Ρένος: Κι όμως όλα είν’ αμφίστομα
Δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στους «δικούς μας» και τους «άλλους»
Ο A2 γράφτηκε μες στη Χούντα, το ’68, και πρωτοκυκλοφόρησε –χωρίς βέβαια να τον έχω υποβάλει στη Λογοκρισία της, για καμμιά «έγκρισή» της– τέσσερεις Ιουνίου τότε. Αργότερα, το ’69, άρχισαν να τον αναδημοσιεύουν δυο εφημερίδες, το Έθνος κ’ η Απογευματινή, γιατί βέβαια τίναζε στον αέρα τις πιο βασικές θέσεις των στρατιωτικών της δικτατορίας, αλλά και γενικώτερα της Δεξιάς του Αίματος, ως προς τον Εμφύλιο, κ’ έγινε το σώσε! Ο ίδιος ο δικτάτορας, με προσωπική ανακοίνωσή του, μέσα σε χτυπητό καντράν, απαγόρευε τη δημοσίευσή του, μετά την πρώτη του συνέχεια, γιατί λέει «αντέβαινε στην ηθική τάξη»(!) «την κρατούσαν εν τω στρατώ».
Τέτοια!.. Που κάναν να ξεκαρδιστή ο κάθε πικραμένος!.. Και πολύ φυσικό. Γιατί στην ουσία ο Α2 δεν ήταν, ως προς τη Χούντα, και τη Δεξιά γενικώτερα, παρά μια εκρηκτική γόμωση, παρμένη μες απ’ το ίδιο το κάστρο της Εξουσίας – γι’ αυτό και τον έγραψα κυρίως τότε, πέρα πούταν ο ίδιος ο Α2, ο Κώστας Κουκούλης, υπολοχαγός μόνιμος εξ εφέδρων (ταγματάρχης αποστρατεύτηκε με την «εθελουσία έξοδο» το ’60), στο 524 Τάγμα Πεζικού της Ενάτης Μεραρχίας, τραγική μορφή, δαιμονική, ο ίδιος ο Εμφύλιος: το αίμα που αντιπαλεύει θανάσιμα, του αδερφού με τον αδερφό, σα σύμβολο έτσι τρομερό του αλληλοσπαραγμού μας εκείνου.
Ήταν αρχικά λοχαγός του Τέταρτου Λόχου του 524 Τ.Π., και λίγο πριν φτάσω στρατιώτης εγώ, χαρακτηρισμένος αριστερός στο λόχο, στο Μπρακ Ταμπούρ, στα Χάσια, κατά τη Ντουρ Κρανιά –όπου κ’ η μάνα μου, δεκαπέντε χρονώ, είχε πάει δασκάλα, επί Τουρκοκρατίας, το 1904-1905–, ο Κουκούλης είχε αναλάβει «αξιωματικός πληροφοριών» του Τάγματος (αυτό σημαίνει το: «Α2»), δηλαδή την «αντικομμουνιστική δίωξη», το μαχαίρι να πούμε που «καθαρίζει» (ο καθαυτό στρατός είναι το βαρύ απειλητικό σώμα, που προχωράει και σπέρνει τον τρόμο, ή δίνει κάποιες μάχες μαζικά· το τσιμπίδι όμως και το μαχαίρι, που καθαρίζει διαρκώς, και πριν και μετά τις μάχες, είν’ ο Α2. Όσοι ζήσαν τον Εμφύλιο, κι όχι απ’ τ’ «απυρόβλητα», ξέρουν τι λέω. Αυτό γίνεται άλλωστε σ’ όλους τους στρατούς εμφυλίων πολέμων και σ’ όλες τις αντιμαχόμενες «ιδεολογικο-πολιτικές» παρατάξεις).
Κι ο Κώστας Κουκούλης ήταν άγριο μαχαίρι. Του ‘χαν σκοτώσει τη μάνα που λάτρευε οι ελασίτες στο χωριό του, το Καζακλάρι έξω απ’ τη Λάρισα, ενώ αυτός ήταν καπετάνιος στον ΕΛΑΣ όλη την Κατοχή στη Ρούμελη, και παλληκάρι, σε μάχες με τους Γερμανούς, ήρωας, δυο πυροβόλα τούς είχε αρπάξει – και γυρίζει και βρίσκει τη μάνα του σκοτωμένη απ’ τους «δικούς του», γιατί τους έβριζε η αρχόντισσα στο χωριό της, που «ξελογιάσανε το γιο της»…
Κατάφερε τότε κ’ ηύρε τον Καραγιώργη, τον αρθρογράφο του «Ριζοσπάστη» (κακήν κακώς πήγε και δαύτος, απ’ το Ζαχαριάδη και τους άλλους μετά), πούχε το ’46 δυο χιλιάδες ιππικό αντάρτικο κι αλώνιζε τη Θεσσαλία, και του γύρεψε να του πη ποιος έδωσε τη διαταγή εκτέλεσης και ποιος σκότωσε τη μάνα του. Κείνος δεν τούπε βέβαια, μα ο Κουκούλης ο δαίμονας τούς βρήκε, κρατούμενους στα Τρίκκαλα, τους άρπαξε απ’ την ΕΣΑ μια νύχτα, τους σκότωσε και τους δυο, κι από τότε «έστελνε γράμματα στη μάνα του», όπως έλεγε, «κομμουνιστές που σκότωνε»! Κ’ είχε στείλει εξακόσιους μούπε, όταν μου διηγήθηκε πρώτη φορά τη ζωή του, μια νύχτα, στην καταχιονισμένη Γλόγοβα της Γορτυνίας… Το Γενάρη του ’68 τον φώναξα να μου την ξαναπή τη φοβερή ιστορία του – «έλα, ρε Κώστα», τούπα στο τηλέφωνο (νάρθη απ’ την Κέρκυρα που βρίσκονταν, παντρεμένος πια, και καλλιεργούσε κει καρπούζια το καλοκαίρι, τα πιο καλά καρπούζια «Κουκούλη» με τ’ όνομα, ο δουλευτής Θεσσαλός αγρότης, όχι τεμπέλης Κερκυραίος), κ’ είπε μονάχα: «Ω, γαμώτο!..» Αλλά δεν τον ένοιαξε. Ήρθε. Και μου ‘λεγε, δυόμισυ μερόνυχτα συνέχεια, ελάχιστα μόνο αλλάζοντας απ’ την πρώτη εξομολόγησή του – γιατί «εξομολογητή», στην ουσία, γύρευε από μένα: Να πη, να δικαιωθή στη συνείδηση κάποιου «αντίπαλου, αλλά δίκαιου, ικανού να νοιώση, κι αντικεμενικού!» (Κάτι τέτοιο έπιασα, εξ αρχής, τη νύχτα εκείνη στη Γλόγοβα, πούχα πάει, στρατιώτης, να μου δώση αυτός την άδεια, που δε μου ‘δινε κάθαρμα διοικητής του Τάγματος, και μου διηγήθηκε, ώσπου ξημέρωσε, όλη τη ζωή του…)
Ο Κώστας Κουκούλης λοιπόν… Τρομερή περίπτωση… Φοβερός πολεμιστής… Ο ίδιος ο Εμφύλιος, σ’ ένα πρόσωπο ζωντανό, αληθινό, που τον υποστατίκευε σε όλα του, χεροπιαστό, ματωμένο, να στάζη… και το περίστροφό του να καπνίζη λες ακόμα η μαύρη κάννη του… έχοντας στείλει μόλις «άλλο ένα γράμμα στη μάνα του!»
Έτσι τον γνώρισα. Και φυσικά σφράγισε τη συνείδησή μου. Αυτός άλλωστε άφηνε και πέρναγαν όλα τα γράμματά μου κ’ έφταναν στους δικούς μου, απ’ όπου γράφτηκε όλ’ η Πυραμίδα 67.
*Απόσπασμα από τον πρόλογο που έγραψε ο Ρένος Αποστολίδης στις 10 Νοεμβρίου 1995 για τη δεύτερη έκδοση του «Α2».
«Ο ίδιος ο Εμφύλιος, σ’ ένα πρόσωπο ζωντανό, αληθινό» γράφει ο Ρένος, που είχε γεννηθεί σαν σήμερα πριν από ένα σχεδόν αιώνα (2 Μαρτίου 1924).
Πράγματι: ο επάρατος εθνικός διχασμός συμπυκνωμένος στα βιώματα αυτού του φοβερού πολεμιστή με την απάνθρωπη συμπεριφορά.
Αυτής της τραγικής μορφής, αυτής της δαιμονικής ψυχής, που ανοίχτηκε στον Ρένο για να εξηγήσει τα ανεξήγητα, για να ομολογήσει τα ανομολόγητα.
Ο θυελλώδης, ο εκρηκτικός και αμείλικτος Ρένος εφορμά και διαλύει «βεβαιότητες» και «απολυτότητες», όλων ημών, περί της αδελφοκτόνου διαμάχης.
Δυσδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στους «δικούς μας» και τους «άλλους».
Ποιοι ήταν οι «κυνηγοί» και ποιοι οι «κυνηγημένοι», ποιοι οι «μακελάρηδες» και ποια τα «θύματα»;
Ποιον να πιστέψουμε; Σε τι να πιστέψουμε;
Ο Ρένος μάς δίνει τη δική του απάντηση, στο «Α2» και πάλι: «Δεν πιστεύω τίποτα ωπλισμένο – κι όμως όλα είν’ αμφίστομα!»
- Κλοντ Μονέ: Τα «Νούφαρα» πωλήθηκαν σε δημοπρασία για 65,5 εκατομμύρια δολάρια
- The end: Για αυτά τα τρία ζώδια ο χωρισμός είναι κοντά
- Ηλεία: Ένοχος 44χρονος για τον βιασμό της ανήλικης ανιψιάς του
- Γλυπτά του Παρθενώνα: Το 2025 ενδέχεται να επιστρέψουν στην Ελλάδα, λέει ο Economist
- Η λαμπερή βράβευση των Ολυμπιονικών στο Μονακό, οι θέσεις που έκαναν 1500 ευρώ και η αφιέρωση του Πρίγκιπα Αλβέρτου
- Ερντογάν σε Μπάιντεν: Η έγκριση χρήσης ATACMS από την Ουκρανία οδηγεί σε κλιμάκωση του πολέμου