Παναγιώτης Καλαντζόπουλος: «Είναι παράξενο χαρμάνι το σουξέ»
Με αφορμή τα «Φτηνά τσιγάρα» που έγιναν μιούζικαλ για την Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής, ο συνθέτης θυμάται την ταινία του Ρένου Χαραλαμπίδη, μαζί με πρόσωπα και σταθμούς από την πολυετή καριέρα του.
- Ο αντίπαλος της Starlink του Έλον Μάσκ έχει ευρωπαϊκή σφραγίδα
- Με τι δεν είναι ικανοποιημένοι οι εργαζόμενοι - Και δεν είναι ο μισθός η μεγαλύτερη ανησυχία τους
- Το ύστατο μήνυμα του Κώστα Χαρδαβέλλα στους θεατές του: Μέσα μας υπάρχει μία βόμβα χιλίων μεγατόνων, η ψυχή
- ΣΥΡΙΖΑ: Τα νέα μέλη του Εκτελεστικού Γραφείου και οι χρεώσεις στην Πολιτική Γραμματεία
Καθόμαστε με τον συνθέτη Παναγιώτη Καλαντζόπουλο στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου της Κυψέλης σε μια θάλασσα ουζερί και στεκιών και σκέφτομαι πως τα σύγχρονα «Φτηνά τσιγάρα» θα γράφονταν εδώ αλλά με κινητά και μάσκες και σε μια Αθήνα airbnb.
Είναι είκοσι δύο χρόνια από την ταινία που τελικά έγινε θρύλος και ο Ρένος Χαραλαμπίδης – δημιουργός της – και ο Καλαντζόπουλος – συνθέτης της – ξανασυναντιούνται σε μια εντελώς άλλη Αθήνα. Τώρα η ταινία εκείνη έχει γίνει ρομαντική οπερέτα στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής σε σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ρήγου και σε λιμπρέτο του Πέτρου Βουνισέα.
Οι δύο δημιουργοί έχουν κάνει εν τω μεταξύ τη δική τους πορεία και ο κόσμος μας έχει ολοκληρωτικά γίνει ψηφιακός. Ομως και η ρομαντική σπίθα μένει και εκείνη η μαγεία της τυχαίας συνάντησης που γέννησε ένα βαθιά δημοφιλές έργο. Για όλα αυτά ο Καλαντζόπουλος κάνει διάλειμμα από το φαγητό του στις Νοστιμιές της Μαίρης και ανοίγουμε το μαγνητόφωνο – υπό τους ήχους της καμπάνας του Αϊ-Γιώργη.
▪ Είκοσι δύο χρόνια από τα «Φτηνά τσιγάρα». Πώς το γράφατε τότε και πώς έρχεται σήμερα στην πραγματικότητα;
Τότε ήμασταν σε μεγάλα κέφια, σε μεγάλη αφέλεια, νιάτα δηλαδή. Εκείνος – ο Ρένος Χαραλαμπίδης – 29 ετών κι εγώ 40άρης. Ηταν ένα χαρμάνι από τύχη και σωστές αποφάσεις. Και ταυτόχρονα δεν ξέραμε και τι κάναμε. Είναι μια ταινία υβριδική. Από τη μία έχει ένα ρομάντζο ανέφικτο και από την άλλη τους θαμώνες ενός καφενείου. Καφενόβιος σουρεαλισμός. Από τον Τσάκωνα μέχρι το καμένο ζευγάρι, τον ποιητή μπάρμαν… Αυτό στη μουσική δούλεψε καλά γιατί εγώ πήγα και κόλλησα πάνω στο ρομάντζο. Δεν είχα καμία επαφή με το καφενείο. Και με έναν τρόπο, επειδή ήμουν σε καλή στιγμή, λόγω του «Summertime in Prague», έγινε μια χημική αντίδραση που δούλεψε.
▪ Τώρα;
Από μια παταγώδη λοιπόν αποτυχία της ταινίας τότε στις αίθουσες, έγινε μια παταγώδης επιτυχία σήμερα λόγω Internet. Κράτησε μια επαφή λόγω νεολαίας και κάποια στιγμή πριν από 8 χρόνια με πήρε ο Ρένος και με πήγε στο Χυτήριο στην Ιερά Οδό, ένας χαμός και δύο μάλιστα προβολές. Φοιτητόκοσμος και γούσταραν. Τέλειωσε η πρώτη προβολή και κάτσαμε εκεί με τον Ρένο σαν τους γέρους του Μάπετ Σόου.
▪ Χαρήκατε…
Ναι, το χάρηκα. Μετά μάθαινα για προβολές σε Θεσσαλονίκη που δεν χώραγε ο κόσμος στις αίθουσες. Κι έρχεται το 2018 και συναντώ στη Χίο τον Αλέξανδρο Ευκλείδη και ξεκινάει μια κουβέντα από το καφέ Φοίβος στη Φωκίωνος Νέγρη μετά τις διακοπές. Και του λέω να κάνουμε τα «Φτηνά τσιγάρα» μιούζικαλ. Και μετά από μερικούς μήνες το ψιλοξεχνάω και εκεί που το είχα ξεχάσει με πήρε και μου λέει εγκρίθηκε. Μετά πήρε διαστάσεις, μπήκε ένας παραγωγός να το κάνουμε στα αγγλικά, μεσολάβησε ο κόβιντ, και τελικά δεν έγινε. Αυτοί τι κάνουν – εννοώ ο παραγωγός; Παίρνουν τις μεγάλες επιτυχίες του Μπρόντγουεϊ και του Γουέστ Εντ και τις πάνε παντού. Κίνα, Ντουμπάι κ.τ.λ.
▪ Και πώς φτάνετε στη Λυρική Σκηνή; Το ρωτώ γιατί είναι χώρος ολίγον τι σε αντίστιξη με το έργο.
Εδώ υπάρχει μια διορατικότητα και μια γενναιότητα από τον Κουμεντάκη και τον Ευκλείδη. Σε αντίθεση με την Ελλάδα της εποχής Σημίτη που με εξοστράκισε και εμένα και τον Ρένο. Μετά το «No Budget Story» και τα «Φτηνά τσιγάρα» έπρεπε το Κέντρο Κινηματογράφου να πάρει τον Ρένο και να του πει: «έλα να κάνεις άλλες δύο ταινίες». Εφερε έναν αέρα του Τζάρμους. Οχι μόνον τον εξοστρακίσανε, αναγκάστηκε να πάει στο τρικάμερο για να ζήσει. Και εγώ πήγα στην αγκαλιά της διαφήμισης για να επιβιώσω.
▪ Ενώ εσείς από πού έρχεστε – εννοώ από ποια περιοχή της μουσικής – στα «Φτηνά τσιγάρα» τότε;
Από το «Λευκό μου γιασεμί» με την Πασπαλά και από τον Κότσιρα. Από κάποιες επιτυχίες. Και λόγω αυτών των επιτυχιών γνωρίζω τον Ρένο. Στο «No Budget Story» τον γνωρίζω στη Θεσσαλονίκη που μου λέει πως του έχω σώσει τη ζωή. Και γελάω βέβαια και του λέω πώς; «Ολο το καλοκαίρι που έκανα την ταινία και χρωστούσα σε όλους» μου απαντά «το άκουγα λούπα στο γουόκμαν». Κάπως έτσι συμπαθηθήκαμε. Μετά σε μια συνέντευξη είπε: «Εγώ σαν ηθοποιός χρειάζομαι δέκα λεπτά για να πω τα λόγια μου και ο διευθυντής φωτογραφίας θέλει δύο ώρες για να φωτίσει. Και εγώ έκανα μια ταινία που ο διευθυντής έκανε δέκα λεπτά για να φωτίσει και εγώ δύο ώρες για να πω τα λόγια μου». Και λέω τότε αυτός είναι δικός μου. Και τον σκίσανε. Πέσανε πάνω του.
▪ Τα «Φτηνά τσιγάρα» είναι όμως σαν γλυκά να εκδικήθηκαν. Γιατί λέτε; Είναι ένας χαμένος ρομαντισμός για την Αθήνα;
Ο κόσμος έχει μια υγιή καχυποψία απέναντι σε αυτόν τον ορυμαγδό των αλλαγών. Σου λέει τώρα: εδώ είμαστε στον Αϊ-Γιώργη, υπάρχει ο Αϊ-Στράτης, ο Αϊ-Γιάννης… τώρα είναι το Ι-pad το I-phone. Αυτή η αγιοποίηση της τεχνολογίας και της επιστήμης… Ξέρεις, η βάση της επιστήμης είναι η αμφισβήτησή της. Αυτό την κάνει πειστική. Με τον κορωνοϊό έγινε το ακριβώς αντίθετο. Οποιος έλεγε το κοινώς αποδεκτό της επιστήμης ήταν αποδεκτός και όποιος έλεγε κάτι κριτικό – προφανώς δεν μιλώ για ψεκασμένους και τρελούς – τον πέταγε στη στρατόσφαιρα. Αυτό όμως δεν κάνει καλό στην επιστήμη.
▪ Αυτοί όμως που μπορούν να πουν κάτι άλλο, επιστημονικά έχουν τα εργαλεία για να αμφισβητήσουν…
Σωστό, γι’ αυτούς μιλάμε. Δεν μιλώ για τους ψεκ, είναι παντού αυτοί στο Ιντερνετ.
▪ Μια νέα θεολογία της επιστήμης;
Ακριβώς.
▪ Αρα τα «Φτηνά τσιγάρα» είναι μια νοσταλγία της αναλογικής εποχής;
Μπράβο. Είναι η εποχή που τα πράγματα γίνονταν ακόμη με έναν αναλογικό τρόπο σε έναν βαθμό. Ακόμη γράφαμε με χαρτί και μολύβι.
▪ Τηλεφωνικοί θάλαμοι…
Ετσι. Εγώ τότε περνούσα φάση με τον Τζον Κασαβέτη. Μου τον είχε γνωρίσει ένας φίλος σκηνοθέτης, ο Κώστας Κεκεμένης. Και δούλεψα έτσι όπως καταλάβαινα τον τρόπο του Κασαβέτη. Εγραψα τα τραγούδια και έφτιαξα μια μικρή ομάδα μουσικών (Λάντσιας, Διακογιώργης κ.ά.) και μπήκαμε με εικόνα και οδηγούς και παίξαμε. Οφείλω πολλά κυρίως στον Λάντσια. Που είναι και τώρα στην παράσταση.
▪ Τώρα ήθελε άλλη δουλειά η μουσική για να γίνει για τη Λυρική;
Πολύ περισσότερη δουλειά για να γίνει μιούζικαλ. Εγιναν άλλα 13, 14, 15 νέα τραγούδια. Κρατήσαμε τα τρία της ταινίας. Γράψαμε κάποια μαζί με τον Πέτρο Βουνισέα που έχει κάνει το λιμπρέτο. Κάποια μόνος. Ο Βουνισέας με οδήγησε να βάλω το κομμάτι του καφενείου με τις βωμολοχίες σε τραγούδι. Κράμα Αριστοφάνη και Σεφερλή.
▪ Είστε ικανοποιημένος;
Με το κύρος και την άψογη συνεργασία της Εναλλακτικής Σκηνής είμαι.
▪ Είχατε κάνει δουλειά ξανά για τη Λυρική;
Οχι. Είμαι και ήμουν πάντα ελευθέρας βοσκής. Τώρα σε μια πολύ πιο αυστηρή και βαριά δομή. Εχει μηχανισμούς. Καλοδιαλεγμένους ανθρώπους για τα πάντα.
▪ Μελαγχολία έχετε;
Χθες ήμουν με έναν φίλο μου μπουζουξή, τον Σήφη Πικουλίδη. Και κάτι του έλεγα για τέτοια θέματα ηλικίας και μου λέει: «Τίποτε πιο απλό, ζήσε»! Τέτοια ατάκα θες τρία χρόνια στον ψυχαναλυτή να σ’την πει. Να ‘σαι παρών στο παρόν, πολύ δύσκολο. Αλλά όπως είπε και η βασίλισσα Ελισάβετ: κανείς δεν μπορεί να νικήσει τον χρόνο. Αλλοτε είμαι και άλλοτε με ψάχνει ο απουσιολόγος.
▪ Εχετε κάνει πολλές μουσικές για ταινίες.
Οχι σαν τον Καπνίση… τον είχα δει μια φορά. Μου τα είχε πει. Τον γνώρισα στο θεατράκι στη Δουκίσσης Πλακεντίας. Γράφαμε μου λέει μία την εβδομάδα. Μας φώναζε τη Δευτέρα ο Φίνος, καθόμαστε σε τραπέζι, παίρναμε μέτρα για την ταινία, γράφαμε μέχρι την Πέμπτη, Παρασκευή τη δίναμε στον αντιγραφέα για να γράψει τις παρτιτούρες, Σάββατο τσεκάραμε, Κυριακή ερχόταν η ορχήστρα της ΕΡΤ στο στούντιο της Φίνος. Μια φορά ήταν ένα έργο που ήταν όλο δωματίου. Και είπα να κάνω μουσική με ένα σεξτέτο δωματίου. Ο Φίνος την μέρα της ηχογράφησης δεν άκουγε φασαρία. Εστειλε έναν βοηθό και του είπε πως ο Καπνίσης γράφει με 6 άτομα. Κράτησε τη μουσική για όλη την ταινία και την επόμενη Κυριακή έγραψε μουσική για αρχή και τέλος με ολόκληρη ορχήστρα!
▪ Αυτά στον Φίνο. Εσείς κάνατε τηλεόραση επίσης.
Τηλεόραση έκανα μέχρι το 2000. Δεν ξανάκανα, γιατί μπήκε πολύ το τρικάμερο. Τα χτυπήματα ήταν: το πρώτο πως γίνανε τα πράγματα λίγο άρπα-κόλα. Το δεύτερο ήταν οι βιβλιοθήκες. Πάνε και παίρνουν με λίγα λεφτά κάτι που θέλουν.
▪ Τώρα γίνονται καλές σειρές πάντως.
Κάτι γίνεται. Ασε να το δούμε όμως.
▪ Σας ξέρουμε από σειρά, εννοώ το θρυλικό «Κάμπινγκ».
Η πρώτη μου. Ο Νεμέας που ήμασταν φαντάροι μαζί με πήγε στον Ανδρέα Θωμόπουλο. Θυμάμαι είχα πάει και στα γυρίσματα έξω απ’ το Ναύπλιο. Πάρα πολύ ωραία δουλειά. Ολοι ήταν στα κέφια τους τότε.
▪ Στο «Μουσικό Κουτί» πήγατε επίσης. Γιατί ξεχωρίζει;
Κάνουν πρόβες. Βασικό. Και μετά γράφουν σε πολυκάναλο και μιξάρουν σαν να είναι δίσκος. Αυτό δεν το κάνει καμία εκπομπή. Το έκανε ο Σπύρος, αλλά όχι πρόβες. Εχει εξαιρετικούς μουσικούς το «Μουσικό Κουτί». Εχει μια επιρροή σιγά-σιγά αυτή η εκπομπή.
▪ Πολλοί θυμίζουν το «Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι», την υπέροχη εκπομπή του Σαββόπουλου.
Ναι, με τον Νιόνιο επίσης μας συνδέουν πολλά. Μόλις απολύθηκα απ’ τον στρατό πήγα με τον Νεμέα και παίζαμε σε μια ταβέρνα σε Κυψέλη προς Γαλάτσι. Κράτησε λίγο, πέντε ημέρες. Αισθανόμουν πλούσιος. Με λίγα λεφτά και ένα φαΐ. Το 1983. Από εκεί με συστήνει ο Τάκης Μαρινάκης των Πελόμα Μποκιού στον Διονύση και παίζω κιθάρα στα «Τραπεζάκια έξω». Για μένα όλο αυτό ήταν υπέροχο. Ημουν και μετά στο ΟΑΚΑ του Σαββόπουλου. Ηταν 40άρης, έχει έλθει από το «Βρώμικο Ψωμί», τα αριστουργήματά του, είναι τρομερή εμπειρία αυτό. Μάθαινα εκεί. Υπήρχε αποθέωση για λαϊκούς και δημοτικούς. Αισθανόμουν πως ήμουν από άλλο κόσμο, ο εαυτός μου ζητούσε μια ίση μεταχείριση.
▪ Το 1983 τι ρεύματα υπάρχουν;
Είμαστε οκτώ χρόνια από τη Μεταπολίτευση. Εχει έλθει το ΠΑΣΟΚ. Ο Ανδρέας είναι πιο δυνατός από τον Μικ Τζάγκερ. Υπάρχει ισχυρό σκυλάδικο. Εγώ άκουγα Κώστα Σκαφίδα με Γιώργο Κόρο, αυτό δεν παιζόταν. Είχε ρεμπέτικες κομπανίες. Εχει προηγηθεί Ρασούλης – Ξυδάκης. Ο Διονύσης Σαββόπουλος είναι πρόταση τότε. Βλέπω τακτικά τότε επίσης τον Χατζιδάκι. Τον γνώρισα μέσω του Παπαδημητρίου. Επαιξα επίσης σε ΕΡΤ στο Τρίτο με την Κική Μορφονιού σε λιμπρέτο του Ευάγγελου Αβέρωφ, μουσική Μάνου. «Ο Αεροπόρος» λεγόταν. 21 ετών πήγα στον Μάνο. Ημουν ακόμη Λονδίνο.
▪ Πόσα χρόνια μείνατε για σπουδές στην Αγγλία;
Τέσσερα. Τέλειωσα εδώ και πήρα δίπλωμα με τον Γεράσιμο Μηλιαρέση. Πήγα για κιθάρα εκεί. Στο μυαλό μου δεν ήξερα ακριβώς τι ήθελα να κάνω. Και στον πρώτο χρόνο καταλαβαίνω πως είμαι βαθιά απαίδευτος μουσικά.
▪ Πώς;
Το καταλαβαίνω από τους συμμαθητές μου. Και από γενική μόρφωση αυτοί δεν ξέρουν τίποτε. Τον πρώτο χρόνο στριμώχτηκα. Από τον δεύτερο χρόνο δούλευα δεκαπέντε ώρες την ημέρα και το γούσταρα. Γνώρισα τον Τζούλιαν Μπριμ. Εχω και κιθάρα του! Εγινε ο θεός μου. Ερχόταν από την τζαζ και έβαζε τα χέρια του όπως τα βάζουν οι μπουζουξήδες. Τον λάτρεψα. Μαθήματα δεν έκανε. Μόνον κάτι masterclasses. Είχε κατασκευαστή κιθάρας τον Ρομανίλο σε ένα διπλανό μικρότερο σπίτι. Συγκλονιστική η ένταση να είσαι δίπλα στον Μπριμ. Εκεί σου λέγανε πως για να μάθεις κιθάρα πρέπει να μάθεις να διαβάζεις μουσική σαν εφημερίδα. Για μένα ήταν ανήκουστο. Για να παίξεις μπαρόκ, σου λέγανε, να μάθεις να χορεύεις. Με στέλνανε σε αγγλικανικές εκκλησίες, με τη γερουσία της γειτονιάς. Κάθε Σάββατο έπαιζα σε αυτούς και αντιλήφθηκα πως οι 60 – 70 ετών Εγγλέζοι ήταν νοήμονες μουσικά. Εδώ μετά έπαιζα στα λεγόμενα Μουσικά Νιάτα, ένα πρόγραμμα που διάφορα γκρουπ πήγαιναν και έπαιζαν σε διάφορα μέρη. Και μια φορά πήγα για σεμινάριο στη Γιουγκοσλαβία. Για να κάνω μαθήματα. Εκείνη την εποχή μού λέει ο πατέρας μου κάτι που με καθόρισε. Πως όσο καλός κιθαρίστας και να γίνω, αυτό δεν θα ξεπεραστεί ποτέ από το να γράψω κάτι δικό μου. Αρπαξα από αυτό. Τότε γνωρίζω τον λαϊκό συνθέτη Γεράσιμο Κλουβάτο. Εχει ανοίξει ένα τύπου ωδείο σε Λαμπρινή. Και πάω να μάθω μπουζούκι. Πηγαινοέρχομαι ακόμη τότε Αγγλία. Εκεί είδα τη σκαστή πενιά του παλιού λαϊκού. Αυτήν έχω στην κλασική κιθάρα.
▪ Πρώτο τραγούδι σας;
Δεν θυμάμαι. Ο πρώτος δίσκος ήταν αυτός με την Κρίστη Στασινοπούλου και την Ευανθία – «Στη Λίμνη με τις παπαρούνες» – και μετά ο Κότσιρας. Στο λαϊκό έμαθα πάντως πως δεν θέλουμε υπερχείλιση συναισθήματος. Και το άλλο πως τα φωνήεντα και τα σύμφωνα της ελληνικής γλώσσας τα θέλω όλα καθαρά και ισοτονικά.
▪ Πώς είστε με την πανδημία; Σαν δημιουργός. Η τέχνη σαν να υποτιμήθηκε ή πήγε πίσω.
Μπροστά στην επιβίωση όλα είναι περιττά.
▪ Γράψατε;
Εγραφα. Και με έσωσε και η δουλειά στη Λυρική. Και κάναμε και τραγούδι με τη Γαλάνη και την Ελένη Φωτάκη.
▪ Τα σουξέ τελικά πώς γίνονται;
Το πώς γίνεται το σουξέ δεν ξέρουμε και δεν θα μάθουμε ποτέ. Παλιά λέγανε πως επειδή δεν υπάρχουν πολλές δυνατότητες, χάνονται οι άγνωστοι Μότσαρτ, αλλά λέγανε επίσης πως επειδή υπάρχουν πολλές δυνατότητες χάνονται. Διάβαζα κάτι μελέτες για το φαινόμενο των Beatles. Οτι πέρα από την ικανότητα, το ταλέντο κ.τ.λ. τι έκανε αυτό το πράγμα τόσο επιτυχές; Ελεγε κάποιος πως υπάρχει μια πτυχή που ο κόσμος ακολουθεί κάτι, σαν αγελαία αντίδραση. Κάνανε το εξής πείραμα: Πήρανε 700 ανθρώπους και τους δώσανε 20 τραγούδια. Τους φτιάξανε μια αλληλεπίδραση. Τα τρία είδαν πως τα ακούνε περισσότεροι και μετά ορμούν και οι άλλοι. Αν κάποιος έχει τη δύναμη μπορεί να επιδράσει. Είναι βέβαια και η μεγαλοφυΐα των Μακάρτνεϊ και Λένον. Και η χημεία με τον Χάρισον και τον Σταρ. Είναι παράξενο χαρμάνι το σουξέ. Εγώ είμαι και λίγο μπονζάι, αργούν τα πράγματα να γίνουν επιτυχία – όπως τα «Μάτια κλειστά» που έγινε αργά σουξέ. Μαστόρια είμαστε.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις