Γυναικοκτονίες: Συγκάλυψη περιστατικού με δράστη αστυνομικό – Καταπέλτης η απόφαση του ΕΕΔΑ
Δολοφόνησε τη σύντροφό του με το υπηρεσιακό του όπλο, ενώ η γυναίκα είχε καταγγείλει πολλές φορές τον δράστη στις αρχές. Το ΕΕΔΑ επιδίκασε αποζημίωση 35.000 ευρώ στους συγγενείς του θύματος
- Αποκάλυψη in: Έψαξαν τις κάμερες για το ύποπτο «φορτίο» της τραγωδίας στα Τέμπη προ …δύο ημερών
- Αναγκαία η άμεση παρέμβαση του Αρείου Πάγου για το «χαμένο» υλικό από τις κάμερες στα Τέμπη, λέει το ΠΑΣΟΚ
- Πούτιν σε Σολτς: Οποιαδήποτε συμφωνία θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της τη νέα εδαφική πραγματικότητα
- Ο Μάρτιν Σκορσέζε φέρνει στην οθόνη τη ζωή οκτώ καθολικών Αγίων - «Πάντα με γοήτευε η ιδέα»
O αστυνομικός στη Γεωργία δολοφόνησε τη σύντροφό του με το υπηρεσιακό του όπλο, αλλά οι αρχές τον αντιμετώπισαν μεροληπτικά γιατί ήταν δικός τους άνθρωπος. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε το ΕΕΔΑ μετά από προσφυγή των συγγενών της άτυχης γυναίκας, που κάνει λόγο για «γενική και μεροληπτική παθητικότητα των αρχών έναντι καταγγελιών για ενδοοικογενειακή βία μπορεί να δημιουργήσει ένα κλίμα που ευνοεί την περαιτέρω διάδοση της βίας που διαπράττεται κατά των θυμάτων μόνο και μόνο επειδή είναι γυναίκες». Το ΕΕΔΑ όρισε αποζημίωση 35.000 ευρώ στη μητέρα και τον γιο της δολοφονημένης γυναίκας.
Ειδικότερα, το θύμα κατέθεσε ενώπιον της αστυνομίας πολλές καταγγελίες για περιστατικά κακοποίησης από τον σύντροφό της, ενώ όλα τα γεγονότα ήταν γνωστά και στις εισαγγελικές αρχές χωρίς ωστόσο να ληφθεί κάποια μέριμνα. Η υπόθεση εξετάστηκε μετά την προσφυγή της μητέρας και του γιου του θύματος Α. και Β. αντιστοίχως και αφορούσε τη δολοφονία της C. από τον D. πατέρα του Β., αστυνομικό, μετά από μια ταραγμένη σχέση και την έρευνα που διενεργήθηκε από τις εγχώριες αρχές, όπως αναφέρει το dikastiko.gr.
Η συμβίωση του ζευγαριού, η οποία χαρακτηριζόταν συχνά από διαμάχες που τροφοδοτούνταν από τη ζήλια του D., διήρκεσε από τον Δεκέμβριο του 2011 έως τον Ιούνιο του 2012, όταν η C., εξαντλημένη από τη σωματική και ψυχολογική παρενόχληση από τον σύντροφό της, επέστρεψε στο σπίτι των γονιών της. Ήταν δύο μηνών έγκυος τότε.
Οι απειλές
Σύμφωνα με το υλικό που ήταν διαθέσιμο στη δικογραφία, πολυάριθμοι ανεξάρτητοι μάρτυρες επιβεβαίωσαν στις γραπτές τους καταθέσεις ότι ο D. είχε εκμεταλλευτεί την ιδιότητα του ως αστυνομικός για να κακοποιήσει την C. για χρονικό διάστημα από τον Απρίλιο 2011 έως και τον Ιούλιο 2014.
Συγκεκριμένα, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου:
- είχε επιδείξει εκφοβιστικά το υπηρεσιακό του πιστόλι σε τουλάχιστον επτά περιπτώσεις,
- απείλησε τακτικά ότι θα απήγγειλε ψευδείς κατηγορίες εναντίον του πατέρα και του αδερφού της C., εάν ανέφερε τους καβγάδες τους στην αστυνομία και συχνά έλεγε ότι δεν φοβόταν την αστυνομία καθώς ήταν μέρος αυτής και ο ίδιος.
Τελικά, στις 25 Ιουλίου 2014 (ημέρα που ο D. είχε κληθεί να δώσει εξηγήσεις στην αστυνομία) τράβηξε το υπηρεσιακό του πιστόλι και πυροβόλησε πέντε βολές στο στήθος και το στομάχι της C. από κοντινή απόσταση. Η C. υπέκυψε στα τραύματα της ακαριαία. Ο D καταδικάστηκε σε 11 χρόνια κάθειρξη, αλλά το μοιραίο γεγονός δεν είχε εγκαίρως αποτραπεί.
Γυναικοκτονίες: Αδράνεια και αμέλεια της αστυνομίας
«Η παρούσα υπόθεση δεν αφορούσε άμεσα τις βίαιες ενέργειες του D., οι οποίες τελικά οδήγησαν στην ποινική του καταδίκη μετά τη δολοφονία της C., αλλά μάλλον για την ανταπόκριση των αρχών, ή την έλλειψη αυτής, στις πράξεις του εναντίον της C. και τα παράπονα της οικογένειάς της πριν από και μετά τη δολοφονία της. Το γεγονός ότι ήταν εν ενεργεία αστυνομικός και συνάδελφος – γνωστός εκείνων που είχαν ερευνήσει τις καταγγελίες της C. μπορούσε να είναι σχετικό με την εκτίμηση του Δικαστηρίου» σημειώνεται.
Όπως τονίζεται «το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, δεδομένου ότι η ουσία της προσφυγής είναι ότι η αδράνεια και η αμέλεια της αστυνομίας ήταν ένας από τους κύριους λόγους για τους οποίους επετράπη να κλιμακωθεί η ενδοοικογενειακή κακοποίηση, με αποκορύφωμα τη δολοφονία της C. και δεδομένου ότι οι αρχές γνώριζαν ή θα έπρεπε να γνωρίζουν το υψηλό επίπεδο κινδύνου που αντιμετώπιζε αν δεν εκπλήρωναν σωστά τα αστυνομικά τους καθήκοντα – καθώς διαμαρτυρόταν για έναν συνάδελφό τους αστυνομικό, με πρόσβαση σε πυροβόλο όπλο – και έτσι ήταν σε θέση να διαπιστώσουν εάν είχε εμπλακεί σε παρόμοια περιστατικά στο παρελθόν ή της τάσης του για βία, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η αδράνεια και η αμέλειά τους ξεπέρασε ένα απλό σφάλμα κρίσης ή απροσεξία».
Η ανταπόκριση των εισαγγελικών αρχών
Ωστόσο, το ΕΔΔΑ υπογραμμίζει πως κατέγραψε «με ανησυχία ότι η αρμόδια ανακριτική αρχή ούτε προσπάθησε να αποδείξει την ευθύνη των αστυνομικών για την αποτυχία τους να ανταποκριθούν σωστά στα πολλαπλά περιστατικά βίας λόγω φύλου που συνέβησαν πριν από τη δολοφονία της C. ούτε το έκρινε απαραίτητο να χορηγήσει στους προσφεύγοντες την ιδιότητα του θύματος. Δεν ξεκίνησε καν πειθαρχική έρευνα για την υποτιθέμενη αδράνεια της αστυνομίας και δεν ελήφθησαν μέτρα για την εκπαίδευση των εν λόγω αστυνομικών σχετικά με το πώς να ανταποκρίνονται σωστά σε καταγγελίες για ενδοοικογενειακή βία στο μέλλον. Το γεγονός ότι ο φερόμενος ως δράστης της βίας της κακοποίησης ήταν ο ίδιος μέλος των αρχών επιβολής του νόμου και ότι οι απειλές που είχε χρησιμοποιήσει κατά του θύματος και της οικογένειάς του αναφέρονταν σε αυτό που θεωρούσε ατιμωρησία του, κατέστησε την ανάγκη για μια σωστή έρευνα ακόμη πιο πιεστική».
Η ποινική διαδικασία
Επιπλέον σημείωσε την «ανεπάρκεια της ποινικής διαδικασίας σχετικά με την ποινική δίωξη που ασκήθηκε σε βάρος του δράστη αλλά και της αστικής αξίωσης που ασκήθηκε από τους προσφεύγοντες εναντίον της αστυνομίας. Όσον αφορά την ποινική δίωξη, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η δίκη και η καταδίκη του D. δεν περιελάμβανε καμία εξέταση του πιθανού ρόλου της διάκρισης λόγω φύλου στη διάπραξη του εγκλήματος.
Όσον αφορά την αστική αξίωση, ενώ ήταν αναμφίβολα θετικό το γεγονός ότι τα εθνικά δικαστήρια αναγνώρισαν την αποτυχία των αρχών να λάβουν μέτρα με στόχο τον τερματισμό των διακρίσεων λόγω φύλου και την προστασία της ζωής της C. το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν ερευνήθηκε το ενδεχόμενο εάν η ανοχή σε περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας θα μπορούσε να έχει εξαρτηθεί από την ίδια προκατάληψη του φύλου.
Ούτε τα δικαστήρια εξέτασαν το ερώτημα εάν υπήρχαν ενδείξεις συναίνεσης ή συνεννόησης των αρμόδιων αστυνομικών στις καταγγελίες της C. σχετικά με τις βίαιες πράξεις που διέπραξε ο συνάδελφός τους, λόγου του φύλου της. Συνεπώς τα εθνικά δικαστήρια δεν ανταποκρίθηκαν στο αυξημένο καθήκον τους να αντιμετωπίσουν τα εγκλήματα που προκαλούνται από προκαταλήψεις».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις