Η συζήτηση για την οπαδική βία επανέρχεται στο προσκήνιο όποτε υπάρχει θύμα ή κραυγαλέο περιστατικό το οποίο υποχρεώνει τη δημόσια σφαίρα να ασχοληθεί μαζί της. Τότε η συζήτηση επικεντρώνεται ξανά σε μια αστυνομική κατά βάση λογική που προσπαθεί να εντοπίσει τους ενόχους και στην καλύτερη των περιπτώσεων αναδεικνύει τους μηχανισμούς που συνδέουν τις πρακτικές βίας με τον τρόπο που είναι οργανωμένος ο επαγγελματικός αθλητισμός, ενώ στη χειρότερη κατρακυλά στην ταυτολογία της συζήτησης περί ανομίας και γενικής παραβατικότητας. Αυτό που λείπει είναι μια συζήτηση για τους μηχανισμούς και τις διεργασίες που σπρώχνουν νέους (και όχι μόνο) σε αυτές τις πρακτικές.

Δεν αναφέρομαι μόνο στο εκτεταμένο έργο κοινωνικών επιστημόνων που έχουν προσεγγίσει τις πολλαπλές διαστάσεις -κοινωνικές, οικονομικές και πολιτισμικές – του «οπαδικού φαινομένου» και της συνακόλουθης «οπαδικής βίας» και τον τρόπο που τέμνεται με συνολικότερες κοινωνικές διεργασίες (ενίοτε και με ιστορικότητα).

Κυρίως αναφέρομαι στην αναμέτρηση με την οδυνηρή διαπίστωση ότι σε μια συγκυρία βαθιάς κοινωνικής κρίσης, με τη νεολαία να είναι «αδύναμος κρίκος», τα συλλογικά οράματα χειραφέτησης να αντιμετωπίζουν ακόμη το βάρος πολλαπλών τραυμάτων, έναν ορισμένο (και στον πυρήνα του όντως «ανομικό») κυνικό ατομικισμό της ανέλιξης να προβάλλεται ως μόνη – και ταυτόχρονα ανέφικτη – διέξοδος, μια λογική της βίας, συχνά συνδυασμένη με έναν ενδημικό ρατσισμό και μια ακροδεξιά κουλτούρα που αν και δεν έχει ισχυρή εκπροσώπηση, διατηρεί πραγματική επίδραση, μαζί με διάφορες μορφές χειραγώγησης και «αξιοποίησης», στο τέλος οδηγεί στη βαναυσότητα που είδαμε στη Θεσσαλονίκη.

Για να χρησιμοποιήσω ψυχαναλυτικούς όρους είναι μια οδυνηρή επιστροφή στο πραγματικού ερωτημάτων που συστηματικά απωθήθηκαν στο συμβολικό πεδίο: αυτά που αφορούν την πραγματική κατάσταση των υποτελών τάξεων, την πολλαπλή επισφάλεια και καθημερινή διάψευση ενός επιβιωτισμού που καμιά «ανάπτυξη» δεν μπορεί να αναιρέσει, τη διάβρωση της αλληλεγγύης από την αγορά και την υποκατάστασή της από κάθε λογής εργαλειοποιημένες και ενίοτε χειρίσιμες «ταυτίσεις» που όριό τους έχουν τη βία.