Το συμβιβαστικό μήνυμα Μπάιντεν στην Ρωσία
Η παρέμβαση του Τζο Μπάιντεν έκανε σαφές ότι η αμερικανική κυβέρνηση αναζητά σημείο ισορροπίας με τη Ρωσία
- Η τηλεθέαση του debate ΣΥΡΙΖΑ – Ελπίδες για τη συμμετοχή στην κάλπη της Κυριακής – Η σύγκριση με το ΠΑΣΟΚ
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Να απομονώσει τους αποστάτες καλούν οι 87+ τον πολιτικό κόσμο - «Να μην αποδεχτούν έδρες προϊόν συνωμοσίας»
Σε μια ομιλία καλό είναι κανείς να κοιτάζει αυτά που λέγονται για να λέγονται και αυτά που λέγονται για να ακουστούν από αυτούς που πρέπει.
Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο στον δύσκολο χώρο της διπλωματίας όπου η παράδοση των ακόμη και υπαινικτικά διατυπωμένων φράσεων, για να τηρούνται τα προσχήματα, είναι μεγάλη. Και ακόμη και στην εποχή μας, όπου κυριαρχεί μια πολύ πιο «επιθετική» επικοινωνιακή στρατηγική, αυτό εξακολουθεί να ισχύει.
Οι δηλώσεις του Τζο Μπάιντεν στις 15 Φεβρουαρίου για την ουκρανική κρίση σε αυτό ακριβώς αποσκοπούσαν. Να στείλουν συγκεκριμένα μηνύματα μέσα σε μια δύσκολη διαπραγμάτευση που απέχει ακόμη από το σημείο όπου οι δύο πλευρές «κάθονται στο τραπέζι».
Ο δηλώσεις αυτές προφανώς και περιλάμβαναν όλη την πρόσφατη αμερικανική – και ευρύτερα «δυτική» – ρητορική για τη ρωσική επιθετικότητα, τη δέσμευση των ΗΠΑ και των συμμάχων τους να επιβάλουν αυστηρές κυρώσεις στη Ρωσία εάν υπάρξει εισβολή στην Ουκρανία, και να ενισχύσουν στρατιωτικά την Ουκρανία (όχι όμως να στείλουν στρατιωτικό προσωπικό), όπως και τη δέσμευση ότι δεν θα προχωρήσει ο Nord Stream 2 εάν υπάρξει «περαιτέρω εισβολή». Όλα αυτά συνδυασμένα με μια ρητορική ότι όλα αυτά γίνονται για την ελευθερία και για το δικαίωμα των χωρών να διαλέγουν το δικό τους πεπρωμένο
Τα κρίσιμα σημεία
Όμως τα κρίσιμα σημεία της παρέμβασης του Μπάιντεν δεν ήταν αυτά. Βρίσκονταν στα ακόλουθα αποσπάσματα:
«Χτες, η Ρωσική κυβέρνηση δημόσια πρότεινε να συνεχιστεί η διπλωματία. Συμφωνώ. Πρέπει να δώσουμε στη διπλωματία κάθε ευκαιρία να πετύχει. Πιστεύω ότι υπάρχουν πραγματικοί τρόποι να αντιμετωπίσουμε τις ανησυχίες μας για ζητήματα ασφάλειας.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν θέσει στο τραπέζι συγκεκριμένες ιδέες για να εγκαθιδρύσουν ένα περιβάλλον ασφάλειας στην Ευρώπη.
Προτείνουμε νέα μέτρα ελέγχου των εξοπλισμών, νέα μέτρα διαφάνειας, νέα μέτρα στρατηγικής σταθερότητας. Αυτά τα μέτρα θα εφαρμόζονται από όλες τις πλευρές – και το ΝΑΤΟ και τη Ρωσία
[…]
Ούτε οι ΗΠΑ ούτε το ΝΑΤΟ έχουν πυραύλους στη Ρωσία. Επίσης δεν έχουμε σχέδια να βάλουμε [πυραύλους] εκεί
Δεν στοχοποιούμε το λαό της Ρωσίας. Δεν επιθυμούμε να αποσταθεροποιήσουμε τη Ρωσία»
Με τις δηλώσεις αυτές ουσιαστικά ο Μπάιντεν θέτει ένα πλαίσιο που κατατείνει προς έναν συμβιβασμό και την εκκίνηση μιας δύσκολης διαπραγμάτευσης.
Σε μια ομιλία που δεν εμπεριείχε την αναφορά στο δικαίωμα της Ουκρανίας να μπει στο ΝΑΤΟ (υπήρχε μόνο η αναφορά στο δικαίωμα των κρατών να διεκδικούν το πεπρωμένο τους) ο Μπάιντεν δεσμεύτηκε ότι η Ουκρανία δεν θα αποτελέσει το πεδίο όπου θα συνεχιστεί η επέκταση των νατοϊκών οπλικών και κυρίως των πυραύλων.
Σημειώνουμε εδώ ότι η Ρωσία κυρίως ανησυχεί για την επέκταση αντιβαλλιστικών συστοιχιών κοντά στα σύνορά της, μια που τα αντιβαλλιστικά συστήματα, παρότι έχουν «αμυντικό» όνομα, είναι στην πραγματικότητα όπλα «πρώτου χτυπήματος», εφόσον ακυρώνουν τη δυνατότητα αντιποίνων.
Ουσιαστικά, ο Μπάιντεν αναγνώρισε ένα «ειδικό καθεστώς», που να απαντά σε ρωσικές έγνοιες, ακόμη και για μια φιλοδυτική Ουκρανία.
Ο συνδυασμός αυτής της άτυπης δέσμευσης με την επιμονή σε μια συζήτηση για τα ζητήματα συλλογικής ασφάλειας έχει σημασία. Γιατί μπορεί να διαφαίνεται μεγάλη απόσταση ανάμεσα στις εκατέρωθεν τοποθετήσεις, όπως έχει πολλές φορές υπογραμμίσει η Μόσχα, όμως, το κρίσιμο στοιχείο είναι ακριβώς ότι υπάρχει ζήτημα συζήτησης, ότι είναι νόμιμες οι ανησυχίες και ότι θα πρέπει να υπάρξει συζήτηση και αμοιβαίες εγγυήσεις για τη συλλογική ασφάλεια στην Ευρώπη.
Είναι αλήθεια ότι ο Μπάιντεν δεν τοποθετήθηκε στο ζήτημα της άλλης διάστασης της ουκρανικής κρίσης που αφορά την εφαρμογή των συμφωνιών του Μινσκ, παρότι παραμένουν και αυτές επίσημη θέση της αμερικανικής διπλωματίας.
Ωστόσο, ως προς αυτό την αμερικανική θέση την έχει εκφράσει κατ’ επανάληψη ο Άντονι Μπλίνκεν, π.χ. κατά τη συνάντησή του με τον Ζοσέπ Μπορέλ, επιμένοντας ότι οι ΗΠΑ στηρίζουν το πλαίσιο των Συμφωνιών του Μινσκ. Παρότι υποστήριξε ότι η Ουκρανία έχει τηρήσει τις δεσμεύσεις της και η Ρωσία όχι (η ρωσική θέση είναι ότι έχει συμβεί το ακριβώς αντίθετο), εντούτοις υπογράμμισε ότι μπορεί να υπάρξει ειδικό καθεστώς για το Ντονμπάς.
Ούτως ή άλλως, η διαπραγμάτευση για την εφαρμογή των Συμφωνιών του Μινσκ έχει κατά κάποιο τρόπο εκχωρηθεί στους Ευρωπαίους εφόσον οι συζητήσεις γίνονται στο πλαίσιο του «σχήματος της Νορμανδίας», οπότε εκεί ρόλο έχουν η Γαλλία και η Γερμανία.
Εκεί η εξέλιξη ήταν η δήλωση του Γερμανού καγκελαρίου Όλαφ Σολτς ότι έχει δέσμευση Ζελένσκι για να προχωρήσουν οι θεσμικές αλλαγές που περιλαμβάνονται στις συμφωνίες του Μινσκ και αφορούν το «ειδικό καθεστώς» των ανατολικών περιοχών.
Η Ρωσία έλαβε το μήνυμα
Το γεγονός ότι ο πρακτορείο Tass επέλεξε να προβάλει το σημείο των δηλώσεων Μπάιντεν που αφορούσαν ακριβώς το ότι οι ΗΠΑ δεν έχουν σχέδια για να αναπτύξουν πυραύλους στην Ουκρανία, δεν είναι τυχαίο.
Χαρακτηριστική η τοποθέτηση του Κρεμλίνου στις 16 Φεβρουαρίου ήταν ότι η Μόσχα είδε τη διάθεση του Μπάιντεν να μιλήσει ως θετικό σημάδι.
Άλλωστε, ένδειξη ενός ιδιότυπου διαλόγου «σε πραγματικό χρόνο» ήταν και το γεγονός ότι κατά τον διάλογό του με τον Λαβρόφ τη Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου ο Πούτιν μπορεί να υποστήριξε ότι η Μόσχα δεν είναι ικανοποιημένη με αυτές τις μέχρι τώρα απαντήσεις των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ για τα ζητήματα συλλογικής ασφάλειας, όμως κάποιες προτάσεις ήταν όντως εποικοδομητικές, ιδίως αυτές που αφορούσαν τους πυραύλους μικρού και μεσαίου βεληνεκούς και μια σειρά προτάσεις για τη μείωση των στρατιωτικών κινδύνων και την οικοδόμηση εμπιστοσύνης και στρατιωτικής διαφάνειας.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις