Η οδυνηρή διαπίστωση ότι το πρώτο θύμα κάθε πολέμου είναι η αλήθεια, επειδή οι πολεμικές επιχειρήσεις συνοδεύονται πάντα και από μια μάχη προπαγάνδας που καταλήγει στην κατασκευή αφηγημάτων που συχνά δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα, έχει επαναληφθεί σε όλες τις περιπτώσεις όπου μπαίνουν εμπόδια στην προσπάθεια για μια στοιχειωδώς αντικειμενική ενημέρωση ή όπου επιδιώκεται να υπάρχει το είδος μονομερούς «embedded» πληροφόρησης, που πρωτοείδαμε στον πόλεμο στο Ιράκ το 2003.

Ομως, φοβάμαι ότι υπάρχει και ένας μεγαλύτερος κίνδυνος σε έναν πόλεμο, όπως είναι αυτός που βλέπουμε οδυνηρά να εκτυλίσσεται αυτές τις μέρες, και αυτός αφορά την ίδια την ικανότητα της σκέψης.

Το βλέπω αυτό στον τρόπο που διεξάγεται μια ορισμένη δημόσια συζήτηση όπου όλα τα ερωτήματα για το πώς φτάσαμε σε αυτή την κατάσταση θεωρούνται απαντημένα και το μόνο που κανείς καλείται να κάνει είναι να πάρει θέση, να δείξει με ποια πλευρά τάσσεται. Ακόμη χειρότερα οποιαδήποτε προσπάθεια για σκέψη και λόγο πέραν της απλής «λήψης θέσης», αντιμετωπίζεται ως έμμεση δικαιολόγηση του πολέμου. Μόνο που αυτό ακυρώνει οποιαδήποτε προσπάθεια να κατανοήσουμε αυτό που συμβαίνει.

Η κατανόηση ενός φαινομένου όπως ένας πόλεμος, απαιτεί να δούμε τις ιστορικές του διαστάσεις, τις κοινωνικές και πολιτικές δυναμικές που τον τροφοδότησαν, τις πραγματικές συγκρούσεις που οδήγησαν σε αυτόν, τα ανοιχτά ζητήματα που απαιτούσαν επίλυση πριν ξεσπάσει.

Κατανόηση δεν σημαίνει δικαιολόγηση, ούτε ηθική δικαίωση όσων επέλεξαν να κλιμακώσουν την αντιπαράθεση σε ανοιχτή πολεμική σύγκρουση. Σημαίνει, όμως, αναζήτηση τρόπων ώστε να αναιρεθούν τα αίτια μιας πολεμικής σύγκρουσης και να μπορέσει η διπλωματία και η πολιτική συζήτηση να πάρουν το πάνω χέρι έναντι των όπλων και σηματοδοτεί προσπάθεια για εντοπισμό ευθυνών που δεν περιορίζονται στη μία πλευρά του ρήγματος και για στοχασμό μιας διεθνούς αρχιτεκτονικής που να μην οδηγείται διαρκώς στη ρήξη. Και όλα αυτά δείχνουν πόσο αναγκαία είναι σήμερα μια αντίσταση της σκέψης.