Ουκρανία: Όταν σταματά η διπλωματία μιλούν τα όπλα και το δράμα παρατείνεται
Στο βαθμό που δεν διαμορφώνεται πραγματική δυναμική για διπλωματική διέξοδο, οι επιχειρήσεις θα συνεχιστούν όπως και το δράμα του λαού της Ουκρανίας
«Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα», είναι η περίφημη ρήση του Κλαούζεβιτς. Μόνο που η αλλαγή μέσων σηματοδοτεί και το πέρασμα στη βαναυσότητα και το δράμα για όσους είναι τα θύματα των πολεμικών επιχειρήσεων.
Η σύγκρουση στην Ουκρανία έχει μεγάλο βάθος και δεν ξεκίνησε το 2022. Με μία έννοια δεν ξεκίνησε καν το 2014. Συμπυκνώνει όλες τις αντιφάσεις του μεταψυχροπολεμικού κόσμου και αποτυπώνει τόσο τις επιπτώσεις της διάλυσης της ΕΣΣΔ όσο και την κλιμακούμενη αντιπαράθεση στο πλαίσιο του «Νέου Ψυχρού Πολέμου».
Ως τέτοια είναι ένα πολιτικό πρόβλημα που απαιτούσε μια πολιτική διέξοδο. Να το πούμε διαφορετικά η αποφυγή του πολέμου και η ειρήνη περνούσαν από κάποια επίλυση των πραγματικών προβλημάτων που οδήγησαν σε αυτή τη σύγκρουση.
Και οποιοσδήποτε έχει μια εικόνα αυτής της σύγκρουσης και της ιστορίας γύρω από αυτήν, αντιλαμβάνεται ότι η λύση δεν ήταν απλώς να γυρίσουν τα πράγματα στο πώς ήταν πριν την εκκίνηση της ρωσικής στρατιωτικής επιχείρησης.
Στην πραγματικότητα η Ρωσία, η Ουκρανία αλλά και η διεθνής κοινότητα βρέθηκαν αντιμέτωπες με δύο βασικά προβλήματα. Το πρώτο ήταν αυτό που αφορούσε το εσωτερικό ουκρανικό πρόβλημα και την αντιπαράθεση γύρω από το Ντομπάς και το εάν θα μπορούσε να υπάρξει μια ειρηνική και δημοκρατική λύση. Το δεύτερο αφορούσε το εάν θα μπορούσε στην Ευρώπη να υπάρξει μια διαρρύθμιση των θεμάτων «συλλογικής ασφάλειας» με τρόπο που να οδηγεί σε αποκλιμάκωση της έντασης.
Αυτό στην πραγματικότητα έθετε και ένα περίγραμμα πιθανής διεξόδου, γύρω από την πλήρη εφαρμογή των Συμφωνιών του Μινσκ για μια μορφή αυτοκυβέρνησης στις ανατολικές επαρχίες, εντός των ορίων της κυριαρχίας της Ουκρανίας, και δεσμεύσεις ότι ουσιαστικά η Ουκρανία θα έμενε εκτός ΝΑΤΟ, παράλληλα με μια συζήτηση για την αποκλιμάκωση της συγκέντρωσης οπλικών συστημάτων στην ντε φάντο διαχωριστική γραμμή Δύσης και Ρωσίας.
Γιατί υπονομεύτηκε συστηματικά η δυνατότητα διπλωματικής διεξόδου
Το περίγραμμα αυτό μιας πολιτικής και διπλωματικής διεξόδου δεν μπόρεσε να υλοποιηθεί για μια σειρά από λόγους.
Η ουκρανική πλευρά είχε πάντα ταλαντεύσεις ως προς το κομμάτι του προχωρήματος των θεσμικών αλλαγών που αναλογούσαν στις συμφωνίες του Μινσκ.
Η Δύση δεν ήταν διατεθειμένη να προχωρήσει σε ένα διαφορετικό πλαίσιο «αρχιτεκτονικής ασφάλειας» στην Ευρώπη, γιατί αυτό θα διακύβευε τη συνολικότερη αμερικανική προσπάθεια για κατοχύρωση της ηγεμονίας των ΗΠΑ απέναντι στη δυνητική ευρασιατική σύγκλιση Ρωσίας και Κίνας.
Η Ρωσία δε θεωρούσε επαρκείς τις διαβεβαιώσεις ότι «δεν επίκειται προς το παρόν εισδοχή της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ», καθώς θεωρούσε ότι ανά πάσα στιγμή οι ΗΠΑ θα υπαναχωρούσαν από αυτή την άτυπη δέσμευση.
Η ρωσική επιλογή για πολεμικές επιχειρήσεις
Σε αυτό το φόντο, η Ρωσία πήρε την επιλογή να προχωρήσει σε μια μεγάλη επιχείρηση για να επιβάλει στρατιωτικά τους όρους της, εκτιμώντας πιθανότατα ότι η Δύση είχε ούτως ή άλλως «αλλάξει σελίδα» οπότε δεν υπήρχε θέμα αναζήτησης πολιτικής λύσης.
Εξ ου και ότι προηγήθηκε η αναγνώριση της κυριαρχίας των αυτοαποκαλούμενων «λαϊκών δημοκρατιών», ουσιαστικά η έξοδος και της Ρωσίας από το πλαίσιο των συμφωνιών του Μινσκ.
Ουσιαστικά, η ρωσική επιλογή και αντίστοιχα το μεγάλο στρατηγικό ρίσκο ήταν να δοκιμάσει να κατοχυρώσει ένοπλα τους όρους που προσπάθησε να εξασφαλίσει αρχικά μέσα από τη διπλωματία.
Όμως, δεν υπήρξε ούτε η άμεση κατάρρευση ή συνθηκολόγηση της ουκρανικής κυβέρνησης ούτε η διάθεση της Δύσης για μια πολιτική λύση.
Αντίθετα, η Δύση απάντησε με την αποστολή εξοπλισμού στην Ουκρανία και την υποστήριξη – και ως ένα βαθμό παρότρυνση – να αντισταθεί και με την κήρυξη ενός χωρίς προηγούμενο παγκόσμιου οικονομικού πολέμου σε βάρος της Ρωσίας, έστω και εάν ακόμη το πλέγμα των κυρώσεων δεν είναι καθολικό.
Η Δύση προσβλέπει σε μια ήττα της Ρωσίας
Όλα αυτά έχουν να κάνουν και με το γεγονός ότι προφανώς οι δυτικές κυβερνήσεις εκτιμούν ότι προέχει να ηττηθεί ουσιαστικά η Ρωσία σε αυτή την κίνησή της.
Αυτή η ήττα προφανώς δεν μπορεί να είναι άμεσα στρατιωτική, εφόσον δεν προσφέρουν ανάλογη δική τους στρατιωτική συμμετοχή, αλλά να έρθει μέσα από το μεγάλο κόστος των κυρώσεων και μιας πολεμικής εμπλοκής που έχει στοιχεία φθοράς τόσο οικονομικής όσο και «ηθικής», έτσι ώστε να υποχρεωθεί τελικά σε μια αποχώρηση χωρίς να έχει πετύχει τις επιδιώξεις της.
Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο η Δύση θα μπορεί να υποστηρίζει ότι κατάφερε να κερδίσει τον πρώτο γύρο του «Νέου Ψυχρού Πολέμου» και μάλιστα με όρους που θα μπορούν να παρουσιαστούν και ως «νίκη ενός λαού απέναντι σε εισβολέα». Σε αυτή την τακτική κινείται και η κυβέρνηση Ζελένσκι θεωρώντας ότι η στάση της Δύσης ευνοεί και την αντίσταση που προσπαθεί να προβάλλει απέναντι στις ρωσικές ένοπλες δυνάμεις.
Η λογική του πολέμου θα κυριαρχήσει
Το πρόβλημα είναι ότι είναι σαφές ότι η Ρωσία είναι αποφασισμένη να κατοχυρώσει ένοπλα αυτά που δεν αποτυπώνονται στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, όχι μόνο αυτό στο Μπρεστ αλλά και το άτυπο με τις ΗΠΑ και τις χώρες της ΕΕ.
Και αυτό επιτείνεται από το γεγονός ότι η Μόσχα θεωρεί ότι είναι κατά βάση η Δύση που αποκόπτει τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης εξωθώντας το Κίεβο σε μια αντίσταση που στα μάτια της Ρωσίας φαντάζει μάταιη.
Μόνο που αυτό σημαίνει ένα πέρασμα από τη στρατιωτική επίδειξη δύναμης στην προσπάθεια συστηματικής επίτευξης συγκεκριμένων στρατιωτικών στόχων, δηλαδή ακόμη μεγαλύτερη καταστροφή αμυντικών εγκαταστάσεων της Ουκρανίας, έλεγχο παραγωγικών δομών και βεβαίως τις πολιορκίες των πόλεων που θα γίνουν ακόμη πιο βίαιες και ανεξαρτήτως σχεδιασμών με ολοένα και μεγαλύτερο κόστος για τον άμαχο πληθυσμό που στο τέλος θα έχει να επιλέξει είτε την αγωνία είτε τον αποχώρηση μέσω των «ανθρωπιστικών διαδρόμων» όταν θα ανοίξουν.
Αυτό προφανώς δεν θα είναι μια «ταχεία» επίθεση, αλλά μια συστηματική και βίαιη προσπάθεια να εξασφαλιστεί ο έλεγχός τους.
Με σκοπό στο τέλος να διαμορφωθεί μια εκ των πραγμάτων ασφυκτική συνθήκη για την ουκρανική κυβέρνηση ώστε να υποχρεωθεί σε συνθηκολόγηση, ενώ στο μεταξύ προφανώς όλες αυτές οι επιχειρήσεις θα έχουν σημαντικό κόστος και για την ίδια τη Ρωσία.
Η τραγωδία της διπλωματίας
Όλα αυτά σηματοδοτούν και πόσο τραγικά επείγουσα και αναγκαία είναι η επιστροφή στη διπλωματία, την ώρα που όλα δείχνουν ότι περνούμε σε μια εποχή όπου η διαίρεση δεν θα είναι μόνο συμβολική ή οικονομική αλλά θα σφραγιστεί και από πολεμικές επιχειρήσεις που θα αφήσουν βαθύ τραύμα όχι μόνο στην Ουκρανία αλλά και στην Ευρώπη.
Διαφορετικά η τραγωδία θα συνεχίζεται, με πρώτο θύμα τον λαό της Ουκρανίας αλλά και αρνητική επίπτωση συνολικά για την παγκόσμια ειρήνη. Γιατί είναι προφανές ότι η κλιμάκωση των επιχειρήσεων στην Ουκρανία, ακόμη και χωρίς άμεση συμμετοχή των δυτικών ενόπλων δυνάμεων, εκ των πραγμάτων θα παραπέμπει σε μια «θερμή» φάση του «Νέου Ψυχρού Πολέμου», την ώρα που θα υπάρχει η απειλή για ανάφλεξη και σε άλλα σημεία. Θύμα θα είναι και η ρωσική κοινωνία όχι μόνο γιατί θα αυξάνονται οι νεκροί στρατιωτικοί αλλά και γιατί η «πολεμική συνθήκη» θα αρνητικές συνέπειες και στην ίδια την καθημερινότητα. Ούτε θα μείνουν αλώβητες οι ευρωπαϊκές κοινωνίες από τον τρόπο που θα παρασύρονται εκ των πραγμάτων σε αυτό το πολεμικό κλίμα.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις