Πραγματικότητα και δημαγωγία
Η ευθύνη για τα διαδραματισθέντα μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας βαραίνει και τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, που επέλεξαν την οδό της μετωπικής αντιπαράθεσης και οδήγησαν έτσι τη χώρα στο αιματοκύλισμα του Εμφυλίου των ετών 1946-1949
Αντικειμενικός σκοπός της Συμφωνίας της Βάρκιζας, στην οποία αφιερώσαμε το προχθεσινό άρθρο μας με αφορμή τη συμπλήρωση 77 ετών από την υπογραφή της, ήταν η συμφιλίωση των Ελλήνων, η καταλλαγή των παθών και η αποκατάσταση της πολιτικής ομαλότητας. Δυστυχώς, ουδείς από τους στόχους αυτούς επιτεύχθηκε. Η ευθύνη για την αποτυχία αυτή βαραίνει και τα δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα, που επέλεξαν την οδό της μετωπικής αντιπαράθεσης και οδήγησαν έτσι τη χώρα στο αιματοκύλισμα του Εμφυλίου των ετών 1946-1949.
Φυσικά, επί δεκαετίες ολόκληρες, το πολιτικό προσωπικό αλλά και οι ιστοριογράφοι των «δύο κόσμων» που συγκρούστηκαν ανηλεώς τη δεκαετία του ’40 στη χώρα μας πασχίζουν να μας πείσουν περί του αντιθέτου. Ρίχνοντας το λίθο του αναθέματος στους «μοναρχοφασίστες» ή στους «συμμορίτες», καταπώς τους εξυπηρετεί, επιχειρούν να απεκδυθούν κάθε ευθύνη της δικής τους παράταξης για τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο, να «διαγράψουν» τις δογματικές ακρότητες και τις ιδεολογικές εμμονές των πολιτικών προγόνων τους, τα εγκλήματά τους και τα λάθη τους.
Λίγοι ήταν εκείνοι που προσέγγισαν στο διάβα του χρόνου το φλέγον αυτό εθνικό ζήτημα με νηφαλιότητα και μετριοπάθεια, και ακόμα λιγότεροι αυτοί που έπραξαν κάτι τέτοιο ενώ οι πληγές ήταν ακόμα χαίνουσες. Ένας εξ αυτών των τελευταίων ήταν ο Γεώργιος Μαύρος (1909-1995), επιφανές στέλεχος του κεντρώου πολιτικού χώρου κατά τον 20ό αιώνα, με θέσεις που κατά γενική ομολογία πόρρω απείχαν από τα δύο άκρα της πολιτικής. Με τρία άρθρα του που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Το Βήμα» λίγο μετά τη λήξη του Εμφυλίου, τον Ιούλιο του 1950 (πιο συγκεκριμένα, στις 14, 15 και 16 του μηνός), ο Μαύρος, τότε βουλευτής Αθηνών και πρώην υπουργός, αναφέρθηκε στους ιστορικούς λόγους που επέβαλλαν τη λήψη των λεγομένων «μέτρων επιεικείας» από την κυβέρνηση του Νικολάου Πλαστήρα.
«Η πραγματικότης έναντι της δημαγωγίας» έγραφε ο αείμνηστος Μαύρος στον τίτλο των άρθρων του αυτών, και φρονώ ότι τα ακόλουθα εκτενή αποσπάσματα μάς βοηθούν όντως να παραμερίσουμε τον πέπλο της δημαγωγίας, να προσεγγίσουμε την ιστορική πραγματικότητα και να συνειδητοποιήσουμε το πώς οδηγηθήκαμε στην τραγωδία που βίωσε ο ελληνισμός στα πρώτα μετακατοχικά χρόνια:
[…] Ότι ο πολιτικός μας οργανισμός νοσεί είναι εις όλους γνωστόν. Αλλ’ ας μη νομίσωμεν ότι ο κομμουνιστικός κίνδυνος είναι ο μόνος που τον απειλεί. Τούτο θα ήτο σφάλμα ιστορικόν. Οι σοβαρώτεροι κίνδυνοι προέρχονται εκ των ένδον. Είναι ιστορικώς βεβαιωμένον ότι κανέν καθεστώς δεν κατέρρευσεν συνεπεία εξωτερικών επιθέσεων, αν σήψις εσωτερική δεν είχε προηγουμένως παρασκευάσει το έδαφος διά την έξωθεν επίθεσιν. Αν ο προ των πυλών της πόλεως βάρβαρος, ο ερυθρός ολοκληρωτισμός, είναι ένας κίνδυνος, μεγαλύτερος είναι ο εντός των πυλών της πόλεως ευρισκόμενος, δηλαδή η δημοκοπία, η τα πάντα εκμεταλλευομένη διά σκοπούς κομματικούς. Η δημοκοπία είναι ο μέγας εχθρός των ελευθέρων θεσμών. Αυτή θερμαίνει προς ωρίμανσιν τους κινδύνους των λαϊκών ελευθεριών και καθιστά το έδαφος γόνιμον διά το ανατρεπτικόν έργον του ελλοχεύοντος κομμουνισμού. Ο λαός πρέπει να αναλάβη σταυροφορίαν κατά της δημοκοπίας, να κλείη προπαντός τα ώτα εις τους δημαγωγούς, οι οποίοι κολακεύουν τας αδυναμίας του, αν θέλη να σωθή από τους απειλούντας αυτόν παντοειδείς κινδύνους.
Η διαφωνία των κομμάτων του Κέντρου προς τα κόμματα της Δεξιάς επί των «μέτρων επιεικείας» είναι απόρροια όχι τόσον της διαφόρου πολιτικής κοσμοθεωρίας των όσον της διαφοράς των μεθόδων που ακολουθούν προς αντιμετώπισιν των απειλούντων τους ελευθέρους θεσμούς κινδύνων. Η αντίθεσίς μας προς τον ερυθρόν ολοκληρωτισμόν είναι τόσον απόλυτη όσον τουλάχιστον και η αντίθεσις προς αυτόν των κομμάτων της Δεξιάς. Η αντίθεσίς μας προς την Δεξιάν δεν οφείλεται εις το ότι η Δεξιά πολεμεί τον κομμουνισμόν, αλλ’ αντιθέτως εις το ότι με τας μεθόδους που χρησιμοποιεί βοηθεί τον κομμουνισμόν, μεταβάλλεται εις ανεκτίμητον πραγματικόν συνοδοιπόρον του κομμουνισμού. Ιδική μας πολιτική είναι να πυκνώσωμεν τας φάλαγγας του εθνικού στρατοπέδου απομονώνοντες το έγκλημα και τον κομμουνισμόν. Η Δεξιά αντιθέτως προσπαθεί ν’ απομονώση τον εθνικόφρονα κόσμον κηρύττουσα την εθνικοφροσύνην, ένα είδος «κεκορεσμένου» κλειστού επαγγέλματος, εις το οποίον δεν επιτρέπεται η προσχώρησις άλλων πολιτών. Η Δεξιά αναλαμβάνει τας ευθύνας ενός έργου το οποίον δεν ημπορεί να φέρη εις πέρας. Η καταπολέμησις του κομμουνισμού δεν είναι έργον της Δεξιάς. Αυτό είναι γνωστόν εις όλον τον κόσμον. Και έχει εύκολον την εξήγησιν. Ο κομμουνισμός καταστρώνει τα σχέδιά του εν ψυχρώ. Η Δεξιά, κατεχόμενη από έμμονη άλλοτε φυσικήν και άλλοτε επίπλαστην αντικομμουνιστικήν υστερίαν, ευρίσκεται εις οργανικήν αδυναμίαν ν’ αντιμετωπίση αντίπαλον δρώντα εν ψυχρώ, ως ο κομμουνισμός. Η Δεξιά μισεί απλώς τον κομμουνισμόν, δεν τον γνωρίζει, δι’ αυτό και δεν ημπορεί να τον αντιμετωπίση. Δι’ αυτόν τον λόγον ακριβώς ο κομμουνισμός δεν θεωρεί αντίπαλόν του την Δεξιάν, με την οποίαν ούτε καν ασχολείται, εκτός όταν την προκαλή διά να εκμεταλλευθή υπέρ των ιδικών του σκοπών την υστερίαν της. Ο κομμουνισμός μισεί θανασίμως μόνον τα κόμματα του Κέντρου. Και ευλόγως.
[…]
Διά τον μη εμβαθύνοντα εις την έρευναν των πολιτικών και κοινωνικών φαινομένων, η λήψις «μέτρων επιεικείας» ερμηνεύεται ως μία παροχή προς τον κομμουνισμόν. Η πρώτη εντύπωσις που δημιουργείται είναι πράγματι αυτή. Αλλ’ η εγγυτέρα έρευνα αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετον. Η παροχή μέτρων επιεικείας και δικαιοσύνης αποτελεί πλήγμα θανάσιμον εις αυτήν την καρδίαν του κομμουνισμού. Αν υπάρχη ένα κόμμα το οποίον αντιτίθεται, χωρίς βεβαίως να το διακηρύσση, εις πάσαν ιδέαν αμνηστίας ή μέτρων επιεικείας, αυτό είνε το Κομμουνιστικόν. Εις όσους φανή περίεργος ο αφορισμός, ας έχουν ολίγην υπομονήν, διότι θα ίδουν κατωτέρω τας αποδείξεις προσαγομένας με ακρίβειαν μαθηματικήν. Ο κομμουνισμός αντιτίθεται εις τα μέτρα επιεικείας διότι απλούστατα διαταράσσουν το «εν ψυχρώ» καταστρωθέν σχέδιον. Το ότι και η Άκρα Δεξιά αντιτίθεται επίσης εις τα μέτρα επιεικείας, αυτό δεν είναι συνέπεια πολιτικής ή σχεδίου, είναι απλώς μία εκδήλωσις αντιπαθείας προς τον κομμουνισμόν. Δι’ αυτό και η αντίθεσις της Δεξιάς προς τα μέτρα θα εστερείτο πολιτικής σημασίας, εάν δεν ήρχετο εις ενίσχυσιν των σχεδίων του Κομμουνιστικού κόμματος, προς το οποίον αθέλητα συνοδοιπορεί.
[…]
Είναι εις όλους γνωστόν πόσον δυσχερής και κρίσιμος υπήρξεν ο αγών διά τους συμμάχους κατά τον τελευταίον παγκόσμιον πόλεμον. Καταληφθέντες εξ απίνης, περίπου απαράσκευοι, είχον φθάσει εις ωρισμένην στιγμήν εις το χείλος της αβύσσου. Διά να σωθούν, έπρεπε να κινητοποιήσουν κάθε δύναμιν εναντίον του εχθρού. Διετάχθησαν τότε γενικά σαμποτάζ εις την κατεχομένην Ευρώπην. Ο φόνος ενός Γερμανού στρατιώτου εθεωρείτο και αυτός χρήσιμος εις τον συμμαχικόν αγώνα, διότι εξησθένει κατά μίαν μονάδα την δύναμιν του εχθρού. Διά τας συνεπείας της πράξεως εις βάρος των κατεχομένων υπό των γερμανικών στρατευμάτων χωρών ηδιαφόρουν οι σύμμαχοι. Είχον προ οφθαλμών τον μεγάλον σκοπόν, την τελικήν νίκην και την απελευθέρωσιν της Ευρώπης από τον απειλούντα αυτήν ναζιστικόν κίνδυνον. Διά την καλλιτέραν ενέργειαν των πράξεων αντιστάσεως, ιδρύθησαν εις τας κατεχομένας χώρας «μέτωπα απελευθερώσεως». Εις την Ελλάδα το ΕΑΜ. Όλα τα στοιχεία της επαναστατημένης εναντίον του κατακτητού μάζης συνεσπειρώθησαν περί το ΕΑΜ. Το ΕΑΜ απετέλεσεν μάζαν έχουσαν ανάγκην οργανώσεως και καθοδηγήσεως. Και αυτήν την έδωσε η εντός της επαναστατικής μάζης, δηλαδή του ΕΑΜ, δρώσα επαναστατική ΟΜΑΣ, η οποία δεν ήτο τίποτε άλλο από το Κομμουνιστικόν Κόμμα της Ελλάδος ή, διά να είμαι ακριβέστερος, από μίαν κλίκαν του ΚΚΕ. Όλαι αι μετέπειτα θλιβεραί εξελίξεις οφείλονται εις αυτήν την τελευταίαν διαπίστωσιν, ότι δηλ. την κατευθύνουσαν το ΕΑΜ ομάδα απετέλεσαν στελέχη του ΚΚΕ, τα οποία μοιραίον ήτο να θελήσουν να στρέψουν την δράσιν της μάζης, εις την κατάλληλην ώραν, προς την βιαίαν κατάληψιν της αρχής διά την επιβολήν κομμουνιστικής δικτατορίας.
Η στρατιωτική ηγεσία των συμμάχων, αποβλέπουσα εις την επιτυχίαν τών ενώπιον αυτής ευρισκομένων στρατηγικών σκοπών και χρησιμοποιούσα τα εις την διάθεσίν της μέσα, εξεμεταλλεύθη πλήρως και τα μέτωπα αντιστάσεως. Οι συμμαχικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί καθ’ όλην την διάρκειαν του αγώνος και μέχρι της αποχωρήσεως των κατακτητών εξύμνουν το ΕΑΜ και εξώθουν τους πολίτας να ταχθούν υπό τας σημαίας αυτού. Αυτό έδιδε την ηθικήν δικαίωσιν εις πάντα εντασσόμενον. Εν τω μεταξύ η διευθύνουσα το ΕΑΜ ομάς του ΚΚΕ το οργάνωσε κατά το κομμουνιστικόν πρότυπον –ως η ανάγκη ασφαλείας από τους κατακτητάς επέβαλε– και καθιέρωσε πειθαρχίαν στρατού. Έτσι εφθάσαμε εις την απελευθέρωσιν. Οι σκοτεινοί σκοποί του ΚΚΕ ήσαν γνωστοί εις το Φόρεϊν Όφφις και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, ήσαν γνωστοί και εις ημάς, άγνωστοι όμως εις το μέγα πλήθος τών εις σιδηράν πειθαρχίαν εντεταγμένων εις το ΕΑΜ, οι πλείστοι των οποίων ήσαν ανήλικοι. Κατ’ αυτόν τον τρόπον ωδηγήθη ο ΕΑΜικός στρατός εις την ανταρσίαν του Δεκεμβρίου, η οποία συντριβείσα από τα αγγλικά στρατεύματα ετερματίσθη με την συμφωνίαν της Βάρκιζας.
Μετά την καταστολήν του Δεκεμβριανού κινήματος ετέθη ενώπιον της Πολιτείας το πρόβλημα πώς θα αντιμετωπισθή το ζήτημα το προκύψαν από τον εθνικόν διχασμόν κατά την κατοχήν και εν συνεχεία κατά την Δεκεμβριανήν στάσιν. Η χώρα διηρέθη εις δύο θανασίμως μισούμενα στρατόπεδα, τα οποία εζήτουν την διά πυρός και σιδήρου εξόντωσιν των αντιπάλων.
Έπειτα από την αμνηστίαν που εχορήγησεν η συμφωνία της Βάρκιζας 20.000 πολίται ευρίσκοντο εις τας φυλακάς δι’ αδικήματα της κατοχικής περιόδου και μη αμνηστευθέντα Δεκεμβριανά, εναντίον δε 60.000 πολιτών είχον εκδοθή εντάλματα συλλήψεως. Οι τελευταίοι διά ν’ αποφύγουν την σύλληψιν κατέφυγον εις την παρανομίαν. Αυτή ήτο η κατάστασις που εκληρονόμησαν αι μετά την Βάρκιζαν Κυβερνήσεις. Εγνώριζαν όλοι ότι η διευθέτησις της υφισταμένης κρίσεως έπρεπε να επιδιωχθή με μέσα κατευναστικά, αδυνάτου ούσης της εξοντώσεως τόσον μεγάλου αριθμού πολιτών. Δι’ αυτό και πολλά είναι τα νομοθετήματα περί μέτρων επιεικείας, τα οποία είδον το φως μετά τον Δεκέμβριον του 1944. Τα περισσότερα και γενναιότερα εξ αυτών εψήφισεν η Δ’ Αναθεωρητική Βουλή, εις την οποίαν, ως γνωστόν, την πλειοψηφίαν είχε το Λαϊκόν Κόμμα.
[…]
Η συμφωνία της Βάρκιζας, ως εν τη πράξει εφηρμόσθη, εδημιούργησε καθεστώς εκτάκτου ανηθικότητος, το οποίον δεν τιμά ούτε τους συμβληθέντας, ούτε τας εν συνεχεία εκτελεσάσας την συμφωνίαν ελληνικάς Κυβερνήσεις, αλλ’ ούτε και τον συμμαχικόν παράγοντα, ο οποίος τόσον ρόλον έπαιξεν εις την επίτευξιν της συμφωνίας αυτής. Ποίον υπήρξε το αποτέλεσμα της συμφωνίας της Βάρκιζας; Αφέθη ελευθέρα η ηγεσία του Δεκεμβριανού κινήματος, η ηγεσία του ΚΚΕ, και παρέμειναν εις τας φυλακάς και εν υποδικία και υπό δίωξιν περί τας 80.000 πολιτών, η μεγίστη πλειοψηφία των οποίων υπήρξαν θύματα της αμνηστευθείσης ηγεσίας. Η ηγεσία του ΚΚΕ, βοηθουμένη από το διεθνές κλίμα, εξησφάλισε όχι μόνον την διά της συμφωνίας της Βάρκιζας αμνήστευσίν της, αλλά και την εν τη πράξει υπέρ αυτής εκτέλεσιν της συμφωνίας υπό την εγγύησιν του συμμαχικού παράγοντος. Υποστάν δεινήν ήτταν τον Δεκέμβριον του 1944, το ΚΚΕ είχεν ανάγκην ανασυντάξεως των δυνάμεών του. Διά τούτο εχρειάζετο αφ’ ενός ελευθερία κινήσεων της ηγεσίας και αφ’ ετέρου συνέχισις των διώξεων των οπαδών. Οι κομμουνισταί γνωρίζουν καλώς πώς εργάζονται. Τον Δεκέμβριον επηκολούθησε κρίσις και διαρροή όλων εκείνων των οπαδών οι οποίοι είχον ενταχθή εις το ΕΑΜ με την πεποίθησιν ότι ήτο μέτωπον απελευθερωτικόν και δεν επρόκειτο να επιδιώξη πολιτικούς σκοπούς, δηλαδή την κατάληψιν της αρχής διά της βίας. Η διατήρησις των οπαδών αυτών εις τας τάξεις του ΚΚΕ μόνον δι’ ενός τρόπου ήτο δυνατή, διά της καταδίκης των δηλαδή εις εγκάθειρξιν και διά του εξαναγκασμού χιλιάδων διωκομένων να ζουν εις την παρανομίαν. Αυτό δημιουργεί το θανάσιμον εκείνο μίσος εναντίον του καθεστώτος, το οποίον μαζί με άλλους παράγοντας είναι απαραίτητον διά την παραγωγήν κομμουνιστικών στελεχών.
Ενώ λοιπόν μετά την Βάρκιζαν απηλλάγη πάσης ευθύνης διά την Δεκεμβριανήν ανταρσίαν το Πολιτικόν Γραφείον του ΚΚΕ, εκηρύχθη απηνής διωγμός εναντίον των οπαδών. Όταν διηύθυνα το υπουργείον Δικαιοσύνης, ήμην υποχρεωμένος να δέχωμαι εις καθημερινάς ακροάσεις την ηγεσίαν του ΚΚΕ, το οποίον μετά την Βάρκιζαν είχε αποκατασταθή νομικώς. Συγχρόνως επιθεώρουν φυλακάς του Κράτους και έβλεπα χιλιάδας κρατουμένων, κυρίως δε ανηλίκων, φοιτητών, μαθητών, μαθητριών, εις τους οποίους το Κράτος εφόρτωσεν όλας τας ευθύνας διά το Δεκεμβριανόν κίνημα και διά διάφορα κατοχικά αδικήματα. Πέραν των κρατουμένων εις τας φυλακάς, 60.000 εντάλματα συλλήψεως υπεχρέουν ανάλογον αριθμόν πολιτών να ζη εις την παρανομίαν, να τελή δηλαδή υπό την προστασίαν και την καθοδήγησιν του ΚΚΕ. Ήτο δυνατόν το Κομμουνιστικόν Κόμμα να εύρη περισσότερον πιστούς φίλους από το Κράτος, το οποίον τόσον πολύτιμον βοήθειαν παρείχε εις τους κομμουνιστικούς σκοπούς;
Αυτήν την κατάστασιν είχε να αντιμετωπίση ο νόμος περί της αποσυμφορήσεως των φυλακών. Εκρίθη πολιτικώς, ηθικώς και εθνικώς απαράδεκτον να είναι ελευθέρα η ηγεσία του ΚΚΕ και να διώκονται τα θύματά της, ιδία οι ανήλικοι, εις την εύπλαστην ψυχήν των οποίων ενεσταλάζετο μίσος απύθμενον κατά του αδικούντος Κράτους. Η πολιτική του νόμου αποσυμφορήσεως ήτο να αποσπάση τους νέους ιδίως από τους όνυχας του ΚΚΕ και να τους αποδώση εις την Κοινωνίαν. Εάν το ΚΚΕ υπέστη μίαν ήτταν τον Δεκέμβριον του 1944, μεγαλυτέραν υπέστη τον Δεκέμβριον του 1945, όταν εδημοσιεύθη ο νόμος αποσυμφορήσεως. Διότι εις τον νόμον αυτόν και γενικώς εις την πολιτικήν του κατευνασμού έβλεπε το Κομμουνιστικόν Κόμμα τον σοβαρώτερον κίνδυνον διά την ιδικήν του πολιτικήν.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις