Το Ιράν βιάζεται να υπάρξει συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα
Οι διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν φαίνεται να οδηγούνται σε θετικό αποτέλεσμα
Ήταν μία από τις πιο σημαντικές επιλογές του Ντόναλντ Τραμπ. Αποσύροντας τις ΗΠΑ από τη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν και επιστρέφοντας σε ένα καθεστώς κυρώσεων, ουσιαστικά αναιρούσαν μια προηγούμενη στρατηγική που θεωρούσε ότι έπρεπε να υπάρξει μια συμβιβαστική λύση και να περιοριστεί η συγκεκριμένη εστία έντασης.
Αυτό άλλωστε, καταγράφηκε και σε μια συνολική επιδείνωση των αμερικανοϊρανικών σχέσεων.
Με αυτό τον τρόπο οι ΗΠΑ άλλαζαν πορεία σε σχέση με την προηγούμενη επιλογή των κυβερνήσεων Ομπάμα που ήταν ο περιορισμός των περιφερειακών μετώπων στα οποία ήταν εκτεθειμένες οι ΗΠΑ για να μπορέσουν να επικεντρώνουν στα βασικά ανοιχτά μέτωπα.
Ο Τζο Μπάιντεν που κατεξοχήν θέλει μια πολιτική που να επιτρέπει στις ΗΠΑ να επικεντρωθούν στη βασική αντιπαράθεση με τη Ρωσία και τον ανταγωνισμό με την Κίνα, τώρα και μετά την αποχώρηση από το Αφγανιστάν και τη μερική αποχώρησή τους από τη Μέση Ανατολή, τώρα φαίνεται ότι θα συνδεθεί και με την επιστροφή των ΗΠΑ στη συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν.
Μια συμφωνία για να μην μπορεί να αποκτήσει το Ιράν γρήγορα πυρηνικό όπλο
Η συμφωνία αυτή κατά βάση είναι ένα μηχανισμός συμμόρφωσης που εξασφάλιζε ότι το Ιράν, που υποστηρίζει ότι έχει ανάγκη ένα ειρηνικό πυρηνικό πρόγραμμα, δεν θα είναι σε θέση να αποκτήσει σε βραχύ χρόνο αρκετό εμπλουτισμενο ουράνιο, σε τέτοιο βαθμό εμπλουτισμού ώστε να θεωρείται πολεμικού επιπέδου και να μπορεί φτιάξει πυρηνικό όπλο.
Αυτό σημαίνει ότι η συμφωνία είναι κατά βάση ένας μηχανισμός επιτήρησης και ελέγχου ότι το Ιράν εμπλουτίζει ουράνιο σε χαμηλό ποσοστό και με τέτοιο τρόπο ώστε να χρειάζεται πολύ μεγάλος χρόνος για να μπορεί να είναι σε θέση να κατασκευάσει πυρηνικό όπλο.
Αυτή ήταν άλλωστε και η απάντηση του Ιράν στην απόφαση της αμερικανικής κυβέρνησης το 2018 να αποχωρήσει από τη συμφωνία και να επιβάλει ξανά κυρώσεις στο Ιράν: να προχωρήσει σε αύξηση του ποσοστού εμπλουτισμού.
Η επαναφορά της συμφωνίας σημαίνει και πάλι ότι το Ιράν επιστρέφει στα όρια εμπλουτισμού που προβλέπει η συμφωνία.
Γιατί το Ιράν θέλει να υπάρξει ξανά συμφωνία
Το Ιράν έδειξε μετά το 2015 ότι μπορεί να αντέξει τις κυρώσεις, όπως άλλωστε είχε κάνει και στο παρελθόν. Αυτό έχει να κάνει τόσο με τα στοιχεία κοινωνικής συνοχής που διατηρούνται, την απήχηση μιας πατριωτικής τοποθέτηση και το γεγονός ότι το Ιράν αναπτύσσει και σχέσεις με όσες χώρες δεν συμμετέχουν στη συμφωνία και στις κυρώσεις, κινούμενο προς μια «ευρασιατική σύγκλιση» με τη Ρωσία και την Κίνα.
Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με το ότι έχει διαδικασίες εκλογής που επιτρέπουν να «διαμεσολαβούνται» πολιτικά οι κοινωνικές αντιθέσεις – έστω και τεθλασμένα εάν σκεφτούμε ότι π.χ. οι «σκληροπυρηνικοί» είναι ταυτόχρονα πιο συντηρητικοί και τυπικοί στα θέματα συμπεριφοράς των πιστών αλλά και περισσότερο με το κοινωνικό κράτος, ενώ οι «μετριοπαθείς»είναι πιο «φιλελεύθεροι» στην οικονομία – που εξηγεί γιατί δεν μπορούν να ευοδοθούν και σχέδια «αλλαγής καθεστώτος», σημαίνουν ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούν εύκολα να «γονατίσουν το Ιράν.
Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι το Ιράν δεν θέλει τη συμφωνία ή ότι δεν επείγεται για αυτή. Η Ιρανική κοινωνία τιμώρησε στις εκλογές που έγιναν το 2021 την πλευρά των «μετριοπαθών», που ήταν και οι αρχιτέκτονες της πρώτης συμφωνίας για το πυρηνικό πρόγραμμα, κυρίως για την κατάσταση στην κοινωνία και τα κοινωνικά προβλήματα. Οι «συντηρητικοί» που κέρδισαν με την εκλογή του Ραϊσί, γνωρίζουν ότι εάν – μετά και την περιπέτεια της πανδημίας – δεν μπορέσουν να προσφέρουν μια καλύτερη κοινωνική συνθήκη και πάλι θα συναντήσουν τη δυσαρέσκεια.
Αυτό επιτείνεται από το γεγονός ότι η προηγούμενη συμφωνία υπήρξε δημοφιλής στο εσωτερικό της ιρανικής κοινωνίας που την είδε ως μια θετική εξέλιξη και η οποία θα ήθελε να δει να υπάρχει καλύτερη κατάσταση στην οικονομία και μεγαλύτερο διαθέσιμο εισόδημα.
Για μια χώρα με τον ενεργειακό πλούτου του Ιράν (που σημειωτέον ότι διαθέτει και τεράστια αποθέματα φυσικού αερίου που είναι το ορυκτό καύσιμο της «μετάβασης») και ορυκτού πλούτου γενικότερα, η «επιστροφή στις αγορές», ιδίως σε μια περίοδο αυξημένης ζήτησης, μπορεί να σημαίνει πολύ σημαντικές οικονομικές ευκαιρίες.
Αντίστοιχα, η επιστροφή μιας χώρας με σημαντικό ρόλο στην αγορά ενέργειας, επίσης είναι κάθε θεμιτό για χώρες που θα ήθελαν να αποφευχθεί η μεγάλη αύξηση των τιμών της ενέργειας.
Σε αυτό το φόντο είναι προφανές ότι η Ιρανική κυβέρνηση θα ήθελε να εκμεταλλευτεί τη θετική δυναμική στις διαπραγματεύσεις για να μπορέσει να κλείσει τη συμφωνία και άρα να μπορεί να δρέψει τα σχετικά οφέλη.
Ωστόσο, την ίδια στιγμή ζητά και ένα είδος εγγυήσεων ότι οι ΗΠΑ όντως θα στηρίξουν σε βάθος χρόνου τη συμφωνία και δεν θα υπαναχωρήσουν
Η κυβέρνηση Μπάιντεν και η αντίδραση των Ρεπουμπλικάνων
Η κυβέρνηση Μπάιντεν μέχρι τώρα έχει στηρίξει τη διαδικασία για να υπάρξει συμφωνία αν και προσήλθε με αρκετές ταλαντεύσεις.
Βεβαίως η συμφωνία αυτή είναι σημαντική για τις ΗΠΑ στον βαθμό που όντως επιμείνουν στη στρατηγική της επικέντρωσης στα κεντρικά μέτωπα και ταυτόχρονα και της εξυπηρέτησης των συμμάχων τους, ιδίως των Ευρωπαίων που προφανώς και θέλουν την επιστροφή του Ιράν στις αγορές.
Ωστόσο, στις ΗΠΑ υπάρχουν και αρκετές φωνές που επιμένουν ότι δεν είναι απαραίτητο τα πράγματα να πάνε σε αυτή την κατεύθυνση. Αυτό έχει πάρει κυρίως την αντίδραση της πλευράς των Ρεπουμπλικάνων που υπογραμμίζουν ότι και το Κογκρέσο πρέπει να έχει λόγο για κάθε σχετική συμφωνία, όπως προβλέπει σχετικός νόμος του 2015.
Όμως, ακόμη και Δημοκρατικοί, όπως ο γερουσιαστής Μπομπ Μενέντεζ έχουν ασκήσει κριτική στην πολιτική του Μπάιντεν για το Ιράν. Άλλωστε και το 2015 υπήρχαν και στα δύο σώματα του Κογκρέσου είχαν υπάρξει διακομματικές πλειοψηφίες κατά της συμφωνίας.
Αυτό με τη σειρά του δημιουργεί πρόβλημα σε έναν από τα αιτήματα που έχει διατυπώσει το Ιράν που είναι να υπάρξει μια σχετική δέσμευση των ΗΠΑ ότι δεν θα υπαναχωρήσουν και πάλι από τη συμφωνία.
Την αντίθεσή του στην προοπτική μιας συμφωνίας έχει εκφράσει και το Ισραήλ, με την ισραηλινή κυβέρνηση να δηλώσει ότι σε κάθε περίπτωση η συμφωνία δεν είναι δεσμευτική για τη χώρα. Μάλιστα, πρόσφατα ο Ναφτάλι Μπένετ δήλωσε ότι το Ισραήλ αναβαθμίζει τη δυνατότητά του να απαντήσει στο Ιράν και ότι θα επιμείνει ακόμη περισσότερο στη στρατηγική του «πολέμου ανάμεσα στους πολέμους», που είναι ο τρόπος που περιγράφουν τις επιχειρήσεις για να αποτρέψουν την προσπάθεια της Χεζμπολάχ να αποκτήσει μεγαλύτερη γείωση στη Συρία και να ενισχύσει τη θέση της με βοήθεια από το Ιράν.
- Τραμπ και ελληνοτουρκικά – Τι πιστεύουν οι Έλληνες, ένας πρώην διπλωμάτης των ΗΠΑ και ένας πανεπιστημιακός
- Masdar: Με όχημα την ΤΕΡΝΑ ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ σχεδιάζει off shore αιολικά και φωτοβολταϊκά 6 GW σε Ελλάδα και Ισπανία
- Διαγραφή Σαμαρά: Κάνει ζυμώσεις για κόμμα – Όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά
- Μέσω ΑΣΕΠ οι προσλήψεις στη Δημοτική Αστυνομία
- Ο Φουκώ διαβάζει Χέγκελ
- Βατικανό: Μπορείτε να περιηγηθείτε ψηφιακά στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου χάρη στην τεχνητή νοημοσύνη