Στα μέσα της δεκαετίας του 1970 απαρτίσαμε μια ομάδα συγγραφέων που αποφάσισε να δημιουργήσει ένα νέο είδος λατινοαμερικάνικου αστυνομικού μυθιστορήματος (crime novel). Πώς όμως να γράψεις αστυνομικά μυθιστορήματα σε μια χώρα όπου ο βασικός εγκληματίας (criminal) είναι το κράτος;

Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ

 

Τον Ιούνιο του 2006, προσκεκλημένος και φιλοξενούμενος από το τοπικό κλιμάκιο των Γιατρών Χωρίς Σύνορα  (Medecins Sans Frontiers), προκειμένου να γράψω ένα κείμενο για το πρόγραμμά τους που έχει ως σκοπό τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των «παιδιών του δρόμου» (χιλιάδες παιδιά περιφέρονται εγκαταλελειμμένα κι απροστάτευτα), είχα την ευκαιρία να επισκεφθώ την Τεγκουσιγκάλπα, την πρωτεύουσα της Ονδούρας, μιας χώρας που, μαζί με την Κολομβία, διαγωνίζεται κάθε χρόνο για το τρόπαιο της υψηλότερης εγκληματικότητας στη Λατινική Αμερική. Ηδη από τη Γενεύη, όπου στεγάζονται τα κεντρικά γραφεία των MSF, με είχαν προειδοποιήσει ότι η Ονδούρα απέχει πολύ από αυτό που εμείς οι Δυτικοί εξακολουθούμε ακόμη και σήμερα να εκλαμβάνουμε ως κανονικότητα: «Καλύτερα να μην πάρεις ταξί στην πόλη, εάν δεν συνοδεύεσαι από κάποιον σωματοφύλακά μας, διότι δεν είναι απίθανο ο ταξιτζής να σε απαγάγει για λύτρα». Μάλιστα. Μια χώρα όπου οι ταξιτζήδες απαγάγουν τους πελάτες τους δεν τη λες και νορμάλ.

Στα δεκαέξι χρόνια που πέρασαν έκτοτε, μου δόθηκε η δυνατότητα να διασταυρώσω τη δική μου σύντομη εμπειρία με αντίστοιχες εμπειρίες άλλων, πλουσιότερες και αγριότερες, καθώς και ν’ αναρωτηθώ ουκ ολίγες φορές τι θα συνέβαινε στη δική μας πατρίδα, εάν δεν έβγαινε εγκαίρως από το σκοτεινό μονοπάτι όπου χάθηκε τον Απρίλιο του 1967. Εάν δεν της άπλωνε χέρι βοηθείας η κυπριακή τραγωδία του 1974 (μακάβριο να το λέμε, αλλά έτσι ακριβώς συνέβη, με το αίμα της Κύπρου πληρώσαμε την ελευθερία μας) κι εάν δεν της έριχνε το σωτήριο σωσίβιο η Ευρωπαϊκή Ενωση (τότε ακόμη Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα) με την οριστική αποδοχή της εισδοχής της στους κόλπους της. Υπό τη διαρκή τουρκική απειλή που κανέναν ενδοιασμό πλέον δεν θα είχε ώστε να της αρπάζει από καιρού εις καιρόν και από κανένα κομμάτι εθνικής κυριαρχίας, με μια δημοσιονομική καταβαράθρωση που σε τίποτε δεν θα υπολειπόταν ανάλογων καταρρεύσεων των υπόλοιπων βαλκανικών χωρών και με τους δείκτες εγκληματικότητας και διαφθοράς να χτυπούν κόκκινο, η Ελλάδα – ό,τι θα απέμενε από την Ελλάδα, για την ακρίβεια – μάλλον θα ακολουθούσε copy paste ένα από τα πέντε εναλλακτικά λατινοαμερικάνικα μοντέλα δυστοπίας.

Πέντε συγγραφείς: Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ, Λουίς Σεπούλβεδα, Λεονάρδο Παδούρα, Σαντιάγο Ρονκαλιόλο, Κλαούντια Πινιέιρο. Πέντε πρωτεύουσες: Πόλη του Μεξικού, Σαντιάγο, Αβάνα, Λίμα, Μπουένος Αϊρες. Πέντε χώρες: Μεξικό, Χιλή, Κούβα, Περού, Αργεντινή. Πέντε μορφές δυστοπίας. Αυτός είναι ο αφηγηματικός μπούσουλας στο «Latin Noir», το νέο ντοκιμαντέρ του Ανδρέα Αποστολίδη, μια συμπαραγωγή της Ελλάδας, της Γαλλίας και του Μεξικού (από ελληνικής πλευράς συνυπογράφει η υπερδραστήρια εταιρεία παραγωγής ΑΝΕΜΟΝ) που προβάλλεται αυτές τις ημέρες σε επιλεγμένες κινηματογραφικές αίθουσες της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Η περίπτωση του Αποστολίδη αξίζει ξεχωριστής μνείας.

Ακούραστος συγγραφέας και μεταφραστής (όχι μόνο) αστυνομικών μυθιστορημάτων, μελετητής που συχνά μεταποιεί την πρώτη ύλη από τις έξοχες μελέτες του – όπως για την αρχαιοκαπηλία, την πολυμορφία του «νουάρ» και τα προσφυγικά κύματα – σε εξίσου συναρπαστικά ντοκιμαντέρ, δείχνει μια διαχρονική προτίμηση/συμπάθεια προς την αφήγηση που εστιάζει στις «κοινωνικές ρίζες» του εγκλήματος και όχι στο έγκλημα ως διανοητική «σπαζοκεφαλιά»: στον Ντάσιελ Χάμετ, εν ολίγοις, και όχι στην Αγκάθα Κρίστι. Οπως θα υπενθυμίσει και ο ίδιος ο Αποστολίδης στο δοκίμιό του «Τα πολλά πρόσωπα του αστυνομικού μυθιστορήματος» (εκδόσεις Αγρα, 2009) τον φόρο τιμής που αποτίνει ο Ρέιμοντ Τσάντλερ στον Ντάσιελ Χάμετ: «Το έγκλημα παραδίδεται στους ανθρώπους που έχουν λόγο να το διαπράττουν και δεν το κάνουν μόνο για να μας προμηθεύσουν ένα πτώμα».

Οσοι είναι εξοικειωμένοι με τις αφηγηματικές «εμμονές» του Ανδρέα Αποστολίδη γνώριζαν πως ήταν απλώς θέμα χρόνου να εστιάσει τον φακό του στη λατινοαμερικανική σχολή αστυνομικού μυθιστορήματος, ως διάδοχο και κληρονόμο της βορειοαμερικανικής σχολής. Ωστόσο, κληρονόμος δεν σημαίνει και αντιγραφέας. Οσο μοιάζει το novela negra με το crime novel, άλλο τόσο και διαφέρει, ακολουθώντας κατά πόδας τις διαφορές ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και τις λατινοαμερικανικές χώρες.

Η πιο εξόφθαλμη διαφορά: στους latinos ο ντετέκτιβ δεν είναι (δεν μπορεί να είναι) σύμμαχος του αστυνομικού· η διαφθορά και η εγκληματικότητα στην αστυνομία είναι τόσο εκτεταμένες – επιβεβλημένες, εν πολλοίς, από το ίδιο το κράτος – ούτως ώστε να καθιστούν το αστυνομικό σώμα ως μία ακόμη από τις συμμορίες που λυμαίνονται/ταλανίζουν τους πολίτες, ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο ανυπόληπτη από τις υπόλοιπες, αισθητά όμως πιο επικίνδυνη, καθώς απολαμβάνει της κρατικής ασυλίας. Συνεπίκουρο στην αστυνομική ασυδοσία είναι και το εφιαλτικό μέγεθος της εγκληματικότητας. Οπως ρητά υπογραμμίζεται στο «Latin Noir» του Αποστολίδη, οι συγγραφείς του novela negra (πόσω μάλλον οι αναγνώστες τους) θα θεωρούσαν γελοίο να αναλώνονται οι ήρωές τους στην εξιχνίαση της ταυτότητας κάποιου «διαταραγμένου» μοναχικού εγκληματία, τη στιγμή που στις πατρίδες τους το έγκλημα είναι τόσο «φυσιολογικά» μαζικό.

Από εκεί κι έπειτα, έχουν και οι δυστοπίες τις αποχρώσεις τους. Η Πόλη του Μεξικού του Πάκο Ιγνάσιο Τάιμπο ΙΙ μάς υπενθυμίζει πώς θα κατέληγε η Αθήνα εάν η τερατώδης αστυφιλία και η κρατική καταστολή συνέχιζαν και μεταδικτατορικά τον θανάσιμο εναγκαλισμό τους. Στο Σαντιάγο του Λουίς Σεπούλβεδα ανιχνεύουμε σπαράγματα από τη θλιβερή ζωή και των δικών μας εμιγκρέδων κατά την επτάχρονη δικτατορία, αν και (ευτυχώς για τους συμπατριώτες μας, δυστυχώς για τους Χιλιανούς) σε πιο ζοφερή κλίμακα. Στην Αβάνα του Λεονάρδο Παδούρα παίρνουμε μια πικρή γεύση εναλλακτικής καθημερινότητας, σε περίπτωση που στον δικό μας Εμφύλιο νικητές και ηττημένοι αντέστρεφαν ρόλους.

Στη Λίμα του Σαντιάγο Ρονκαλιόλο διαπιστώνουμε πόσο μπορεί να «στραβώσει» καθ’ οδόν μια παρανοϊκή αριστεριστική ιδεοληψία με θρησκευτική παρενδυσία: «Το Περού», σχολιάζει, «είναι η μόνη χώρα του κόσμου όπου οι αντάρτες (το διαβόητο «Φωτεινό Μονοπάτι») σκότωσαν περισσότερους από όσους σκότωσαν οι κυβερνητικοί». Τέλος, το Μπουένος Αϊρες της Κλαούντια Πινιέιρο αποτυπώνει την εγγύτερη προς εμάς δυστοπία από τις πέντε: πώς θα βιώναμε την οικονομική κρίση χωρίς την ομπρέλα του ευρώ. Δεν ισχυρίζομαι ότι ο Ανδρέας Αποστολίδης σκόπευε εξαρχής να κάνει μια ταινία για τις ολέθριες παγίδες που αποφύγαμε, όταν ταξίδευε στην άλλη άκρη της γης κι έβαζε στα σκαριά το «Latin Noir». Εικάζω πως όχι. Είτε το επιδίωξε συνειδητά, πάντως, είτε του προέκυψε στην πορεία, το κατάφερε θαυμάσια δια της εις άτοπον απαγωγής.