Υπάρχουν κοινωνικά φαινόμενα που θυμίζουν τα βουβά, μεγάλα κύματα των ανοιχτών θαλασσών, που εμφανίζονται γιγαντιαία ακόμη και εν μέσω άπνοιας. Κι ακριβώς όπως κι εκείνα, μπορεί η πηγή τους να μην είναι πάντοτε ορατή με την πρώτη ματιά – ή να ξεκίνησαν από έναν απαλό κυματισμό στην άλλη άκρη του Αιγαίου – όμως ποτέ τους δεν γεννιούνται από το μηδέν. Μια τέτοια περίπτωση είναι και το ελληνικό #MeToo.

Πριν η γενναιότητα της Σοφίας Μπεκατώρου μας αναγκάσει να κοιτάξουμε κατάματα το τέρας της σεξουαλικής βίας – αλλά και πριν η Αλίσα Μιλάνο ανοίξει με τα tweets της τον ασκό του Αιόλου στις ΗΠΑ το 2017 – οι ρωγμές που θα επέτρεπαν τις σεισμικές δονήσεις του σήμερα είχαν αρχίσει να ανοίγονται με πολύ κόπο, πολλή ματαίωση και ακόμη περισσότερη επιμονή. Και πράγματι, δεν είναι εύκολο να διακρίνει κανείς την ακριβή χρονική στιγμή που οι φεμινιστικές διεκδικήσεις απαλλάχθηκαν από την ταμπέλα της «γραφικότητας» και απέκτησαν τη σημερινή τους αποδοχή.

Το γεγονός αυτό δεν μειώνει την αξία της καταγγελίας της χρυσής Ολυμπιονίκη. Χωρίς εκείνη, το πιθανότερο είναι πως πολλοί ισχυροί άνδρες που βρίσκονται σήμερα στη φυλακή θα συνέχιζαν ανενόχλητοι τις ζωές τους, λαμβάνοντας βραβεία και φιλοφρονήσεις, δεκάδες θύματα δεν θα είχαν βρει ακόμη το κουράγιο να μιλήσουν, εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι δεν θα είχαν δει τις απόψεις τους να αλλάζουν ριζικά και τα στερεότυπα στα οποία πίστευαν να καταρρίπτονται. Όμως, όση σημασία κι αν έχει η αναγνώριση του ατομικού θάρρους, ήταν οι συλλογικές διεκδικήσεις που λείαναν το έδαφος για εκείνη την κομβική στιγμή.

Αν η Σοφία Μπεκατώρου μιλούσε δέκα (ή ακόμη και πέντε) χρόνια νωρίτερα, καθόλου βέβαιο δεν είναι ότι θα την είχαμε ακούσει. Και αν δεν ήταν μια κορυφαία αθλήτρια, συνδεδεμένη με στιγμές εθνικής υπερηφάνειας, καθόλου βέβαιο δεν είναι ότι θα την ακούγαμε και πέρυσι.

Όμως το κάναμε. Και ένα χρόνο μετά, είμαστε πολύ πιο πρόθυμοι να ακούσουμε και τις άλλες Σοφίες, ακόμη κι αν δεν έχουν ανέβει σε βάθρο υπό τους ήχους του εθνικού ύμνου, ακόμη κι αν δεν έχουν πρόσβαση σε δημόσιο βήμα για να καταγγείλουν το τραύμα τους.

Δεν άλλαξε μόνο ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε τις επιζώσες. Σε αρκετές περιπτώσεις, άλλαξε και η οπτική μας απέναντι σε πράγματα που μέχρι πρόσφατα έμοιαζαν σχεδόν φυσιολογικά. Συνειδητοποιήσαμε ότι εκείνα τα σχόλια του παλιού μας προϊστάμενου, που μας δημιουργούσαν ένα απροσδιόριστο σφίξιμο στο στομάχι, ήταν παραβιαστικά. Ότι ο φίλος εκείνου του φίλου μας, που ίσως να ήταν και «καλό παιδί», όταν επιχειρούσε ξανά και ξανά να μας φιλήσει παρά τις διαρκείς αρνήσεις μας, δεν ήταν «επίμονος»: μας παρενοχλούσε. Κι ίσως ακόμη ότι εκείνη η νύχτα που είχαμε καταφέρει να απωθήσουμε, δεν ήταν απλώς κακή. Ήταν βιασμός.

.

.

Τίποτα από όλα αυτά δεν ακούγεται ευχάριστο – και σίγουρα μέσα στην τελευταία χρονιά έχουν υπάρξει πολλές φορές που σκεφτήκαμε ότι δεν αντέχουμε να διαβάσουμε άλλη καταγγελία, να σκαλίσουμε ξανά τα δικά μας τραύματα. Όμως βρισκόμαστε στο στάδιο της θεραπείας και όλα δείχνουν ότι θα ακολουθήσει και η επούλωση.

Πλέον, τολμάμε να μιλήσουμε – όχι μόνο για τα όσα συνέβαιναν στο παρελθόν, αλλά και για εκείνα που συμβαίνουν στο τώρα. Κι ακόμη πιο κρίσιμα, έχουμε μάθει να αναγνωρίζουμε καλύτερα τα σημάδια και να βρίσκουμε τη δύναμη ώστε να μην ανεχόμαστε συμπεριφορές που, αν και πάντοτε ήταν επώδυνες, ως κοινωνία είχαμε συνηθίσει να αντιμετωπίζουμε ως αναγκαίο κακό.

Ίσως να μην μας είναι εύκολο να αντιμετωπίσουμε με θετική ματιά τις ατέλειωτες ιστορίες πόνου και κακοποίησης. Όμως η παρουσία τους σημαίνει ότι μια νέα γενιά γυναικών, η σημερινή και όχι η αυριανή νέα γενιά γυναικών, μάλλον θα αντιμετωπίσει λιγότερα από τα δικά μας προβλήματα. Δε θα μιλήσει ποτέ για «εγκλήματα πάθους» και «εγκλήματα τιμής», θα ακούσει λιγότερα «τα ήθελε κι εκείνη», δεν θα τηρήσει τους κανόνες του περιβόητου «τα εν οίκω μη εν δήμω» όταν θα δει ένα αγαπημένο πρόσωπο να βουλιάζει σε μια κακοποιητική σχέση.

Και για όλους αυτούς τους λόγους, μόλις ένα χρόνο μετά, είμαστε ήδη πιο δυνατές.