Φάλαινα στα ρηχά
Στον χώρο που υπηρετώ πάνω από μισόν αιώνα, τη θεατρική παιδεία, ήμουν ευτυχής που μπορούσα να συμπορεύομαι με δεκάδες συναθλητές
Εγραψα πρόσφατα πόσο έχει φτωχύνει η πνευματική μας ζωή και συνάμα η εγρήγορση των συνειδήσεων εξαιτίας της απαξίωσης του πνευματικού κεφαλαίου, είτε αυτό είναι οι τέχνες, είτε η λογοτεχνία, είτε το θέατρο. Σε εποχές κρίσης, κυρίως σε εποχές, όπου δυναστικές εξουσίες καταπίεζαν τη σκέψη και όρθωναν τείχη, το πνεύμα της δημιουργίας έβρισκε τρόπο να εκμεταλλευτεί τις ρωγμές και μας παρηγορούσε, και συχνά μας κρατούσε άγρυπνους, όταν οι εξουσίες μάς τάιζαν υπνωτικά ή εκκωφαντικά συνθήματα.
Στον χώρο που υπηρετώ πάνω από μισόν αιώνα, τη θεατρική παιδεία, ήμουν ευτυχής που μπορούσα να συμπορεύομαι με δεκάδες συναθλητές. Και είχαμε την τύχη να συμπορευόμαστε με μια πλειάδα ταλαντούχων συγγραφέων που δημιούργησαν μια σχολή αντάξια μεγάλων ευρωπαϊκών σχολών θεατρικής συγγραφής και πρακτικής. Στην ιστορία της θεατρικής προσφοράς θα συναντήσουμε, σε όλες τις εποχές μετά την εθνική μας αποκατάσταση, συγγραφείς και σκηνικούς δημιουργούς που αντιλήφθηκαν πως το θέατρο είναι σχολείο, όπου διδάσκονται διαλεκτικά (αφού η σύγκρουση ιδεών και χαρακτήρων είναι η ουσία του θεάτρου) τα προβλήματα και οι ποικίλες λύσεις των κοινωνικών, ηθικών και αισθητικών καταστάσεων.
Ο Χουρμούζης μετά την Επανάσταση, ο Καπετανάκης, ο Βερναρδάκης, ο Παλαμάς, ο Σικελιανός, ο Χορν, ο Μελάς, ο Καζαντζάκης, ο μέγας Ξενόπουλος, αργότερα ο Τερζάκης, ο Πρεβελάκης (δεν εξαντλώ τον κατάλογο), δίπλα σε άλλους Δασκάλους του Γένους σε άλλες τέχνες, οργάνωσαν, ερμήνευσαν, έκριναν ανοικτά συχνότατα, άνοιξαν προοπτικές σε ένα μακρύ παιδευτικό τοπίο. Και παλιότερα είχα τολμήσει να αποκαταστήσω την πνευματική, παιδευτική προσφορά της απαξιωμένης φαρσοκωμωδίας (από τον «Φον Δημητράκη» του Ψαθά ως την «Πινακοθήκη των ηλιθίων» του Τσιφόρου, το «Μιας πεντάρας νιάτα» των Γιαλαμά – Πρετεντέρη ως τον «Ηρωα με τις παντούφλες» των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου – δεν εξαντλώ τον σπουδαίο σε έργα κατάλογο).
Οσον αφορά στους σκηνικούς δημιουργούς τίποτα δεν έχει να ζηλέψει η Ελλάδα ερμηνευτών, όπως ο Λογοθετίδης, ο Αργυρόπουλος, ο Μακρής, ο Ηλιόπουλος, ο Φωτόπουλος, ο Αυλωνίτης, ο Ρίζος, η Βασιλειάδου, η Βλαχοπούλου, ο Βέγγος, ο Παπαγιαννόπουλος, η Αρώνη, οι λαϊκοί μίμοι της Επιθεώρησης και του λαϊκού σινεμά από τους Ευρωπαίους, Καντίφλας, Φερναντέλ, τον Ρώσο Ποπόφ, τον Χοντρό και τον Λιγνό, τον Ντε Φιλίπο ή και τον Γούντι Αλεν.
Αλλά η άνθηση της νεοελληνικής δραματουργίας από τον Καμπανέλλη του 1956 ως τον Μανιώτη είναι φαινόμενο πρωτοφανές, όχι μόνο στην ελληνική θεατρική ιστορία. Και πρόσφατα διαμαρτυρήθηκα σε αυτές εδώ τις σελίδες για τη σιωπή τάφου που έχει απλωθεί, σε μια εποχή, όπου όλες οι πολιτισμικές και οι ηθικές, αλλά και οι πολιτικές αξίες απαξιώνονται και ακροβατούν στο κενό. Τα δύο κρατικά μας θέατρα, τώρα που τα τολμηρά παλιότερα θέατρα της ελληνικής επαρχίας (περίπου 15) σιωπούν και φυτοζωούν, θα μπορούσαν να συντηρούν μία αποκλειστική σκηνή, αφιερωμένη στο νεοελληνικό έργο που άνθησε και δίδαξε επί 40 χρόνια τρεις γενιές Ελλήνων και θα μπορούσε να ερεθίσει δημιουργικά την έρμαιη στο τίποτε σύγχρονη γενιά πολιτών κάτω από τα 40. Και αναφέρομαι σε σαράντα περίπου αριστουργήματα, από τον Καμπανέλλη έως τον Χρυσούλη και τον Αρμένη, αλλά και σε έργα που δεν είδαν το φως της σκηνής τα τελευταία χρόνια που η παραστασιολογία μας αποδείχθηκε θεατρικά αγράμματη.
Εχω μπροστά μου σε βιβλίο τα τελευταία έργα του Γιώργου Μανιώτη στις Εκδόσεις ΑΙΓΟΚΕΡΩΣ (ενός εκδοτικού οίκου που μας έχει πλουτίσει με τα άπαντα όλων των σημαντικών θεατρικών συγγραφέων μετά το 1960!). Τα δύο έργα, ένα με τέσσερα πρόσωπα και ένας μονόλογος, με τον τίτλο «Οι Νικητές» και «Καρτούν», είναι έξοχα δείγματα και της γενιάς και, κυρίως, του σημαντικού συγγραφέα Μανιώτη που, σε πείσμα των καιρών, σκαλίζει και σπέρνει το χέρσο χωράφι της σύγχρονης θεατρικής αγοράς. Θα μείνω στους «Νικητές».
Ο Μανιώτης επανέρχεται με ανάλογο τολμηρό και διεισδυτικό βλέμμα στη νεοελληνική μέση οικογένεια και με τρόπο δραματουργικά απαράμιλλο και γλώσσα εξόχως μουσικά καθημερινή, αλλά καίρια και χειρουργική ανατέμνει μια οικογένεια της διπλανής πόρτας: πατέρας, μητέρα, γιος και κόρη. Το ύφος της γραφής παραπέμπει στο ντοκιμαντέρ, αλλά η επιλογή των «σκηνών» αναδεικνύεται ένα ανατομικό χειρουργικό κρεβάτι που καταλήγει σε αυτοψία μιας κοινωνικής ζωής που έχει εμφάνιση νεκροφάνειας. Ο Μανιώτης, σε ένα έργο δύο ωρών το πολύ, έχει υπερκεράσει κοινωνιολόγους, ιστορικούς και πολιτικούς αναλυτές, εκπαιδευτικούς, φιλοσόφους, δημοσιολόγους.
Αν κείμενα σαν αυτό του Μανιώτη περάσουν απαρατήρητα, ασχολίαστα, έστω κατακριτικά, αλλά ως ερεθιστικά τόσο, ώστε να ξεκινήσει μια γενναία συζήτηση, τότε θα δικαιωθεί αυτός ο ευαίσθητος συγγραφέας πως θα πρέπει να απελπιστούμε, αφού ο πυρήνας αιώνων, η οικογένεια, είναι ετοιμοθάνατη στα ρηχά σαν τη φάλαινα που μας αιφνιδίασε μόλις πρόσφατα.
- LIVE: Ολυμπιακός – Άλμπα Βερολίνου
- Το Captcha: Το πρώτο ρομπότ-δάσκαλος στη Γερμανία
- Κίμπερλι Γκίλφοϊλ: Ανυπομονώ να ξεκινήσω την αποστολή μου ως πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα
- Ρωσία: Πλοίο στα στενά του Κερτς στέλνει σήμα κινδύνου – Τι καταγγέλλει συνδικάτο ναυτικών
- Μαζώ και τα μυαλά στα κάγκελα: Οι Ρώσοι ακούνε με τρέλα το «Νικοτίνη» του Γιώργου Μαζωνάκη
- Νέο δάνειο από την Ουγγαρία για τη Βόρεια Μακεδονία – Έφτασε το 1 δισ. ο δανεισμός