Σταύρος Ξαρχάκος: Στο τέλος υπάρχει πάντα το Αιγαίο
Τι κρίμα ένας τόσο χαρισματικός τόπος με τόσο άξιους ανθρώπους και τόσο ασήμαντους κυβερνήτες
- Θρίλερ με τον θάνατο του προέδρου της κοινότητας Καραβά στα Κύθηρα - Το άγριο επεισόδιο και η πτώση στο κενό
- Κλείνει η στρόφιγγα του ρωσικού φυσικού αερίου από την Ουκρανία στην Ευρώπη
- Με αλλεπάλληλες μαχαιριές η δολοφονία στο ξενοδοχείο στην Καλαμάτα - Ομολόγησε ο 35χρονος
- Πώς η υπόθεση Πελικό έδωσε άλλες διαστάσεις στη σεξουαλική βία
Μεσούντος του θέρους του 2002 ο Σταύρος Ξαρχάκος ετοιμαζόταν να παρουσιάσει με την Κρατική Ορχήστρα Ελληνικής Μουσικής (ΚΟΕΜ) στο Ηρώδειο, σε πρώτη εκτέλεση, το νέο τότε έργο του «Ωδή – Πορείας Εγκώμιον», στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών.
Το ορχηστρικό έργο του θα παρουσιαζόταν το Σάββατο 3 Αυγούστου 2002, στο πλαίσιο ενός διήμερου αφιερώματος στο σπουδαίο Νίκο Γκάτσο (την προηγουμένη, Παρασκευή 2 Αυγούστου, η Δήμητρα Γαλάνη θα ερμήνευε τραγούδια σε στίχους του Νίκου Γκάτσου, μελοποιημένα με μαγικό τρόπο από τους Μάνο Χατζιδάκι, Μίκη Θεοδωράκη, Δήμο Μούτση, καθώς και τον ίδιον τον Ξαρχάκο).
Λίγες ημέρες νωρίτερα ο Ξαρχάκος είχε μιλήσει κατ’ αποκλειστικότητα στην εφημερίδα «Τα Νέα» για τη σημαντική αυτήν καλλιτεχνική εκδήλωση που επέκειτο. Συζητώντας, μάλιστα, με τον αείμνηστο δημοσιογράφο Πάνο Γεραμάνη (1945-2005) είχε αποκαλύψει το πώς είχε οδηγηθεί, ύστερα από μακροχρόνια αναμονή και ψυχοπνευματική αναζήτηση, στη δημιουργία του προαναφερθέντος έργου του, που είχε εμπνευστεί από την ποίηση του Γκάτσου.
«Μια ευγενική κάρτα με θερμά λόγια του Νίκου Γκάτσου, που μου έστειλε μαζί με την Αμοργό το 1971 στο Παρίσι, μου δημιούργησαν μια εσωτερική διέγερση. Μια αλληλουχία συναισθημάτων, τα οποία επί χρόνια λειτουργούσαν μέσα μου. Τώρα ήρθε η στιγμή που αυτά παράγονται σε ήχους και ρυθμούς» διαβάζουμε στο φύλλο των «Νέων» που είχε κυκλοφορήσει τη Δευτέρα 29 Ιουλίου 2002, με τη συνέντευξη του Ξαρχάκου στον Γεραμάνη να τιτλοφορείται «Με πληγώνουν όσα συμβαίνουν γύρω μας».
Και ο εξαίρετος μουσουργός συνέχιζε ως εξής:
«Δύσκολοι καιροί, το 1971, όταν πήρα στα χέρια μου τα λόγια και το ποιητικό έργο που μου έστειλε ο Γκάτσος. Κυριάρχησαν μέσα μου έκπληξη, συγκίνηση, ενθουσιασμός, ανάταση. Διάβασα με προσοχή την Αμοργό. Την ξαναδιάβασα. Και ασυναίσθητα κάθισα στο πιάνο. Άρχισα να παίζω ό,τι μου έβγαινε. Δεν προχώρησα όμως τότε να μελοποιήσω κάτι από την Αμοργό, που πραγματικά με συνέπαιρνε. Άφησα τη σκέψη μου ελεύθερη να τρέχει μέσα στα χρόνια που περνούσαν. Συνέθεσα κομμάτια πάνω σε στίχους του Νίκου Γκάτσου. Η Αμοργός έπαιζε με τα συναισθήματά μου. Δεκαπέντε χρόνια μετά, το 1986, όταν βρισκόμουν στη Νέα Υόρκη, ένιωσα την ανάγκη, με αφορμή κάποια γεγονότα, να επικοινωνήσω με τον Γκάτσο στην Ελλάδα. Και του έστειλα μια επιστολή. Είχα διαβάσει πάλι την Αμοργό».
Αποσπάσματα της εν λόγω επιστολής, που παρέμενε έως τότε ανέκδοτη, είχαν δημοσιευτεί στο δισέλιδο των «Νέων» που περιελάμβανε τη συνομιλία Ξαρχάκου – Γεραμάνη. Τα αποσπάσματα αυτά αναδημοσιεύουμε σήμερα, επ’ ευκαιρία των γενεθλίων του μεγάλου μουσικοσυνθέτη, που σήμερα συμπληρώνει 83 χρόνια ζωής.
«Ξαναδιαβάζω την Αμοργό και δεν ξέρω για ποιο λόγο αισθάνομαι την ανάγκη, την βαθιά ανάγκη, να σας μιλήσω για την αγωνία που είχα την εποχή που έλαβα το ποίημα μαζί με μια επιστολή σας. Ήταν το 1971 στο Παρίσι.
Η ίδια αγωνία, αν όχι βαθύτερη με κατέχει και σήμερα.
Ήταν Πάσχα και μόλις είχα γυρίσει από την πρωινή καθημερινή μου βόλτα στον Kήπο του Λουξεμβούργου. Μου είχε γίνει εμμονή να παρατηρώ τις αλλαγές του χρόνου από τα λουλούδια και τα κλαδιά των δέντρων. Έμενα πολύ κοντά στο πάρκο, στην Cour de Rohan, κάποια άλλη φορά αξίζει να σας μιλήσω γι’ αυτήν την ιστορική αυλή. Μόλις είχα γυρίσει φουντωμένος όπως και τα δέντρα στον κήπο του Λουξεμβούργου, όταν αντελήφθηκα κάπου μία γνώριμη μυρωδιά σαν αυτή των Εξαρχείων, κάπου στον τοίχο του σπιτιού μία αχτίδα ήλιου έμπαινε ίδια όπως και στο σπίτι της Καλλιδρομίου, λίγο πιο πέρα φωνές παιδιών από το γειτονικό σχολείο την ώρα του διαλείμματος. Σύμπτωση! Από τότε που γεννήθηκα όπου και να κατοικούσα πάντα υπήρχε δίπλα ένα σχολείο. Ο ήχος γνώριμος και αναρωτιέμαι τι θα γινόμουνα χωρίς αυτόν.
Φαίνεται ότι η μουσική μόνο το ερέθισμα χρειάζεται γιατί ειλικρινά δεν θυμάμαι πώς βρέθηκα στο πιάνο, άνοιξα το κασετόφωνο σαν να ήξερα ότι αυτή η στιγμή δεν επρόκειτο να επαναληφθεί και έπεσα στα πλήκτρα με εκείνη τη λαχτάρα που αισθάνομαι όταν πέφτω στη θάλασσα κάτι καυτερές αυγουστιάτικες μέρες, γυμνός, σαν να θέλω να χαθώ μες στο νερό, να νοιώσω τη θάλασσα να ορμάει και να χάνεται μέσα μου. Και να χάνομαι μέσα της.
Ιδού λοιπόν το αποτέλεσμα. Και μετά σιωπή. Κάποιο τηλεφώνημα. Και πάλι σιωπή.
Γιατί όμως η ίδια αγωνία και σήμερα και μάλιστα πιο έντονη; Γιατί άραγε τότε αυτή η θύμηση; Γιατί αυτή η σιωπή; Γιατί αυτές οι κραυγές; Τότε όπως και τώρα;
Ευτυχώς, στο τέλος υπάρχει πάντα το Αιγαίο. Αυτό το Αιγαίο της Παναγίας, το βαθύ και το γαλάζιο με τα πανηγύρια και την ασετυλίνη, οι ψαράδες να ματσακωνίζουν τα καΐκια. Μυρίζω μίνιο και πίσσα.
Τι τα θέλω τώρα αυτά εγώ; Εγώ που είμαι τόσο μακριά από τη λογοτεχνία αλλά τόσο μέσα στη θάλασσα.
Μήπως τελικά αυτό θα με σώσει; Τι άλλο; Όλα τόσο πρόσκαιρα.
Προσωπικά βίτσια και επαγγελματικές διαστροφές.
Τι κρίμα ένας τόσο χαρισματικός τόπος με τόσο άξιους ανθρώπους και τόσο ασήμαντους κυβερνήτες. Κατάρα θα μου πείτε. Ναι, που να πάρει ο διάβολος, κατάρα.
Τι μας απομένει λοιπόν;
Το Πέλαγος.
Το Αιγαίο.
Ένα χειμωνιάτικο απόγευμα με ήλιο στο νησί.
Το σήμερον κρεμάται.
Όζον, μόλυβδος, φρέον, γενικό σύνδρομο και κάπου μακριά η πατρίδα.
Αυτά από μένα, τώρα θα συνεχίζω ξαναδιαβάζοντας: με την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά.
Να ’στε πάντα καλά.
Καληνύχτα.
Σταύρος Ξαρχάκος»
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις