσφαιρα της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης δεν ήταν τόσο διαφορετική από τη δική μας. Κι όμως, από τα πρώτα στοιχειώδη Lager των SA έως την κατάρρευση της Γερμανίας, έως τη φρίκη του πολέμου και τα 60.000.000 νεκρούς του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, είχαν παρέλθει μόνο δώδεκα χρόνια. Ο φασισμός είναι ένας καρκίνος που εξαπλώνεται ταχύτατα, και μια επιστροφή μάς απειλεί: ζητάμε πολλά όταν λέμε ότι πρέπει να αντιταχθούμε από την αρχή;
(Primo Levi, «Così era Auschwitz», Pagine Sparse, Opere, Einaudi editore, 1997. Μετάφραση στα ελληνικά: Οντέτ Βαρών-Βασάρ)
(1) Ο Λέβι υπαινίσσεται εδώ τα δύο φασιστικά μορφώματα της Ακρας Δεξιάς που δρούσαν στην Ιταλία τη δεκαετία του ’70, το Ordine nuovo, που προβαίνει σε 25 τρομοκρατικές ενέργειες, και το Ordine nero, που προβαίνει σε 32 τέτοιες ενέργειες από το 1974 ως το 1976.
Η Οντέτ Βαρών-Βασάρ είναι ιστορικός και συγγραφέας των βιβλίων «Η ενηλικίωση μιας γενιάς. Νέοι και Νέες στην Κατοχή και στην Αντίσταση» (Εστία 2009) και «Η ανάδυση μιας δύσκολης μνήμης. Κείμενα για τη γενοκτονία των Εβραίων» (Εστία, 2013)
- Γερμανία: Σε κρίση το επιχειρηματικό μοντέλο – Καταρρέει η οικονομία
- Eπίδομα γέννησης 3.000 ευρώ για κάθε τρίτο παιδί αποφάσισε ο Δήμος Νοτίου Πηλίου
- Μητσοτάκης για εκλογές στις ΗΠΑ: Οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις είναι στρατηγικές και δεν θα επηρεαστούν
- Έρευνα για το έδαφος στη νέα εποχή για τη γεωργία – Τι αποκαλύπτει
- Αθλητικά + Παντόφλες – Μόλις κυκλοφόρησαν τα επόμενα διχαστικά παπούτσια της μόδας
- Τηλεφώνημα για βόμβα στα δικαστήρια Πειραιά