100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή: «Κι έστειλ’ εμάς στην προσφυγιά, στου κόσμου την ορφάνια…»
Μέσα από τις διηγήσεις μιας ξεριζωμένης και δύο απογόνων προσφύγων στα «ΝΕΑ», ξυπνούν μνήμες από τον ξεριζωμό εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων από τη Μικρά Ασία, την Ανατολική Θράκη και τον Πόντο
Η επέτειος των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή επαναφέρει το τραυματικό αποτύπωμα που άφησε ο ξεριζωμός εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων οι οποίοι αναγκάστηκαν σε μια στιγμή να αφήσουν τη γενέθλια γη τους και να μετεγκατασταθούν, υπό άθλιες συνθήκες, στη νέα τους πατρίδα. Μέσα από τις διηγήσεις στα «ΝΕΑ», ξυπνούν μνήμες από την εποχή που ο υπό διωγμόν Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, της Ανατολικής Θράκης και του Πόντου άφηνε πίσω του τα ιερά και τα όσια, τους τάφους των προγόνων του, τους άταφους νεκρούς του, τις περιουσίες και τα σπίτια του, μια ζωή ολόκληρη, για να στήσει μια καινούργια από το μηδέν. Σφίγγοντας τα δόντια, γυναίκες, άνδρες και παιδιά, με πόνο ψυχής αλλά και πείσμα, πέτυχαν τελικά το ακατόρθωτο, να μείνουν ζωντανοί, να αναστήσουν τα παιδιά τους και να προκόψουν σπρώχνοντας και τη νέα τους πατρίδα προς την προκοπή.
Παρέσσα Ορφανίδου, Τραπεζούντα
«Φύγαμε μόνο με τη ζωή μας»
«Πατρίδα μου μονάκριβη, αξέχαστη Πατρίδα, τις δόξες και τα κάλλη σου τα εζήλεψεν η χώρα, μα τα παιδιά σου τα ‘κοψε τούρκικο αξινάρι… Κι έστειλ’ εμάς στην προσφυγιά, στου κόσμου την ορφάνια…». Με τέτοιους στίχους, γραμμένους από ποιητές του Πόντου και με το ηχόχρωμα της ποντιακής λύρας να τους συνοδεύει, η Παρέσσα Ορφανίδου, γεννημένη το 1915 στον Πόντο, πρόσφυγας πρώτης γενιάς, αναβιώνει σήμερα, λίγο πριν κλείσει τα 107, μνήμες από την ιδιαίτερη πατρίδα της, ένα χωριό της Τραπεζούντας. «Το δικό μας το μέρος ήταν πλούσιο. Το έλεγαν Μετέμ γιατί έβγαινε από εκεί χρυσός» λέει στα «ΝΕΑ» και αρχίζει να εξιστορεί τα δραματικά γεγονότα που βίωσε όταν μικρό παιδάκι έχασε τον πατέρα της Αβραάμ από τα χέρια των Τούρκων και βρέθηκε με τη μητέρα και τα αδέλφια της στον δρόμο προς την Ελλάδα το 1923, με την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών.
«Ο πατέρας μου είχε βγει αντάρτης στα βουνά του Πόντου, οι Τούρκοι τον έπιασαν και τον σκοτώσανε. Εμείς ξεκινήσαμε για Ελλάδα με τη μάνα μου με την ανταλλαγή. Οταν μας πέταξαν από τα σπίτια μας, προχωρούσαμε στον δρόμο και μου έλεγαν οι δικοί μου «περπάτα γρήγορα, περπάτα». Φύγαμε μόνο με τη ζωή μας. Στη Θεσσαλονίκη φτάσαμε με τα τρένα. «Στας Σέρρας να καθίσετε, είναι πλούσιο μέρος» μας φώναζαν. Αλλοι πήγαν Αθήνα, μα τότε είχε πολλά κουνούπια και όλοι φοβούνταν την αρρώστια, την ελονοσία. Γι’ αυτό εμείς ήρθαμε στο βουνό. Δεν ήθελαν οι δικοί μου τα κουνούπια και διάλεξαν μέρος ορεινό» θυμάται η Παρέσσα Ορφανίδου, μία από τους 400.000 Πόντιους που μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ανταλλαγή πληθυσμών υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους και να έρθουν στην Ελλάδα, ξεκινώντας έναν νέο, τιτάνιο αγώνα επιβίωσης για να στεριώσουν στις νέες τους πατρίδες.
Καραντίνα
Πριν φτάσουν με τη μάνα της, Δέσποινα, και τα τρία της αδέλφια στον τελικό τόπο εγκατάστασής τους, χρειάστηκε να περάσουν στη Θεσσαλονίκη από την επώδυνη διαδικασία της απολύμανσης και στη συνέχεια της καραντίνας, μένοντας για εβδομάδες νηστικοί, ρακένδυτοι και εξαντλημένοι. «Με τον καταμερισμό στα άδεια χωριά της Μακεδονίας, εμείς βρεθήκαμε στη Σκοπιά Σερρών. Εκεί χτίσαμε ένα από τα πρώτα σπίτια του χωριού. Πολλή φτώχεια. Τα χωράφια ήταν λίγα, δεν έφταναν να ζήσει ο κόσμος. Ομως, εκείνο το χωριό έβγαλε δασκάλους, έβγαλε στρατιωτικούς, έβγαλε από όλα» αναφέρει η γιαγιά Παρέσσα για τον τόπο όπου γνώρισε τον άντρα της Στυλιανό Ορφανίδη, ορφανό παιδί κι αυτό από τον Πόντο, με τον οποίο παντρεύτηκε στη Σκοπιά το 1950 και έπειτα εγκαταστάθηκαν στο Λιβαδοχώρι Σερρών, όπου χτίσανε σπίτι και δούλευαν τη γη. «Αλλοι μέναν σε αντίσκηνα που είχε δώσει το κράτος και όταν έβρεχε έκαναν αυλάκι γύρω να φεύγει το νερό. Οταν εμείς μπήκαμε σε σπίτι, νομίζαμε ότι βρήκαμε τον παράδεισο» θυμάται. Και μπορεί όλες αυτές οι κακουχίες να είναι πλέον μακριά και η ίδια να τερματίζει νικήτρια, έχοντας αποκτήσει τέσσερα παιδιά, οκτώ εγγόνια, 15 δισέγγονα και έξι τρισέγγονα, όμως συχνά, όταν ποτίζει το περιβόλι της, τραγουδά έναν σκοπό: «Εκάεν και το Τσάμπασιν κι επέμναν τα τουβάρεα γιάρ γιάρ αμάν…».
Ρούλα Χατζηγεωργίου, Βουρλά
«Πέρασαν ταλαιπωρίες και όσο ήταν εκεί και όταν ήρθαν εδώ»
Μπλεγμένη με τη μεγαλύτερη συμφορά του Νεότερου Ελληνισμού, όπως έχει χαρακτηριστεί η Μικρασιατική Καταστροφή, είναι η οικογενειακή ιστορία της Ρούλας Χατζηγεωργίου, πρόσφυγα τρίτης γενιάς με ρίζες από τα Βουρλά Μικράς Ασίας. «Πέρασαν ταλαιπωρίες και όσο ήταν εκεί και όταν ήρθαν εδώ» λέει στα «ΝΕΑ», πριν αρχίσει να εξιστορεί στιγμές από την οδύσσεια 13 ημερών που πέρασε η οικογένειά της ώσπου να φτάσει στην Αθήνα αλλά και από τα βάσανα που τους περίμεναν όταν έφτασαν σε μια Ελλάδα ρημαγμένη από αλλεπάλληλες εθνικές περιπέτειες. Γεννημένη η ίδια το 1948, κάτοικος Καισαριανής, όσο μεγάλωνε άκουγε τις ιστορίες της προσφυγιάς από τον πατέρα της Κωνσταντίνο, που ήρθε στην Αθήνα 13 χρονών, με τη μάνα του Γαρυφαλλιά και επτά από τα 10 αδέλφια του. Τα υπόλοιπα – μαζί και ο πατέρας τους – εκτελέστηκαν από Τούρκους.
«Η γιαγιά μου Γαρυφαλλιά και ο παππούς μου Παντελής ήταν από τα Βουρλά Μικράς Ασίας. Εκεί παντρεύτηκαν κι έκαναν 11 παιδιά. Δύο γιους τούς πήραν στα Αμελέ Ταμπουρού, ο ένας κατάφερε να το σκάσει και να γυρίσει ποδαρόδρομο από τον Τίγρη ποταμό. Με την Καταστροφή, τους πήρε ο παππούς και τους πέρασε απέναντι, στα Εγγλεζονήσια. «Να περάσετε απέναντι ώσπου να περάσει το κακό και θα έρθω να σας πάρω» έλεγε, χωρίς να φαντάζεται τι θα επακολουθούσε. Τον παππού τον πήρανε όμηρο, δεν τον ξαναείδαν ποτέ, όπως και άλλα δύο παιδιά του. Η γιαγιά ξεκίνησε για την Ελλάδα με οκτώ παιδιά. Τους πήραν καράβια για τον Πειραιά. Κατάφεραν να φτάσουν στο Χαλκούτσι που είχαν ανίψια. Εκεί όμως είχε ένα ποτάμι και τους έπιασε ελονοσία. Η γιαγιά μου φοβήθηκε, σκέφτηκε «δεν τους έχασα εκεί, θα τους χάσω τώρα εδώ», οπότε πήρε τα παιδιά και πήγε στην Αθήνα, σε αποθήκες.
Χωρίς δεύτερο ρούχο
Το ’23 βρέθηκε στο Χασάνι, μέχρι που μια συγγενής τής μήνυσε ότι «εδώ στην Καισαριανή μοιράζουνε δωμάτια και σου έχω κρατήσει ένα». Κι έτσι η γιαγιά ήρθε στην Καισαριανή. Χωρίς δεύτερο ρούχο, σε ένα δωμάτιο εννιά άτομα, χωρίς παράθυρο, μια κατάσταση που δεν περιγράφεται με λόγια. Δεν είχαν νερό, περπατούσαν 600 μέτρα για να κουβαλήσουν από το βρυσάκι, δεν είχαν να μαγειρέψουν, για να βρουν ξύλα είχαν κουρέψει όλον τον Υμηττό. Ηταν δύσκολα, όμως είχαν μεγάλη σύμπνοια, και αυτό νομίζω τους κρατούσε. Μιλάμε για πολλή φτώχεια, όσοι καταφέρανε ζήσανε. Ο μπαμπάς μου έλεγε ότι «όσοι είχαν παιδιά, τα έβλεπαν να φεύγουν σαν κάτι φυσικό, δεν προλάβαιναν ούτε να τα κλάψουν». Η γιαγιά μου πήγε τον πατέρα μου σε τσαγκαριό στου Ψυρρή. Το ’36, μαζί με άλλους δύο Βουρλιώτες, άνοιξε το δικό του τσαγκαράδικο στην Καισαριανή. Το ’40 που τον πήραν στον πόλεμο, η γιαγιά τού έστειλε μια φωτογραφία με όλη την οικογένεια, από την Καθαρά Δευτέρα του ’34, γράφοντάς του από πίσω «να είσαι γερός, να τη φέρεις πάλι πίσω». Τελικά, γύρισε και παντρεύτηκε το ’45. Η γιαγιά μου έφυγε το ’49, μόλις που είχα γεννηθεί εγώ. Ο πατέρας μου πέθανε το 1992. Το 1979 όμως, θυμάμαι, πρόλαβε κι επισκέφθηκε με δύο αδέρφια του το πηγάδι του σπιτιού τους στα Βουρλά».
Νίκος Σωματαρίδης, Σαμψούντα
«Οι ιστορίες αυτές περνάνε από γενιά σε γενιά»
O 85χρονος Νίκος Σωματαρίδης, πρόσφυγας δεύτερης γενιάς, με καταγωγή από τη Σαμψούντα, περιγράφει τον εφιάλτη που έζησε ο πατέρας του όταν ξεκίνησαν οι άγριοι διωγμοί εναντίον του Ελληνισμού του Πόντου, την οδυνηρή εμπειρία των πορειών θανάτου στο εσωτερικό της Τουρκίας, μέχρι να καταφέρει να φτάσει στα καπνοχώραφα της Ξάνθης – χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή – ώστε να ξεκινήσει και πάλι τη ζωή του από την αρχή.
«Γεννήθηκα το 1937 σε ένα χωριό της Ξάνθης, δίπλα στη Σταυρούπολη, λέγεται Κρωμνικόν. Οι γονείς μου γεννήθηκαν στον Πόντο. Ο πατέρας μου λεγόταν Σταύρος, γεννήθηκε το 1905. Στη Σαμψούντα ζούσαν στο βουνό από τα οπωροφόρα δέντρα. Ο πατέρας μου έφυγε από το χωριό το ’21 μαζί με ένα μεγάλο γκρουπ εξορίας. Η οθωμανική εξουσία ήθελε να τους ταλαιπωρεί μέχρι να πεθάνουν. «Ο ένας έπεφτε από εδώ, ο άλλος έπεφτε από εκεί, τα παιδιά πεθαίνανε» μου έλεγε ο πατέρας μου για τις εξορίες που πάντα γίνονταν σε αντίξοες συνθήκες, κρύο, βροχές, χιόνια. Μια ομάδα οπλισμένων Τούρκων καβάλα σε άλογα – που σε κάθε κωμόπολη άλλαζε κι έμπαιναν άλλοι – τους οδήγησε προς Ανατολάς, ξυπόλυτους. Από τον Πόντο στο Κουρδιστάν, μετά Κιλικία, Λίβανος, Συρία. Οταν οι δικοί μας κούρνιαζαν, το συνοδευτικό απόσπασμα ειδοποιούσε Τσέτες που χύνονταν πάνω στους καημένους τους Ρωμιούς, άρπαζαν τα ρούχα τους, τους άφηναν γυμνούς, έπαιρναν αν έβρισκαν κάτι πολύτιμο.
Από Συρία με καράβια πήγαν Κύπρο, όπου έμειναν ένα διάστημα. Τα μεγάλα γκρουπ από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία δεν τα έφερναν αμέσως στον κορμό της Ελλάδας, τους πήγαιναν σε ξερονήσια για λοιμοκαθαρτήρια. Από την Κύπρο τούς πήγαν σε ένα νησί κοντά στον Πειραιά, τον Αγιο Γεώργιο. Εκεί τους κράτησαν έξι μήνες. Επειτα Πειραιά κι από εκεί με τρένο Βόρεια Ελλάδα. Το ’24 έφτασε ο πατέρας μου στην Καστοριά και λίγο αργότερα μαζί με τον αδερφό του εγκαταστάθηκαν σε ένα χωριό με καπνοχώραφα. Ωσπου να τακτοποιηθεί, έκανε τον λούστρο στην Ξάνθη και κοιμόταν όπου έβρισκε. Στο Κρωμνικό γνώρισε τη μητέρα μου, που είχε χάσει κι εκείνη τους δικούς της, και παντρεύτηκαν το ’28. Τότε έκαναν και το πρώτο τους παιδί. Εγώ ήμουν ο τέταρτος και ακολούθησαν άλλα τρία. Συχνά ο πατέρας μας έλεγε την ιστορία της εξορίας. «Ημασταν γύρω στους 4.500 και όταν πήγαμε ανατολικά μείναμε 1.500. Ολοι οι άλλοι χάθηκαν»» διηγείται ο Νίκος Σωματαρίδης που σήμερα ζει στη Θεσσαλονίκη κι έχει δύο κόρες και δύο εγγόνια. «Οι ιστορίες αυτές περνάνε από γενιά σε γενιά. Οταν ήταν μικρούλα η μεγάλη μας κόρη κι εγώ ήμουν καθηγητής, ήξερε μόλις πήγαινα σπίτι από τη δουλειά και έλεγε ένα ποντιακό τραγούδι κι εγώ της έδινα πάντα ένα δίφραγκο» αναφέρει με συγκίνηση.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις