Μεγάλη Εαρινή Επίθεση: Ουδείς θα κινηθεί προς τα οπίσω
Οι πλέον συγκλονιστικές στιγμές της Μεγάλης Εαρινής Επίθεσης καταγράφηκαν αναμφίβολα στο θρυλικό Ύψωμα 731
Στο πλαίσιο της τρίτης φάσης της ελληνοϊταλικής σύρραξης κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (7 Ιανουαρίου-26 Μαρτίου 1941) έλαβε χώρα, πέραν των χειμερινών επιχειρήσεων, η αποκαλούμενη Μεγάλη Εαρινή Επίθεση των Ιταλών, που παρά τις προσδοκίες τους είχε άδοξο τέλος εξαιτίας της ηρωικής και πείσμονος αντίστασης που προέβαλαν οι ελληνικές δυνάμεις.
Οι πλέον συγκλονιστικές στιγμές της Μεγάλης Εαρινής Επίθεσης καταγράφηκαν αναμφίβολα στο θρυλικό Ύψωμα 731, που γράφτηκε στις χρυσές δέλτους της ελληνικής ιστορίας χάρη στα ανδραγαθήματα των υπερασπιστών του.
Τα προηγηθέντα – Οι προετοιμασίες των αντιπάλων
Η εντυπωσιακή προέλαση του Ελληνικού Στρατού στο Αλβανικό Μέτωπο και τα διαδοχικά επιτεύγματα των ελληνικών δυνάμεων είχαν ανησυχήσει έντονα την ιταλική στρατιωτική ηγεσία και είχαν πλήξει βαθύτατα τον Μπενίτο Μουσολίνι, που αναζητούσε απεγνωσμένα κάποιες θεαματικές επιτυχίες στο πεδίο των επιχειρήσεων, ώστε να αποκαταστήσει το τρωθέν κύρος του.
Έχοντας αυτό κατά νουν, ο Μουσολίνι αντικατέστησε το Δεκέμβριο του 1940 τον επικεφαλής των ιταλικών στρατευμάτων στην Αλβανία, στρατηγό Ουμπάλντο Σοντού (Ubaldo Soddu), με τον Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Στρατού, στρατηγό Ούγκο Καβαλλέρο (Ugo Cavallero).
Βεβαίως, οι δυσμενέστατες καιρικές συνθήκες (δριμύτατο ψύχος, χιονοθύελλες, ομίχλη) που επικρατούσαν στα αλβανικά εδάφη στις αρχές του 1941 είχαν οδηγήσει σε σταθεροποίηση της γραμμής του μετώπου, που ξεκινούσε από το Πόγραδετς και κατέληγε βορείως της Χιμάρας (Χειμάρρας).
Μπροστά σε αυτό το αδιέξοδο, και επιθυμώντας διακαώς να αναπτερώσει το ηθικό των στρατιωτών του, ο Μουσολίνι άρχισε να προετοιμάζει τις δυνάμεις του, ώστε να καταφέρει ένα συντριπτικό πλήγμα στις ελληνικές δυνάμεις και να διαμορφώσει ένα νέο σκηνικό στο Αλβανικό Μέτωπο.
Έτσι, έως τα τέλη Φεβρουαρίου του 1941 μεταφέρθηκαν στο μέτωπο δέκα νέες ιταλικές μεραρχίες, ενώ δεκάδες πλοία αποβίβαζαν στα αλβανικά λιμάνια εφόδια, πυρομαχικά και μέσα πυρός. Μάλιστα, στις αρχές Μαρτίου αφίχθη στην Αλβανία ο ίδιος ο Μουσολίνι, προκειμένου να εποπτεύσει προσωπικά και εκ του σύνεγγυς τις επιχειρήσεις.
Ο Μουσολίνι στο Αλβανικό Μέτωπο
Η επιμελώς προπαρασκευασθείσα επιχείρηση των ιταλικών στρατευμάτων, που αποσκοπούσε στη διάσπαση της ελληνικής αμυντικής γραμμής, έλαβε την κωδική ονομασία Primavera («Άνοιξη»), αλλά έμεινε στη στρατιωτική ιστορία ως η Μεγάλη Εαρινή Επίθεση των Ιταλών ή Ιταλική Επίθεση Μαρτίου.
Σύμφωνα με το σχέδιο επιθέσεως που είχε καταστρώσει ο στρατηγός Καβαλλέρο, η ιταλική επιχείρηση θα ετίθετο σε εφαρμογή στις 9 Μαρτίου 1941, στη ζώνη του Β’ Σώματος του Ελληνικού Στρατού (συνολικής δυνάμεως 6 μεραρχιών) και σε περιορισμένο μέτωπο έξι χιλιομέτρων. Αντικειμενικός σκοπός της επιχείρησης ήταν η διάσπαση του ελληνικού μετώπου από τα υψώματα της περιοχής Γκλάβας έως το Μπούμπεσι (την ονομασία αυτήν έφεραν χωριό, αυχένας και χάνι) και η διάνοιξη της κοιλάδας του ποταμού Ντεσνίτσα.
Το κύριο βάρος της προσπάθειας θα επωμιζόταν το ιταλικό VIII Σώμα Στρατού, υπό τον υποστράτηγο Γκαστόνε Γκαμπάρα (Gastone Gambara). Οι ιταλικές δυνάμεις (5 μεραρχίες και 2 τάγματα Μελανοχιτώνων) θα προσέβαλλαν το κέντρο της ελληνικής διάταξης ανάμεσα στην κορυφογραμμή της Τρεμπεσίνας και το Μπούμπεσι, στον τομέα της I Ελληνικής Μεραρχίας (Σιδηράς Μεραρχίας Λαρίσης), που τελούσε υπό τη διοίκηση του υποστρατήγου Βασιλείου Βραχνού.
Ο υποστράτηγος Βραχνός και το επιτελείο του στο παρατηρητήριο
Ασφαλώς, οι προαναφερθείσες ιταλικές προετοιμασίες είχαν γίνει εγκαίρως αντιληπτές από το Ελληνικό Γενικό Στρατηγείο, που είχε δώσει εντολή στο Β’ ΣΣ να λάβει θέσεις άμυνας μεταξύ των ποταμών Αώου και Άψου.
Η έναρξη της ιταλικής επίθεσης – Η σθεναρή ελληνική αντίσταση
Στις 6:30 π.μ. της 9ης Μαρτίου 1941 δόθηκε το σύνθημα για την έναρξη της ιταλικής επίθεσης. Οι Ιταλοί προέβησαν σε μαζικό βομβαρδισμό ολόκληρου του μετώπου του Β΄ΣΣ, προπάντων στον τομέα της Ι Μεραρχίας. Μόνο τις πρώτες 2,5 ώρες της προπαρασκευής της ιταλικής επίθεσης έπεσαν στις ελληνικές αμυντικές θέσεις χιλιάδες βλήματα πυροβολικού, αμέτρητα βλήματα όλμων και μεγάλος αριθμός βομβών αεροσκαφών. Οι επικοινωνίες είχαν διακοπεί, ενώ ο καπνός και η σκόνη δεν επέτρεπαν ούτε τη λειτουργία των οπτικών μέσων.
Τα σφοδρά πυρά κατά των γειτονικών Υψωμάτων 717 (Μπρέγκου Ραπίτ) και 731, καθώς και οι συνεχείς ιταλικές επιθέσεις, δεν έφεραν αρχικά ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ύστερα από νέα προσπάθεια οι Ιταλοί κατάφεραν να καταλάβουν το Ύψωμα 717, το οποίο όμως ανακατελήφθη από τις ελληνικές δυνάμεις. Στις 14:00 και στις 16:50 οι Ιταλοί εξαπέλυσαν επιθέσεις κατά των υψωμάτων 731 και Κιάφε Λουζίτ, αλλά υπέστησαν σημαντικές απώλειες.
Η πρώτη ημέρα της Μεγάλης Εαρινής Επίθεσης των Ιταλών δεν είχε τα αποτελέσματα που εκείνοι ανέμεναν, καθώς το Β’ ΣΣ κατάφερε να διατηρήσει αρραγές το αμυντικό του μέτωπο.
Η εξέλιξη των επιχειρήσεων – Το τέλος της Μεγάλης Εαρινής Επίθεσης
Τη 10η και την 11η Μαρτίου οι ιταλικές δυνάμεις συνέχισαν τις ολοήμερες επιθέσεις τους χωρίς ουσιαστικά αποτελέσματα.
Από τις 11 έως τις 14 Μαρτίου οι Ιταλοί επικέντρωσαν τις επιθέσεις τους στα Υψώματα 731 και 717, με τη συνδρομή της Ιταλικής Αεροπορίας. Οι ελληνικές δυνάμεις αντιμετώπισαν τις εν λόγω επιθέσεις με πυκνό φραγμό πυρών. Πρωταγωνιστικό ρόλο στις ηρωικές και αγωνιώδεις προσπάθειες των ανδρών του 5ου Συντάγματος Πεζικού να υπερασπιστούν το Ύψωμα 731 διαδραμάτισε ο διοικητής του 2ου Τάγματος, ταγματάρχης Δημήτρης Κασλάς.
Η διαταγή του Κασλά προς τους άνδρες του ήταν άκρως δηλωτική της γενναιότητας και της αποφασιστικότητας με την οποία αμύνονταν οι Έλληνες στο Ύψωμα 731: «Επί των κατεχομένων θέσεων θα αμυνθώμεν μέχρις εσχάτων. Ουδείς θα κινηθεί προς τα οπίσω. Τότε μόνο θα διέλθει ο εχθρός εκ της τοποθεσίας μας, όταν αποθάνομεν άπαντες επί των θέσεών μας».
Οι αλλεπάλληλες ιταλικές επιθέσεις κατά του Υψώματος 731 αναχαιτίστηκαν από τα ελληνικά τμήματα, που διενεργούσαν αντεπιθέσεις και εμπλέκονταν συχνά σε μάχες εκ του συστάδην, με ξιφολόγχες και χειροβομβίδες.
Μια νέα ιταλική επίθεση τη νύχτα της 15ης Μαρτίου αντιμετωπίστηκε και αυτή επιτυχώς από τα ελληνικά στρατεύματα. Από τις 16 Μαρτίου, κι αφού η ιταλική στρατιωτική ηγεσία συνειδητοποίησε ότι η εαρινή επίθεσή της είχε αποτύχει, αποφασίστηκε η βαθμιαία αναστολή των επιχειρήσεων. Παρά τις προσπάθειες που κατέβαλαν τις αμέσως επόμενες ημέρες, οι Ιταλοί δεν κατάφεραν με κανέναν τρόπο να διασπάσουν την ελληνική άμυνα.
Στις 26 Μαρτίου 1941, μετά την επιστροφή του Μουσολίνι στη Ρώμη και την προσχώρηση της Γιουγκοσλαβίας στο στρατόπεδο των Συμμάχων, η ιταλική επίθεση διακόπηκε.
Οι απώλειες κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εαρινής Επίθεσης
Το τίμημα που κλήθηκαν να καταβάλουν οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εαρινής Επίθεσης ήταν βαρύτατο.
Οι ελληνικές απώλειες (κυρίως της Ι Μεραρχίας) ανήλθαν σε 47 νεκρούς αξιωματικούς και 1.196 νεκρούς οπλίτες, 144 τραυματίες αξιωματικούς και 3.872 τραυματίες οπλίτες, ενώ υπήρχαν και 42 αγνοούμενοι οπλίτες.
Οι ιταλικές απώλειες ανήλθαν σε 11.800 νεκρούς και τραυματίες, ενώ ο αριθμός των ιταλών αιχμαλώτων από τις 7 Ιανουαρίου έως τα τέλη Μαρτίου του 1941 ανήλθε σε 189 αξιωματικούς και 7.645 οπλίτες.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις