Κατερίνα Λέχου: Δεν πέφτω να πεθάνω αν δεν με συμπαθεί κάποιος
Η ηθοποιός μίλησε για την καριέρα της αλλά και την προσωπική της βελτίωση με το πέρασμα των χρόνων
- Ο καλλιτέχνης που απείλησε ότι θα κατέστρεφε πολύτιμα έργα τέχνης αν ο Τζούλιαν Ασάνζ πέθαινε στη φυλακή
- Αλλαγές εξετάζει η Κομισιόν για την οδήγηση μετά τα 70 έτη - Τι θα αναφέρεται στην ευρωπαϊκή οδηγία
- Για ποια εγκλήματα κατηγορούνται οι Νετανιάχου, Γκάλαντ και Ντέιφ
- Τι βλέπει η ΕΛ.ΑΣ. για τη γιάφκα στο Παγκράτι – Τα εκρηκτικά ήταν έτοιμα προς χρήση
Μία αποκαλυπτική συνέντευξη παραχώρησε η Κατερίνα Λέχου και αναφέρθηκε τόσο στα θετικά που αποκτά ο άνθρωπος όταν μεγαλώνει αλλά και για την τηλεοπτική σειρά που θα ήθελε να κάνει ως executive producer.
Η γνωστή ηθοποιός μίλησε στην Αναστασία Καμβύση για το «Πονηρό πνεύμα», μια παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά που κάνει πρεμιέρα μία από αυτές τις ημέρες στο Εθνικό Θέατρο.
Εξαιρετικά επίκαιρο, κι ας διαδραματίζεται την άνοιξη του 1941 σε ένα Λονδίνο που βομβαρδίζεται άγρια από τους ναζί, το έργο του Νόελ Κάουαρντ είναι με τον τρόπο του μια ωδή στο πείσμα των ανθρώπων να κοιτάνε μπροστά.
Το έργο, που φορά το μανδύα της φάρσας-κωμωδίας, είναι γραμμένο σε μια πολύ δύσκολη χρονική στιγμή και ασχολείται με ένα περίεργο θέμα: τον άλλο κόσμο. Τι κάνουν αυτοί εκεί; Συνομιλούμε μαζί τους; Έρχονται από εδώ; Υπάρχει ουσιαστικά μια συνομιλία με το θάνατο. Γιατί, όταν δεν μπορείς να σταματήσεις κάτι, τι κάνεις; Συνομιλείς μαζί του μ’ έναν τρόπο. Οι άνθρωποι πάνε να δουν αυτή την παράσταση ενώ γύρω τους το Λονδίνο είναι μισογκρεμισμένο από τις βόμβες, στους δρόμους συναντάς πτώματα… Σκέψου τι ανάγκη είχε ο κόσμος να δει κάτι που θα του παρουσίαζε το θάνατο λιγότερο τρομακτικό! Βλέπεις ότι σε πείσμα του θανατικού οι άνθρωποι θέλουν να ζήσουν, να διασκεδάσουν, να γελάσουν. Νομίζω ότι η αξία, το ειδικό βάρος του έργου σε σχέση με το σήμερα, είναι ότι ζούμε κάτι αντίστοιχο, με όλο αυτό το ζοφερό κλίμα και τις καθημερινές ανακοινώσεις θανάτων. Στην παράστασή μας ο Γιάννης Χουβαρδάς το θυμίζει αυτό, ότι πέφτουν βόμβες έξω από το σπίτι όπου διεξάγεται το πάρτυ, τις ακούμε. Οι καλεσμένοι έχουν την αίσθηση ότι δεν είναι ασφαλείς σε αυτό το ωραίο πάρτυ.
Η ραχοκοκαλιά των έργων του Νόελ Κάουαρντ είναι συχνά οι προσωπικές σχέσεις, ένας γάμος, δύο μεγαλοαστοί σύζυγοι που βαριούνται. Η βαρεμάρα, η έλλειψη επικοινωνίας στο ζευγάρι είναι σίγουρα θέματα που απασχολούν τον συγγραφέα, ο οποίος καταπιάνεται με το πώς η αποξένωση μπορεί να οδηγήσει, σε βάθος χρόνου, ακόμη και στο μίσος ανθρώπους που κάποτε αγαπήθηκαν πολύ. Στο «Πονηρό πνεύμα» βλέπουμε ότι υπήρχαν και υπάρχουν πολλά αγκάθια και στις δύο σχέσεις, με τη νυν και με την πρώην σύζυγο. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Δεν νομίζω ότι ο Νόελ Κάουαρντ πιστεύει πολύ στο γάμο. Πιστεύει ότι είναι ένας θεσμός που φθείρεται πολύ εύκολα στο πέρασμα του χρόνου, που δεν αντέχει στο χρόνο. Ο θεσμός του γάμου είναι μια προσωπική υπόθεση του καθενός, αυτή είναι η γνώμη μου.
Ένας γάμος δεν αντέχει στο χρόνο ερήμην του ζευγαριού. Τίποτα δεν είναι στον αυτόματο. Οι άνθρωποι που έχουν άλλο status ζωής, όπως οι ήρωες του Κάουαρντ, που φορούν τουαλέτες και πίνουν σαμπάνιες εν μέσω πολέμου, άρα ανήκουν στη μεγαλοαστική τάξη, ίσως τα βγάζουν πιο δύσκολα πέρα από ένα ζευγάρι καλά γειωμένο στην πραγματικότητα. Οταν έχεις ρεαλιστική σχέση με την αληθινή ζωή, είναι ίσως πιο εύκολα να φτιάξεις ένα γάμο που αντέχει. Ενώ όταν παλεύεις για το μεροκάματο ή έχεις θέμα επιβίωσης, μπορεί να χάσεις την προσοχή σου στη σχέση. Το ίδιο συμβαίνει και όταν δεν σε απασχολούν καθόλου ζητήματα επιβίωσης, αλλά η προσοχή σου διασπάται από κάθε λογής απολαύσεις. Αν δεν κάνω λάθος, στους μεγαλοαστικούς κύκλους θα συναντήσει κανείς πιο συχνά διαστροφές και παρεκκλίσεις.
Θα περίμενε κανείς να ηρεμούν οι άνθρωποι μεγαλώνοντας, να γίνονται πιο σοφοί. Ισχύει, αλλά δεν είναι κάτι που συμβαίνει ως διά μαγείας. Έχει να κάνει με την απόσταση που έχεις διανύσει από τη στιγμή της ενηλικίωσης, με όλη τη διαδρομή σου: είναι σαν κάτι που έχεις χτίσει, σαν να έχεις φυτέψει κάτι και μαζεύεις τους καρπούς. Βέβαια, το ολόιδιο συμβαίνει και σε έναν άνδρα, δεν είναι γυναικείο προνόμιο. Αν υπάρχει ένα θετικό σε αυτό το καταραμένο γήρας, πρέπει να είναι αυτό: στον αντίποδα της πραγματικότητας που λέει ότι χάνουμε τις σωματικές μας δυνάμεις, την αίγλη μας, τη λάμψη μας, πρέπει να υπάρχει μια ψυχική και πνευματική ηρεμία, μια άλλη ματιά στον κόσμο.
Αν είχα ένα όφελος από την ψυχοθεραπεία, ήταν αυτό: καλύτερη ιεράρχηση των πραγμάτων. Γιατί στο δικό μου το μυαλό μεγεθύνονταν κάποια πράγματα. Με το πέρασμα των δεκαετιών και τη βοήθεια της ψυχοθεραπείας έμαθα να τοποθετώ πλέον τα πράγματα στη θέση τους, τα αφήνω να φτάσουν στο μέγεθος που τους αξίζει, τα βάζω στη σωστή τους σειρά. Ας πούμε, επαγγελματικά δεν σκέφτομαι πια ότι «τώρα θα κάνω αυτή τη σειρά και θα είμαι τέλεια» ή «θα κάνω αυτό το ρόλο στο θέατρο και θα είμαι τέλεια, αλλιώς θα χαθεί αυτός ο κόσμος». Δεν πέφτω πλέον να πεθάνω αν δεν με συμπαθεί, δεν με αποδέχεται ένας συνάδελφος, αν κάποιος δεν θεωρεί ότι αξίζω. Τώρα δεν με νοιάζει τόσο πολύ.
Μεγαλώνοντας αποκτάς και αυτό που λέμε σοφία μέσα στη σχέση. Σου λέει ο άλλος μια κουβέντα παραπάνω ή τη λάθος κουβέντα: αντί να βγάλεις το ξίφος και να αρχίσεις να ξιφομαχείς, δεν δίνεις συνέχεια και βάζεις τα πράγματα στη θέση τους λίγο αργότερα, όταν έχουν ηρεμήσει τα πνεύματα. Δεν λέω να μη βάζεις τα πράγματα στη θέση τους, ούτε να ανέχεσαι καταστάσεις, λέω να μην οδηγείς τα πράγματα στην έκρηξη. Βρίσκεις τη σωστή στιγμή. Πρέπει να δεις το ειδικό βάρος των πραγμάτων. Καμιά φορά παίρνουμε την τρίχα και την κάνουμε τριχιά, ειδικά αν είμαστε ορμητικοί, ανασφαλείς…
Έχει τεράστια σημασία ο τρόπος που απευθύνεσαι στον άλλο, είτε είναι κάποιος στον οποίο δίνεις μια συνέντευξη, είτε γράφεις κάτι στα social media. Κάθε φορά που μιλάω δημόσια το νιώθω αυτό. Είναι σημαντικό το πώς απευθύνεσαι στους άλλους, όχι μόνο στον φίλο σου και τον συνάδελφό σου, το πώς απευθύνεσαι στους πολλούς. Για τα social media δεν ξέρω πολλά. Στο Instagram με έβαλε το καλοκαίρι του 2019 ο Κώστας Κόκλας ενώ τρώγαμε μαζί σε ένα διάλειμμα από τις πρόβες για το «Άλσος». «Δεν σε μπορώ πια, δεν έχεις τίποτα», μου λέει, μου παίρνει το κινητό, μου φτιάχνει λογαριασμό και μου ανεβάζει και την πρώτη φωτογραφία. «Βάλε και μία φωτογραφία της Φρίντας (σ.σ.: το σκυλί της οικογένειας, η μεγάλη της αγάπη)», του είπα. Ε, και μετά, ξέρεις, σιγά-σιγά… Πάντως θα μου άρεσε οι άνθρωποι στα social media να χρησιμοποιούσαν καλύτερα την ελληνική γλώσσα. Είναι σημαντικό επίσης οι άνθρωποι να αναπτύσσουν την κριτική, αλλά και τη διακριτική τους ικανότητα. Διάκριση στην Εκκλησία σημαίνει να βλέπεις πίσω από τις λέξεις, να καταλαβαίνεις τους ανθρώπους πέρα από αυτό που δείχνουν, είναι σαν μια φώτιση.
Η ύπαρξη του Θεού δίνει άλλη διάσταση στη ζωή μου, τα συνδέει όλα. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ κάτι που είναι πάνω από εμένα, πέρα από εμένα, μέσα από εμένα και σε εμένα. Δεν με ενδιαφέρει να είμαι εδώ για να δω πέντε έργα, να πω πέντε ατάκες, να γεννήσω ή να μη γεννήσω πέντε παιδιά. Με ενδιαφέρει η συνέχεια, το αέναο, το όλον. Η σχέση με τον Θεό είναι προσωπική, διαφορετική για τον καθένα μας. Μπορεί να μην είμαι μια τυπική θρησκευόμενη γυναίκα, να μην πηγαίνω συχνά στην εκκλησία. Έχω όμως αναγνωρίσει την ανάγκη μου γι’ αυτή τη σχέση. Σκέφτομαι τους φίλους και συναδέλφους που δηλώνουν ανέκαθεν άθεοι και τους βλέπω να κάνουν το σταυρό τους κάθε φορά προτού βγουν στη σκηνή. «Γιατί το κάνεις τώρα αυτό;» τους ρωτάω. Αλλά δεν τους κρίνω.
Οι γυναίκες οφείλουν να προχωρούν με γνώμονα τις βαθύτερες ανάγκες τους. Ανέκαθεν υπήρχαν γυναίκες που δεν έμπαιναν στα κουτάκια που η κοινωνία προορίζει γι’ αυτές. Και συχνά διαπρέπουν γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο. Οφείλεις να βρεις τον δικό σου βηματισμό και να αφήσεις, όσο μπορείς, το σημάδι σου.
Η ηρωίδα που υποδύομαι στους «42 βαθμούς» είναι μία γυναίκα που έχει στραγγαλίσει το συναίσθημά της, που δεν επιτρέπει στον εαυτό της την παραμικρή ρωγμή που θα αφήσει να φανεί συναίσθημα. Η αλήθεια είναι ότι, παρόλο που βεβαίως δεν είχα μια τόσο σκληρή μητέρα, άντλησα ψήγματα για να πλάσω αυτό το χαρακτήρα από τη μαμά μου. Προφανώς έφταιγε ο τρόπος που μεγάλωσε, αλλά παρόλο που το ένιωθα στο πετσί μου ότι έσκιζε τις φλέβες της για μένα, δεν το εισέπραξα τη στιγμή που το ήθελα έτσι όπως το ήθελα, σαν αγκαλιά, ζέστη, αποδοχή, σαν τρυφερότητα, σαν χάδι. Ε, μετά πήρα αυτό το μικρό πράγμα και το έφτιαξα στην υπερβολή του με τη φαντασία που χαρακτηρίζει τους ηθοποιούς.
Αν μπορούσα να δώσω μία συμβουλή στον 25χρονο εαυτό μου θα ήταν να μη φοβάται τόσο πολύ. Φοβόμουν και την αίσθηση του φόβου. Τώρα κάθε φορά που πάει να με πιάσει, λέω στον εαυτό μου, «δεν σου επιτρέπω να φοβάσαι, σ’ το απαγορεύω».
Με έθελγαν πάντα οι μεγάλοι άνθρωποι, σκεφτόμουν ότι είχαν να μου πουν ιστορίες, να με μάθουν πράγματα. Όταν ήμουν πολύ νεότερη συνάντησα σε ένα πάρτι τον Μάριο Πλωρίτη. Ήταν τότε ένας μεγάλος, δυσκίνητος άνθρωπος, αλλά ήταν το κέντρο του ενδιαφέροντος εκείνη τη βραδιά, όχι γιατί ήταν ο πιο σημαντικός ή διάσημος σε εκείνη την παρέα, αλλά γιατί ήταν ο πιο έξυπνος, ο πιο αστείος, όλοι ήθελαν να ακούσουν όσα είχε να πει. Ποιος δεν θα ήθελε να μάθει από την προηγούμενη, από την προ-προηγούμενη γενιά; Δεν θα ήθελες, ας πούμε, να περάσεις ένα βράδυ με την Αρβελέρ; Νομίζω πως έχουν να μου δώσουν πολλά αυτοί οι άνθρωποι… Παραξενεύομαι ωστόσο όταν επιζητούν την παρέα μου νεότερες γυναίκες. Σκέφτομαι: «Τι να κάνουν μαζί μου αυτά τα κορίτσια…». Ίσως έχω χαμηλή αυτοεκτίμηση. Εκείνες βλέπουν σε μένα κάτι που εγώ δεν βλέπω. Είναι αρμονικό να συνυπάρχουν οι διαφορετικές γενιές. Μου αρέσουν τόσο οι οικογενειακές επιχειρήσεις όπου ο παππούς ακούει τον μπαμπά και ο μπαμπάς τον γιο. Συνήθως στην Ελλάδα πρέπει να πεθάνει κάποιος για να μπορέσει να αναπνεύσει ο επόμενος, κι αυτό είναι κάτι που πρέπει να αλλάξει στη νοοτροπία μας. Έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλον, όχι μόνο οι άνθρωποι, ολόκληρες γενιές. Μου αρέσει να μιλώ και με τα 25χρονα ανίψια μου, θέλω να καταλάβω τη γενιά τους. Να συνομιλούμε γόνιμα.
Θέλω να κάνω μία τηλεοπτική σειρά με ένα θέμα που με αφορά πολύ. Δεν εννοώ να παίξω ή να γράψω το σενάριο. Είναι μία δική μου ιδέα που θα ήθελα να υλοποιήσω ως executive producer. Είναι κάτι που με αφορά πολύ και με ταλανίζει σχεδόν 15 χρόνια και ήρθε η στιγμή να το κάνω. Μέχρι πρότινος δεν είχα πολλή πίστη στην ιδέα μου, θεωρούσα ότι είναι πολύ τολμηρό, αλλά τώρα βλέπω πως το timing είναι σωστό. Κι επειδή έχει να κάνει με κάτι ακραία παραβατικό, θέλω να γίνει μία σωστή προσέγγιση του θέματος. Γιατί μόνο όταν βλέπεις κάτι σφαιρικά και σε παγκόσμιο επίπεδο μπορείς να το τιθασεύσεις.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις