Το βαλιτσάκι του Σοστακόβιτς – Η ιστορία της «Λαίδης Μάκβεθ του Μτσενσκ»
Η ιστορία της «Λαίδης Μάκβεθ του Μτσενσκ» και οι σύγχρονες γελοιότητες που ακούγονται σήμερα από καλοβολεμένους «προοδευτικούς» συστηματίες
- Ανοιχτά τα μαγαζιά σήμερα - Κορυφώνεται η κίνηση, τι να προσέχουμε όταν αγοράζουμε παιχνίδια και τρόφιμα
- Πώς διαμορφώνονται οι τιμές από το χωράφι στο ράφι
- Χριστουγεννιάτικα μπισκοτάκια για τον σκύλο και τη γάτα μας – Εύγευστες συνταγές
- Ο Τραμπ διορίζει τον παραγωγό του «Apprentice», ως ειδικό απεσταλμένο στη Μεγάλη Βρετανία
Το 1936 ήταν μία πολύ δύσκολη χρονιά για τον Ντμίτρι Σοστακόβιτς, τον σπουδαιότερο συνθέτη που γεννήθηκε στον 20ό αιώνα. Ηταν η χρονιά που του επιτέθηκε ο ίδιος ο Στάλιν.
Φανατικός μουσικόφιλος και με μεγάλο προσωπικό ενδιαφέρον για τη μουσική ζωή στην ΕΣΣΔ, ο Στάλιν είχε ακούσει να μιλάνε θριαμβευτικά για τη νέα, τότε, όπερα του Σοστακόβιτς «Η Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ».
Το έργο είχε πίσω του ένα εντυπωσιακό ξεκίνημα. Που τελικά, έγινε ο τάφος του: προκάλεσε το ενδιαφέρον του Στάλιν να πάει να την ακούσει. Το λιμπρέτο εξέφραζε την ανάγκη του συνθέτη να κολακεύσει το καθεστώς. Οχι επειδή ήθελε κάτι από αυτό, αλλά επειδή δεν ήθελε: δεν ήθελε να τον έχει στο μάτι, να επικρίνει τη μουσική του και να έχει λόγο στο τι γράφει.
Το έργο φέρνει στο επίκεντρο την προεπαναστατική ρωσική μπουρζουαζία και την κατηγορεί για την παρακμή της. Η ελπίδα του ήταν ξεκάθαρη: θα χαιρόταν η Επανάσταση και θα τον άφηνε επιτέλους στην ησυχία του.
Ο Στάλιν έμαθε για το έργο. Ομως, όταν το άκουσε, «διάβασε» την πρόθεση του συνθέτη εντελώς ανάποδα: ως αντεπαναστατική. Από εκείνη τη στιγμή, ο Σοστακόβιτς βρέθηκε στη ζώνη του λυκόφωτος σχεδόν ως το τέλος της ζωής του.
Το σάλπισμα της εξόντωσής του ήρθε όταν η «Πράβντα» δημοσίευσε έναν ανώνυμο λίβελο για την όπερα με τίτλο «Συνονθύλευμα αντί μουσικής»: «Ο ακροατής από το πρώτο λεπτό μένει αποσβολωμένος στην όπερα από έναν συνειδητά άμορφο, συγκεχυμένο χείμαρρο ήχων…» ξεκινούσε ο γεμάτος ανοησίες λίβελος. Ηταν η καταδίκη του συνθέτη της.
Σήμερα εκτιμάται ότι το κείμενο πιθανότατα το έγραψε ο ίδιος ο Στάλιν. Μόλις δημοσιεύθηκε, η ζωή του Σοστακόβιτς μετατράπηκε σε εφιάλτη: όλες του οι προγραμματισμένες συναυλίες και περιοδείες ακυρώθηκαν η μία μετά την άλλη.
Οι σοβιετικές ορχήστρες σταμάτησαν να παίζουν έργα του. Κάθε επαφή μαζί του ήταν επικίνδυνη. Και, από τότε, απέκτησε μία συνήθεια που κράτησε για δεκαετίες: κοιμόταν έχοντας πλάι του ένα βαλιτσάκι με τα βασικά που θα χρειαζόταν αν ένα βράδυ η σοβιετική ασφάλεια έσπαγε την πόρτα και τον έπαιρνε προς άγνωστη κατεύθυνση.
Την ίδια εποχή, ήταν έτοιμος να παρουσιάσει τη συγκλονιστική καινοτόμα Τέταρτη Συμφωνία του. Την απέσυρε ο ίδιος κακήν κακώς: η «Πράβντα» τον είχε κατηγορήσει για αντεπαναστατικές μουσικές ιδέες, για εναντίωσή τους στον λαό, για χάος αντί για μουσική.
Και η Τέταρτη θα δικαίωνε πλήρως αυτή την «κριτική» – ήταν ένα οραματικό έργο, όμως δεν είχε γραφτεί με τη σκέψη στους λογοκριτές του κόμματος.
Σύντομα, έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά και παρήγαγε ένα άλλο αριστούργημα: την Πέμπτη Συμφωνία, μακράν την πιο δημοφιλή του. Αυτήν, το καθεστώς νόμιζε ότι την κατάλαβε – που δεν είχε καταλάβει τίποτα. Αλλά ευχαριστήθηκε. Την ενέκρινε. Και, σιγά σιγά, ο Σοστακόβιτς κατάφερε ν’ αναπνεύσει ξανά, αν και το καθεστώς τον κοιτούσε πάντα με καχυποψία, ακόμα και μετά τον θάνατο του Στάλιν.
Και το πανίσχυρο συνδικάτο των συνθετών, οι εκλεκτοί του κόμματος, ήθελε συχνά να τον τσακίσει, όχι βέβαια επειδή δεν καταλάβαινε, αλλά για το ακριβώς αντίθετο: επειδή τα μέλη του καταλάβαιναν την αστρική υπεροχή του Σοστακόβιτς έναντι των περισσοτέρων εξ αυτών – και δεν του τη συγχωρούσαν.
Γι’ αυτό άλλωστε και, τους περισσότερους, που του έκαναν τη ζωή μαύρη, ουδείς τους θυμάται σήμερα, σε αντίθεση με εκείνον.
Μια καραμέλα πιπιλίζεται τις τελευταίες ημέρες λόγω της ορθότατης απόφασης του υπουργείου Πολιτισμού να ακυρωθούν ρωσικές μουσικές και άλλες εκδηλώσεις στην Ελλάδα.
«Απαγορεύουν τον Τσαϊκόφσκι» είναι ο γενικός τίτλος. Μπούρδες. Ανθρώπων που δεν έχουν ιδέα για τι μιλάνε. Ουδείς απαγόρευσε τη μεγάλη ρωσική τέχνη. Ουδείς έθιξε τον Τσαϊκόφσκι, τον Προκόφιεφ ή τον Ραχμάνινοφ, για τους οποίους ξαφνικά κόπτονται άνθρωποι που πιθανότατα δεν έχουν ακούσει ούτε μία νότα τους στη ζωή τους.
Οι ακυρώσεις δεν αφορούν την τέχνη. Αφορούν τους θεσμούς μιας δολοφονικής αυταρχικής υπερδύναμης που σαρώνει απρόκλητα και ανελέητα μια ολόκληρη ξένη χώρα. Που σκοτώνει μαζικά αθώους ανθρώπους εισβάλλοντας στο κράτος τους με το έτσι θέλω.
Τέτοιες ακυρώσεις πέφτουν αυτή τη στιγμή βροχή παντού στον κόσμο. Δεν αφορούν την τέχνη, που εξακολουθεί να βρίσκεται παντού. Ουδείς δίωξε τη μουσική.
Οι ακυρώσεις, διεθνώς, αφορούν κρατικούς θεσμούς της Μόσχας ή δουλικούς υπηρέτες του καθεστώτος, όπως ο Γκεργκίεφ που τον έδιωξαν από τη Φιλαρμονική του Μονάχου επειδή αρνήθηκε να καταδικάσει την εισβολή του φίλου και προστάτη του Πούτιν, ή την Νετμπρένκο που την έδιωξαν για τον ίδιο λόγο από τη Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης – αυτή μάλιστα ακύρωσε επ’ αόριστον μόνη όλες τις εμφανίσεις της από τον φόβο μήπως της… πετάξουν αβγά.
Γιατί το δυτικό κοινό δεν ζει στη δικτατορία του Πούτιν: Εχει λόγο. Απαιτεί λογοδοσία. Και οι εν λόγω, το ξέρουν καλά.
Οι ακυρώσεις αυτές όχι απλώς δεν προσβάλλουν, αλλά υπηρετούν την τέχνη. Επειδή υπερασπίζονται τη ζωή και την ελευθερία. Γιατί άλλο η τέχνη, άλλο οι φονιάδες. Και άλλο οι άσχετοι, που μιλάνε χωρίς να ξέρουν τι τους γίνεται. Οπως ότι η Λαίδη Μάκβεθ παίχτηκε για τελευταία φορά το 1936. Επρεπε να περάσουν κοντά τρεις δεκαετίες μέχρι, το 1962, το ιδιοφυές έργο να ακουστεί ξανά στην ΕΣΣΔ. Αυτό ήταν λογοκρισία. Οχι οι γελοιότητες που λέγονται σήμερα από καλοβολεμένους «προοδευτικούς» συστηματίες.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις