Τι σημαίνει για την Ελλάδα η αύξηση των επιτοκίων
Παρά τις συνθήκες υψηλότερων αποδόσεων το κλειδί για το χρόνο των εξόδων στις αγορές το τρέχον έτος παραμένει το ύψος του επιτοκίου και ο στόχος είναι να αντληθούν φέτος 12 δισ. Ευρώ
Τίτλοι τέλους στα χαμηλά επιτόκια δανεισμού βάζει η ανοδική πορεία του πληθωρισμού και το σήμα εμμέσως πλην σαφώς το έδωσε η ίδια η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Η επικεφαλής της Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ, μετά τη συνεδρίαση των μελών της χθες, δεν επανέλαβε -όπως είχε κάνει το Δεκέμβριο- ότι δεν θα αυξήσει φέτος τα επιτόκια. Η κίνηση ωστόσο αυτή δεν έριξε από τα σύννεφα τις αγορές και τους αναλυτές, αλλά επιπροσθέτως επιβεβαιώνει τις προφητείες ότι μπαίνουν τίτλοι τέλους στα τόσο χαμηλά επιτόκια.
Η ανοδική τάση πάντως στις αποδόσεις των ευρωπαϊκών ομολόγων είχε φανεί από τον περασμένο μήνα. Και αν τελικά οι προβλέψεις για αυξήσεις των επιτοκίων από την ΕΚΤ επιβεβαιωθούν τότε το καταθετικό επιτόκιο θα περάσει σε θετικό έδαφος από το -0,5%. Εν ολίγοις το ράλι των τιμών σε ιστορικά υψηλά στην ευρωζώνη (ο πληθωρισμός στο 5,1% Ιανουάριο του 2022) έχει τροφοδοτήσει τις προσδοκίες για πιο περιοριστική νομισματική πολιτική από την ΕΚΤ φέτος, κάτι που έχει να γίνει πάνω από μια δεκαετία.
Ανοδικό κόστος δανεισμού, αλλά…
Όπως φαίνεται και στα διαγράμματα που έχει επεξεργαστεί ο Οικονομικός Ταχυδρόμος, ο ελληνικός δεκαετής τίτλος, σε σχέση με ένα μήνα πριν, καταγράφει άνοδο 15% και ξεπερνά το 2%, ενώ τον Σεπτέμβριο ήταν στο 0,847%. Ήδη από χθες – με αφορμή τη συνέντευξη τύπου της επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Κριστίν Λαγκάρντ- η απόδοση ανήλθε στο 1,80%, όταν πριν από έναν χρόνο η απόδοση ήταν κοντά στο 0,8%. Ο αντίστοιχος τίτλος της Πορτογαλίας βρίσκεται στο 0,96% (+0,77, της Ισπανίας στο 1,04% (0,84%) και της Ιταλίας στο 1,73% (1,53).
Τι σημαίνει αυτό για την Ελλάδα; Καταρχάς για όλες τις κυβερνήσεις οι κινήσεις αυτές θα σημάνουν και την αύξηση του κόστους δανεισμού και ιδίως για τις χώρες της περιφέρειας. Στρατηγικά, οι εκδόσεις των χωρών ενδεχομένως να προγραμματιστούν στο πρώτο μισό έτους, προκειμένου οι κυβερνήσεις να “προλάβουν” να δανειστούν προ των αυξήσεων των επιτοκίων της ΕΚΤ, που τοποθετούνται χρονικά τον Σεπτέμβριο.
Σύμφωνα με το Αθανάσιο Βαμβακίδη Global head of foreign exchange strategy της Bank of America Η αγορά αναμένει τώρα δύο αυξήσεις από την ΕΚΤ φέτος. “Για τη Fed, η αγορά προεξοφλεί 7 αυξήσεις μέχρι το τέλος του έτους και στην πραγματικότητα πιστεύουμε ότι θα μπορούσαν να είναι περισσότερες”, τονίζει ο κ. Βαμβακίδης. Υπογραμμίζει ότι η αστάθεια της αγοράς έχει επίσης αυξηθεί σε γενικές γραμμές. Πρόκειται για ένα περιβάλλον πρόκλησης για τις περιφερειακές και τις αναδυόμενες αγορές, οι οποίες στηρίζονται εδώ και χρόνια σε άφθονη ρευστότητα και μηδενικά ή και αρνητικά επιτόκια. Ωστόσο, όπως τονίζει ο κ. Βαμβακίδης δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το σημείο εκκίνησης είναι το πολύ χαμηλό κόστος δανεισμού, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι χώρες με ισχυρά θεμελιώδη μεγέθη θα πρέπει να είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν το σοκ. Διευκρινίζει ο κ. Βαμβακίδης πως για την ευρωπαϊκή περιφέρεια, η ΕΚΤ θα συνεχίσει τις επανεπενδύσεις για άλλα 3 χρόνια. “Επίσης, δεν περιμένουμε να είναι σε θέση να αυξήσουν τα επιτόκια πολύ πάνω από το 0%. Αυτό υποδηλώνει ότι, αν και τα spreads της περιφέρειας θα διευρυνθούν, θα παραμείνουν σχετικά χαμηλά”, προσθέτει.
Οι νέες έξοδοι στις αγορές
Παρά τις συνθήκες υψηλότερων αποδόσεων το κλειδί για το χρόνο των εξόδων στις αγορές το τρέχον έτος παραμένει το ύψος του επιτοκίου και ο στόχος είναι να αντληθούν φέτος 12 δισ. Ευρώ. Το μεγαλύτερο μέρος του δανειακού προγράμματος εφέτος αναμένεται να γίνει στο πρώτο εξάμηνο, ενώ η έκδοση του πρώτου πράσινου ομολόγου προγραμματίζεται για μετά την άνοιξη.
Σημειώνεται ότι η Ελλάδα το 2022 έκανε ντεμπούτο στις αγορές με τσιμπημένο επιτόκιο καταγράφοντας όμως ισχυρή ζήτηση. Κατά την πρώτη έξοδο της χώρας, με δεκαετές ομόλογο, οι προσφορές ξεπέρασαν τα 15 δισ. ευρώ και το ελληνικό δημόσιο άντλησε 3 δισ. ευρώ με την απόδοση να φτάνει στο 1,8%, από το χαμηλό 0,88% του περασμένου Ιουνίου. Παρά την άνοδο πάντως ο νέος δανεισμός της Ελλάδας έγινε με κόστος κάτω από το μισό έναντι της αντίστοιχης έκδοσης του Μαρτίου του 2019, όταν το επιτόκιο ήταν στο 4%.
Είναι βέβαιο ότι τα επιτόκια του περασμένου έτους ανήκουν στο παρελθόν και χαρακτηριστικό της ανοδικής τάσης είναι πως τα γερμανικά ομόλογα που “πέρασαν” σε θετική απόδοση για πρώτη φορά μετά από τρία χρόνια. Στο οικονομικό επιτελείο επικρατεί ικανοποίηση και σύμφωνα με τη στρατηγική η στόχευση είναι η παρουσία στις διεθνείς αγορές, η μείωση της σχέσης χρέους/ΑΕΠ, όπως και να διαφυλαχτεί το μεγάλο κεφαλαιακό μαξιλάρι που φτάνει στα 36-37 δισ. ευρώ.
Η ΕΚΤ και η Ελλάδα
Το έκτακτο πανδημικό πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας λήγει το Μάρτιο του 2022 και αξίζει να σημειωθεί ότι η επικεφαλής της ΕΚΤ επανέλαβε χθες ότι η Τράπεζα θα συνεχίσει να στηρίζει και τα ελληνικά κρατικά ομόλογα ασχέτως επενδυτικής βαθμίδας, συνεχίζοντας τις αγορές. Υπενθυμίζεται ότι η αξία των ελληνικών ομολόγων που έχει αγοράσει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στο πλαίσιο του έκτακτου προγράμματος για την αντιμετώπιση της πανδημίας (ΡΕΡΡ) ξεπερνά τα 35 δισ. Ευρώ.
Επανέλαβε τη δέσμευση της πως αυτό θα συνεχιστεί, αλλά θα σταματήσει, στα τέλη Μαρτίου. Ωστόσο, με χαμηλότερο ρυθμό από το προηγούμενο τρίμηνο. Το ανακοινωθέν επισημαίνει πως σκοπεύει να επανεπενδύει τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του PEPP κατά τη λήξη τους τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2024. Σε κάθε περίπτωση, η μελλοντική σταδιακή μείωση (roll-off) του χαρτοφυλακίου PEPP θα ρυθμιστεί κατά τρόπο ώστε να αποφευχθούν παρεμβολές στην ενδεδειγμένη κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής. Κάνοντας συγκεκριμένη αναφορά στην Ελλάδα, η Κριστίν Λαγκάρντ, επισήμανε πως η ευελιξία θα μπορούσε να συμπεριλαμβάνει την αγορά ομολόγων που εκδίδει η Ελληνική Δημοκρατία επιπλέον της αξίας των ομολόγων που επανεπενδύεται στη λήξη τους, προκειμένου να αποφευχθεί η διακοπή των αγορών στη συγκεκριμένη χώρα, η οποία θα μπορούσε να επηρεάσει αρνητικά τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής προς την ελληνική οικονομία, ενώ αυτή εξακολουθεί να ανακάμπτει από τις επιπτώσεις της πανδημίας. Οι καθαρές αγορές στο πλαίσιο του PEPP θα μπορούσαν να ξεκινήσουν εκ νέου, εφόσον κριθεί αναγκαίο, για την αντιμετώπιση αρνητικών διαταραχών που σχετίζονται με την πανδημία.
Οι οικονομολόγοι -από την Goldman Sachs Group Inc. μέχρι την Deutsche Bank AG- θεωρούν δεδομένη την αύξηση των επιτοκίων εφέτος και συγκεκριμένα ξεκινώντας τον Σεπτέμβριο. Οι εκτιμήσεις των οικονομολόγων κάνουν λόγο για αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ της τάξης του 0,25% τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο, που θα οδηγήσουν το επιτόκιο καταθέσεων στο μηδέν για πρώτη φορά από το 2014. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο -0,5%, ένα από τα χαμηλότερα στον κόσμο.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις