Βασική επιλογή ήταν να γραφτεί το βιβλίο υιοθετώντας τις τεχνικές της αμερικανικής popular history. Δηλαδή ένα βιβλίο γραμμένο για το ευρύ κοινό (ζωντανό, συναρπαστικό) αλλά πολύ καλά τεκμηριωμένο, χωρίς επιστημονικές εκπτώσεις. Ο στόχος αυτός παρέμεινε μέχρι το τέλος. Δεν ξέρω αν πέτυχα να είναι η αφήγηση ενδιαφέρουσα, αλλά από την αρχή έθεσα ως στόχο το βιβλίο να παρουσιάσει τα πορίσματα της σοβαρής και πλούσιας ιστορικής έρευνας των τελευταίων δεκαετιών. Οχι μόνο να αποφύγει τον «ιστορικό λαϊκισμό» (νομίζω ο όρος ανήκει στον Σπύρο Ασδραχά), αλλά να αποτελέσει ένα είδος αντίδοτου στην «παράδοξη εθνικιστική – δημαγωγική ιστορική εικόνα» (όπως πετυχημένα την ονομάζει ο Γκούναρ Χέρινγκ).

Αριστείδης Ν. Χατζής Ο ΕΝΔΟΞΟΤΕΡΟΣ ΑΓΩΝΑΣ

(εκδ. Παπαδόπουλος, 2021)

Παρατηρούμε ότι ο Αριστείδης Χατζής, καθηγητής Φιλοσοφίας Δικαίου και Θεωρίας Θεσμών στο ΕΚΠΑ (Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών), τοποθετεί ευθύς εξαρχής τον αφηγηματικό του πήχη πολύ ψηλά: όχι μονάχα ευελπιστεί να περάσει ανάμεσα στις συμπληγάδες του «ιστορικού λαϊκισμού» και της «εθνικιστικής δημαγωγίας», αλλά και να κρατήσει το ενδιαφέρον του ανειδίκευτου μέσου έλληνα αναγνώστη αμείωτο μέχρι τέλους, λες και δεν διαβάζει το απότοκο μιας πολύχρονης κι επίμοχθης ιστορικής έρευνας, αλλά το πιο πρόσφατο «πιασάρικο» πόνημα ενός page turner εμπορικού συγγραφέα. Η περίοπτη θέση που καταλαμβάνει «O ενδοξότερος αγώνας» στις λίστες με τα ευπώλητα, από την πρώτη σχεδόν εβδομάδα της κυκλοφορίας του, δείχνει ότι ο Χατζής κατάφερε να φέρει εις πέρας επιτυχώς κάτι που στα μάτια των περισσότερων συναδέλφων του φαντάζει ως ηράκλειος άθλος: μια μεγάλη αφήγηση για την Επανάσταση του 1821 (των δύο πρώτων χρόνων της, για την ακρίβεια, με τη ρητή υπόσχεση ότι έπεται δεύτερος και τελευταίος τόμος) που να μη θυσιάζει τα πορίσματα της ιστορικής έρευνας στον βωμό των εθνικών και λοιπών ιδεολογικών μας προκαταλήψεων ή σκοπιμοτήτων· μια παράθεση τεκμηρίων που να μην κλείνει το μάτι ούτε προς τα δεξιά ούτε προς τα αριστερά· μια λαϊκή εξιστόρηση που να μη λαϊκίζει.

Προκειμένου να το κατορθώσει – όπως μας αποκαλύπτει ο ίδιος στο επίμετρό του -, ο Χατζής έπρεπε πρώτα να καταπολεμήσει τις δικές του προκαταλήψεις. «Στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου όπου σπούδασα», γράφει, «έχουμε ένα αστείο ρητό που εκφράζει τον άκρατο εμπειρισμό των διαφόρων σχολών εκεί (από τη Φυσική μέχρι τα Οικονομικά και την Κοινωνιολογία): «Στην πράξη λειτουργεί. Στη θεωρία όμως;». Ο άκρατος εμπειρισμός έχει τα γνωστά μειονεκτήματά του, αλλά από την άλλη δεν σε δεσμεύει σε θεωρητικά σχήματα, δεν πέφτεις εύκολα στην πλάνη της αυτοεπιβεβαίωσης». Από τη στιγμή που ο Χατζής αποφασίζει να μην αυτοπαγιδευθεί στην εν λόγω πλάνη και βυθίζεται απροκατάληπτος στο απύθμενο πρωτογενές υλικό του, τα αχανή «αρχεία της Επανάστασης» (επίσημα έγγραφα, αλληλογραφία, απομνημονεύματα, δημοσιεύματα σε εφημερίδες της εποχής), καλείται και να αντιμετωπίσει την «ανταρσία των ηρώων» που αντιμετωπίζει κάθε φιλότιμος συγγραφέας απανταχού της γης: οι ήρωές του, από ένα σημείο κι έπειτα, αρνούνται να πουν αυτά που σκόπευε να βάλει εξαρχής στο στόμα τους· αποκτούν σάρκα και οστά· αποκτούν υπόσταση. Ο Χατζής δεν μετακινεί τους ήρωές του, όπως σημειώνει, «ως άκαμπτα τοτέμ στο σήμερα για να τα μελετήσουμε ως εξωτικά προϊόντα μιας άλλης, πολύ μακρινής εποχής, αλλά προσπαθώντας αντίθετα να μεταφέρω τον αναγνώστη στην εποχή στην οποία εξελίσσεται η ιστορία, πριν από 200 χρόνια». Εχω την αίσθηση πως σε αυτήν ακριβώς τη διαδραστική σχέση σύγχρονου αναγνώστη και γνωστής/άγνωστης ιστορίας, σαν συναρπαστικό ρεπορτάζ ενός πολεμικού (και όχι μόνο) ανταποκριτή που δημοσιεύει μια εφημερίδα σε καθημερινές συνέχειες, οφείλεται ένα μεγάλο μέρος από την ακαταμάχητη γοητεία του «Ενδοξότερου αγώνα».

Το υπόλοιπο της γοητείας οφείλεται στη μέθεξη. Φιλοδοξία και σαράκι κάθε συγγραφέα είναι να πετύχει τη μέθεξη του αναγνώστη: να ενδιαφέρεται ο αναγνώστης για τα πάθη – πόσω μάλλον, να συμπάσχει με τα πάθη των ηρώων τού συγγραφέα. Καθόλου εύκολο να το πετύχεις με φανταστικούς ήρωες· ακόμη δυσκολότερο, με ιστορικά πρόσωπα. Πάρτε, για παράδειγμα, τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, τον έναν από τους δύο κεντρικούς ήρωες στην αφήγηση του Χατζή (ο άλλος είναι ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης). Ακόμη και αν δεν είσαι δέσμιος μιας ενστικτώδους, σχεδόν αταβιστικής αντιπάθειας για τον Μαυροκορδάτο (που αναντίρρητα απορρέει από μια μακρόχρονη «πλύση εγκεφάλου», από τα μαθητικά μας θρανία ακόμα, για τους «διεφθαρμένους» πολιτικούς και τους «αδιάφθορους» στρατιωτικούς), κωλύεσαι να τον φανταστείς ως ένα πλάσμα με ερωτικές αδυναμίες, κάποιον που θα φλερτάρει – και με ποιαν, παρακαλώ; Τη Μαίρη Σέλεϊ, τη θρυλική δημιουργό του «Φρανκενστάιν» (1818). Το πώς θα περάσεις κατόπιν απρόσκοπτα από τη μικροϊστορία στη μακροϊστορία – το ζεύγος Πέρσι και Μαίρης Σέλεϊ ως αποστόλων της Ελληνικής Επανάστασης, προπομπών του λόρδου Μπάιρον – είναι ένα επιπλέον αφηγηματικό επίτευγμα του Αριστείδη Χατζή, δίχως καν να καταφύγει ούτε σε μία σελίδα στην ευκολία της επινόησης. «Οι ήρωες στο βιβλίο που διαβάσατε είναι όλοι πραγματικοί», σημειώνει στο επίμετρο, «δεν τους έπλασα εγώ. Δεν υπάρχει τίποτα μέσα, το παραμικρό, που να μην έχει βασιστεί πλήρως στην έρευνά μου».

Οπως κάθε μεγάλη αφήγηση, έτσι και «O ενδοξότερος αγώνας» είναι μια αφήγηση καλειδοσκοπική. Πλήθος δευτεραγωνιστών παρελαύνουν – πάντοτε ως ανθρώπινα όντα, ποτέ ως ιδεολογικές μαριονέτες – και ο Χατζής μεταφέρεται διαρκώς από τη μια πίστα στην άλλη: από τη θανάσιμη αναμέτρηση του Καποδίστρια με τον Μέτερνιχ (ο δεύτερος δεν φείδεται μειωτικών χαρακτηρισμών για τον πρώτο στην αλληλογραφία του) στα συνέδρια της Ιεράς Συμμαχίας και την επίμονη προσπάθεια του Μαυροκορδάτου για τον επιτακτικό γεωπολιτικό αναπροσανατολισμό της Επανάστασης – από το «ξανθό γένος» των ομόδοξων Ρώσων στους «πρακτικούς» θαλασσοκράτορες της Μεγάλης Βρετανίας -, προτού (και για να μην) καταπνιγεί έως τα σφαγεία των μαχών, τις ανυπέρβλητες πράξεις ηρωισμού, αλλά και τις ανατριχιαστικές διηγήσεις θυτών και θυμάτων για τις βαρβαρότητες εκατέρωθεν. Ακόμη και για τις πιο ζοφερές κτηνωδίες, ωστόσο, ο Χατζής δεν υποκύπτει σε μανιχαϊστικές απλουστεύσεις. Δείτε, λόγου χάριν, πώς αποτιμά τη σφαγή της Τριπολιτσάς (των Τούρκων από τους Ελληνες) τον Σεπτέμβριο του 1821 σε αντιδιαστολή με τη σφαγή της Χίου (των Ελλήνων από τους Τούρκους) επτά μήνες αργότερα: «Ο τρόπος που οι Οθωμανοί κατέστρεψαν σκοπίμως το νησί (της Χίου) και κατακρεούργησαν τον πληθυσμό του ήταν πολύ διαφορετικός από τη σφαγή της Τριπολιτσάς. Η σφαγή της Τριπολιτσάς ήταν το αποτέλεσμα ενός αυθόρμητου ξεσπάσματος υπόδουλων ανθρώπων με συσσωρευμένα αισθήματα εκδίκησης που δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν ηγέτες χωρίς ηθικό κύρος και με αδύναμη εξουσία πάνω τους. Ενώ αυτήν τη φορά η σφαγή είχε οργανωθεί από το οθωμανικό κράτος, από τον ίδιο τον σουλτάνο».