Συμφωνώ με τον έλληνα Πρωθυπουργό, ο οποίος χθες στη Βουλή θύμισε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, την ιστορική φράση του «Ανήκομεν εις την Δύσιν» και την κομβικής σημασίας επιλογή του να εντάξει αποφασιστικά (και κόντρα στον τότε αντιπολιτευτικό συρμό) τη χώρα στην Ευρώπη και στους αρμούς του δυτικού κόσμου. Χωρίς εκείνη την επιλογή, η Ελλάδα δεν θα είχε αποκτήσει εγκαίρως στρατηγική κατεύθυνση προς την Ευρωπαϊκή Ενωση.

Η κατεύθυνση του Καραμανλή, μάλιστα, έχει ιδιαίτερη αξία επειδή δόθηκε και άρχισε να υλοποιείται σε μια φάση έξαρσης του αντιδυτικισμού. Την εποχή της Μεταπολίτευσης, θεωρούνταν προοδευτικό να αποδίδεται η ευθύνη για τη χούντα στην Αμερική και, συνεκδοχικά, σε ολόκληρο το δυτικό στρατόπεδο που δεν ήταν με τους Σοβιετικούς στον Ψυχρό Πόλεμο. Γι’ αυτό, το πιο επιδραστικό «αντισυστημικό» σύνθημα εκείνης της εποχής ήταν «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ, το ίδιο συνδικάτο». Κατανοεί κανείς πού θα βρισκόταν σήμερα η χώρα χωρίς την ευρωπαϊκή ταυτότητα και, κυρίως, την ισχύ που της δίνει το ανήκειν στον δυτικό κόσμο.

Κι όμως. Ο αντιδυτικισμός καλλιεργήθηκε από δυνάμεις της Αριστεράς αλλά και της Ακροδεξιάς στη χώρα, πολλά χρόνια μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Το ξανθό γένος των Ρώσων που θα σώσει την Ελλάδα συγκίνησε αλληλοδιαδόχως κομμουνιστές, πασόκους, το ιδεολογικοφιλοσοφικό ρεύμα της νεοορθοδοξίας, το λεγόμενο φαιοκόκκινο μέτωπο της δεκαετίας του 1990 που υποστήριζαν τον Μιλόσεβιτς και την κουλτούρα της εθνοκάθαρσης στα Βαλκάνια, φτάνοντας στους Αγανακτισμένους την εποχή της χρεοκοπίας που θεωρούσαν την Ευρώπη υπαίτια για τον ελληνικό κρατισμό.

Σε εκείνη την οδυνηρή περιπέτεια είχε εμπλακεί και ο ΣΥΡΙΖΑ – το κυβερνητικό, μαζί με τους ΑΝΕΛ, σχήμα που προέκυψε από την ώσμωση ριζοσπαστών και μετακομμουνιστών με την παράδοση των ανανεωτών, που έκανε τον Αλέξη Τσίπρα πρωθυπουργό. Ξεκίνησε, αν θυμάστε, με αντιλήψεις του τύπου «η θάλασσα δεν έχει σύνορα» και με προσπάθεια να βρει χρηματοδότηση του αντευρωπαϊσμού του στην Κίνα, στους μουλάδες του Ιράν και ασφαλώς στη Ρωσία, για να προσγειωθεί πραγματιστικά στην ποδιά της Ανγκελα Μέρκελ και του τρίτου και μεγαλύτερου Μνημονίου που μας κληροδότησε.

Αλλ’ αυτός ο, έστω ύστερος, πραγματισμός δεν φαίνεται να καρποφόρησε και να γονιμοποίησε τη μετακυβερνητική πορεία του ΣΥΡΙΖΑ, που επέστρεψε στα ίδια. Δεν έμαθαν τίποτα στην αξιωματική αντιπολίτευση ούτε από τη δημοσκοπική καθήλωσή τους. Αντίθετα, επέστρεψαν στον αριστερισμό ενός δήθεν κοσμοπολιτισμού, ουσιαστικά ψευδούς, που επιβεβαιώθηκε με διάφορες πολιτικές επιλογές τα τελευταία δυόμισι χρόνια και εκδηλώθηκε πανηγυρικά χθες στη Βουλή, στη συζήτηση για την οργάνωση της άμυνας της χώρας.

Στη χθεσινή συζήτηση ο ΣΥΡΙΖΑ συμπεριφέρθηκε χίπικα: ειρήνη, ύφεση, αφοπλισμός, αμήν, Παναγιά μου. Γι’ αυτό εξέφρασε ορισμένες πολιτικά πρωτόγονες τοποθετήσεις: «η άμυνα της χώρας δεν είναι αυτοσκοπός» (ωστόσο, ακόμα κι αν έχει λογική βάση μια τέτοια πρόταση, είναι ελλιπής αν δεν συνοδεύεται από το ότι είναι υποχρέωσή της απέναντι στους πολίτες, στην ταυτότητα και στον πολιτισμό μας). Ως εκ τούτου, δεν θέλει τον φράχτη στον Εβρο, δεν θέλει τα Ραφάλ, δεν θέλει φύλαξη των θαλάσσιων συνόρων, δεν θέλει καμία αμυντική συμμαχία. Δήθεν, μεσάζοντες ανάμεσα στο κράτος και στη βιομηχανία πολέμου προτιμούν τα Ραφάλ αντί να αντιμετωπίσουν την ακρίβεια.

Σε μια συγκυρία όπου η αναθεωρητική Ρωσία οπλίζει τους όπου γης αναθεωρητές (και ασφαλώς την Τουρκία), η χώρα δυστυχώς δεν μπορεί να πορεύεται χωρίς άμυνα. Και πόσος πολιτικός πρωτογονισμός μπορεί να επενδυθεί κόντρα σε αυτή την απλή αλήθεια;