Ιωάννης Ξηροτύρης: Ο υπέρμαχος του εκπαιδευτικού δημοτικισμού
Ο Ξυροτύρης πρωτοστάτησε στη συστηματική διδασκαλία της δημοτικής, της ζωντανής γλώσσας, του νεοελληνικού λόγου
Στις 23 Φεβρουαρίου 2004 απεβίωσε στη Θεσσαλονίκη, πλήρης ημερών, ο ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Mακεδονίας Iωάννης Ξηροτύρης, παιδαγωγός με πρωτοποριακές αντιλήψεις και υπέρμαχος του εκπαιδευτικού δημοτικισμού.
Γόνος οικογένειας αγροτοποιμένων με συμβολή στους εθνικοαπελευθερωτικούς αγώνες των Ελλήνων, ο Ξηροτύρης γεννήθηκε στη Φθιώτιδα, και πιο συγκεκριμένα στην Kαστανιά Yπάτης, το 1900.
Έμαθε τα πρώτα του γράμματα στο Δημοτικό του χωριού του, ακολούθως δε φοίτησε, με πολλές στερήσεις, στο Ελληνικό Σχολείο της Υπάτης και στο Γυμνάσιο της Λαμίας.
Στη συνέχεια ο Ξηροτύρης ενεγράφη στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου κυριαρχούσαν, προς μεγάλη του λύπη, το πνεύμα του αττικισμού και οι γλωσσαμύντορες.
Σε ηλικία 32 ετών μετέβη στο Μόναχο για μεταπτυχιακές σπουδές. Εκεί συνεργάστηκε με διαπρεπείς καθηγητές και εκπόνησε τη διδακτορική διατριβή του.
Μετά το τέλος των σπουδών του επέστρεψε στην πατρίδα και υπηρέτησε σε διάφορα σχολεία έως το 1941, όταν ανέλαβε, κατόπιν παροτρύνσεως του Aλέξανδρου Δελμούζου, τη διεύθυνση του Πειραματικού Σχολείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Π.Σ.Π.Θ.).
Ο ρουμελιώτης παιδαγωγός, ο συνειδητοποιημένος δημοτικιστής με το έμφυτο ήθος και τη σπάνια ακεραιότητα, διετέλεσε διευθυντής του Πειραματικού Σχολείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από το Σεπτέμβριο του 1941 έως το Νοέμβριο του 1962.
Στο διάστημα αυτό, ακολουθώντας τη γραμμή που είχε χαράξει ο Δελμούζος, ο Ξυροτύρης πρωτοστάτησε στη συστηματική διδασκαλία της δημοτικής, της ζωντανής γλώσσας, του νεοελληνικού λόγου.
Έτσι, το Πειραματικό της Θεσσαλονίκης υπήρξε το μοναδικό σχολείο της ελληνικής επικράτειας όπου διδασκόταν, και δη σε καιρούς χαλεπούς, η ελληνική γλώσσα σε ολόκληρο το εύρος της, από την αρχαιότητα έως σήμερα.
Παράλληλα, ο Ξηροτύρης, αποσκοπώντας όπως έλεγε ο ίδιος στη διαμόρφωση σωστών πολιτών με ήθος, σταθερές γνώσεις και αυτόνομη σκέψη, κατάφερε να δημιουργήσει ένα σχολείο υποδειγματικό από την άποψη της οργάνωσης και της λειτουργίας.
Στη συνέχεια εξελέγη καθηγητής στην Ανωτάτη Σχολή Βιομηχανικών Σπουδών Θεσσαλονίκης, στην έδρα της Κοινωνιολογίας.
Ο Ξηροτύρης αποχώρησε από την ενεργό υπηρεσία με τον τίτλο του ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Μακεδονίας.
Το συγγραφικό έργο του, επί παιδαγωγικών, ιστορικών και κοινωνιολογικών θεμάτων, υπήρξε πλουσιότατο και πολυδιάστατο, με πολυάριθμα βιβλία αλλά και εκατοντάδες άρθρα, μελέτες και εργασίες που δημοσιεύτηκαν στον ημερήσιο και στον περιοδικό Tύπο, καθώς και στο περιοδικό «Xρονικά» του Π.Σ.Π.Θ., που ο ίδιος διηύθυνε.
Ο Ξηροτύρης υπήρξε φαινόμενο πνευματικής αντοχής και διαύγειας, γράφοντας έως τα στερνά του. Είναι χαρακτηριστικό ότι το τελευταίο βιβλίο του, «Μνήμες και Παρατηρήσεις», άρχισε να το γράφει σε ηλικία 95 ετών.
Στο διαδικτυακό τόπο του θεσσαλονικιού λογοτέχνη Θέμη Λιβεριάδη (www.liveriadis.gr) εντόπισα τα ακόλουθα αποσπάσματα από συνομιλία του ιδίου με τον Ξηροτύρη, στην τελευταία δεκαετία του προηγούμενου αιώνα. Πιστεύω ότι αξίζει να τα διαβάσετε:
Θ.Λ. […] Ας έρθουμε άλλη μια φορά, έστω και για λίγο, στην μεγάλη αγάπη μας, το Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, που για σας ήταν και «έργο ζωής». Άξιος συνεχιστής του πνεύματος του Αλέξανδρου Δελμούζου, το διευθύνατε 21 ολόκληρα χρόνια και εμπεδώσατε μια στέρεα παράδοση. Δεν είναι τυχαίο πώς εκείνη τη «χρυσή εποχή του Πειραματικού», και συγκεκριμένα το 1956, μια διεθνής έρευνα της UNESCO που δημοσιεύθηκε στο Newsweek το επέλεξε ως το τρίτο καλύτερο σχολείο του Δυτικού κόσμου. θα ’θελα λοιπόν, έτσι άμεσα, και χωρίς να το ψάξετε, να μου διηγηθείτε ένα χαρακτηριστικό συμβάν από την πολύχρονη διευθυντική θητεία σας.
Ι.Ξ. Λοιπόν… Μια φορά, πρωί-πρωί, μας ήρθε ένας από το υπουργείο της Παιδείας. Ήτο το 1947 με ’48 νομίζω, που ήταν πάλι τα πράματα πολύ ανάποδα και δύσκολα, για να μας μιλήσει λέει για την πατρίδα και… εθνικά. Είχε και κάτι ποιήματα μαζί του… Όταν ήρθε επάνω, στο γραφείο, μου ’δειξε και το χαρτί από το υπουργείο κλπ. Τον ρωτάω: Τι θέλετε ακριβώς; Κύριε Ξηροτύρη, μου λέει, είμαι διευθυντής τάδε στο υπουργείο και ήθελα από καιρό να σας γνωρίσω, γιατί άκουσα τόσα για σας, που διαδεχθήκατε τον Δελμούζο κλπ. κλπ. Σήμερα ήρθα εδώ και παρακαλώ μετά την προσευχή να μου διαθέσετε πέντε λεπτά να μιλήσω σε όλο το σχολείο για την πατρίδα…
– Λοιπόν, δεν σου διαθέτω ούτε μισό λεπτό.
– Μα… κύριε Ξηροτύρη, σας παρακαλώ… Γιατί…
– Αγαπητέ μου φίλε, είμαστε τριάντα νοματαίοι εδώ, δημοτικό και γυμνάσιο. Πιστεύεις ότι κάνουμε καλά τη δουλειά μας;
– Μα φυσικά, κύριε Ξηροτύρη…
– Τότε, λοιπόν, εσύ είσαι εντελώς περιττός. Αν πάλι εμείς δεν αγαπούμε την πατρίδα ή δεν κάνουμε καλά τη δουλειά μας, τι να προλάβεις να κάνεις εσύ ο έρμος μέσα σε πέντε ή σε δέκα λεπτά; Σε παρακαλώ, δε σου δίδω τίποτε…
– Αυτό δε θα μείνει έτσι… Θα διαμαρτυρηθώ…
– Εμπρός-μαρς. Ένα-δύο. Πηγαίνετε…
Έφυγε φωνάζοντας «είσαι κομμουνιστής, είσαι έτσι… είσαι αλλιώς».
Δεν τα πρόσεχα αυτά του υπουργείου. Το υπουργείο έστελνε… αλλά εγώ είχα τη δική μου δουλειά…
Θ.Λ. […] Θα ήθελα τώρα, με την πείρα όχι μόνο ενός ανθρώπου που αξιώθηκε να κοντέψει τον αιώνα, αλλά κυρίως με την ελευθερία και τη λεβεντιά που τον διέκρινε μια ζωή, να μου πείτε, αν θέλετε, ποιος είναι επιγραμματικά ο απολογισμός αυτής της τροχιάς μπροστά στον θάνατο και ποιες ελπίδες διατηρείτε εσείς για τους επερχόμενους.
Ι.Ξ. Θέμη, σε ξέρω από μικρό παιδί, απ’ το Δημοτικό, κατανοώ το πνεύμα σου, γι’ αυτό και σε ευχαριστώ για την ερώτηση. Εγώ για τη ζωή μου μπορώ να πω ότι εκείνο που αισθάνθηκα πολύ βαριά είναι ο θάνατος της γυναίκας μου. Όταν μένει κανένας μόνος του, ιδίως σ’ αυτήν την ηλικία, είναι πώς να το πω… Ο άνθρωπος γεννήθηκε μέσα σε οικογένεια κι από τη φύση του είναι να πεθάνει μέσα σε οικογένεια. Όταν κάθεται μόνος στους τέσσερις τοίχους συχνά τον πιάνει μια απελπισία. Παρ’ όλα αυτά δεν το βάζω κάτω και ακόμα παρακολουθώ τόσο πολύ, με πολύ ενδιαφέρον την όλη κατάσταση του τόπου μας. Κάποιοι που με διαβάζουν θα μπορούσαν να πουν ότι είμαι πολύ απαισιόδοξος. Δεν είμαι τόσο… Η αισιοδοξία έχει και ένα ελάττωμα. Το ελάττωμα της αισιοδοξίας είναι τούτο: δεν κάθεσαι να σκεφθείς. Να στύψεις το μυαλό σου. Δέχεσαι «έτσι» τα πράματα: όπως έρθουν. Εγώ είμαι πολύ απαισιόδοξος για την τύχη του τόπου μας, ιδιαίτερα για εδώ πάνω, για τη Βόρεια Ελλάδα και τα νησιά μας. Και εκείνο που με φοβίζει περισσότερο είναι η αδιαφορία, η απάθεια των περισσοτέρων μας για τον κίνδυνο που είναι πια «προ των πυλών». Μια εξήγηση, δυστυχώς, που μπορώ να δώσω είναι αυτή η κερδολαγνεία, να την πω έτσι, που έχει παραμερίσει οτιδήποτε άλλο. Είμαστε, όλοι λίγο-πολύ, αλλοτριωμένοι στο χρήμα. Τίποτε δεν είναι της μεγάλης ντροπής, αρκεί που φέρνει κέρδος. Η πίστη μας αντικαθίσταται ολοένα από έναν αμοραλιστικό ωφελιμισμό. Και η ιστορία διδάσκει ότι λαοί που αλλοτριώθηκαν στην καλοπέραση, όπως τώρα οι τελευταίες γενιές, τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας, πάνε για βούλιαγμα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις