Η Δύση σε αναζήτηση εχθρών
Η Δύση συμπεριφέρεται ως να βρήκε επιτέλους τον εχθρό που έψαχνε
Στο μακρινό 1932 ο Καρλ Σμιτ επέμενε ότι η έννοια του πολιτικού στηρίζεται στη σχέση φίλου και εχθρού. Ο τρόπος που η έννοια της εχθρότητας, της αντιπαλότητας, του ανταγωνισμού τοποθετείται στο κέντρο της ίδιας της έννοιας του πολιτικού, κατά τρόπο ανάλογο με το πώς ο Χομπς έβαλε τον πόλεμο στην καρδιά της «φυσικής κατάστασης», και η ρήξη με οποιαδήποτε προσπάθεια να θεμελιωθεί η πολιτική σε κάποια πιο «συναινετική» έμφυτη κοινωνικότητα εξηγεί γιατί αυτή η τοποθέτηση παραμένει δημοφιλής ανάμεσα σε όσους επιμένουν στη συγκρουσιακή συγκρότηση των φαινομένων που περιγράφουμε ως πολιτικά. Βεβαίως, από την άλλη αυτό είναι για πολλούς και το αδύναμο σημείο της σκέψης αυτού του «καταραμένου» (εξαιτίας της συνεργασίας του με τον Ναζισμό) στοχαστή, καθώς υποτιμά πλευρές όπως η νομιμοποίηση, η προσπάθεια απόσπασης συναίνεση, ή όλα όσα ο Γκράμσι προσπάθησε να συμπεριλάβει στην έννοια της ηγεμονίας.
Ωστόσο παρατηρώντας τον τρόπο που αυτή τη στιγμή η Δύση συμπεριφέρεται ως να ήταν έτοιμη να αναγνωρίσει απέναντι στη Ρωσία μια σχέση καθαρής εχθρότητας, κανείς μπαίνει στον πειρασμό να επιστρέψει στο σχήμα του Σμιτ. Με αυτό δεν θέλω να υποτιμήσω καθόλου το γεγονός ότι μια τόσο μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση, που καταφανώς παραβιάζει το διεθνές δίκαιο ήταν αναμενόμενο ότι θα προκαλούσε μεγάλη αντίδραση. Κυρίως θέλω να σταθώ στον τρόπο που αρκετές δυτικές κυβερνήσεις δείχνουν να συμπεριφέρονται ως εάν αυτό που αναζητούσαν ήταν ακριβώς ένας σαφώς προσδιορισμένος «εχθρός».
Δεν είναι η πρώτη φορά που το διαπιστώνουμε αυτό στις διεθνείς σχέσεις. Ο Ψυχρός πόλεμος υπήρξε η κατεξοχήν περίοδος όπου το διεθνές σύστημα ορίστηκε γύρω από τη σαφή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε «φίλους» και «εχθρούς», συμπεριλαμβανομένης και της συστηματικής δαιμονοποίησης αλλήλων, ώστε να συντηρείται η πολεμική ετοιμότητα, αλλά και η αναγκαία προσπάθεια εσωτερικής «συστράτευσης», συχνά και με όρους καταστολής, κάτι που ειδικά στη χώρα μας πήρε την οδυνηρή μορφή του αυταρχικού μετεμφυλιακού κράτους. Βεβαίως, θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι στην περίοδο εκείνη η εχθρότητα είχε ένα κοινωνικό και πολιτικό βάθος στον βαθμό που οι δύο εχθρικοί συνασπισμοί εκπροσωπούσαν ανταγωνιστικά κοινωνικά συστήματα, κάτι που δεν ίσχυε βέβαια το 1914 όταν σε γενικές γραμμές οι δύο αντίπαλοι συνασπισμοί κατά βάση μοιράζονταν τον καπιταλισμό, την αποικιοκρατία και το κράτος δικαίου.
Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ δεν οδήγησε σε έναν κόσμο πολυμερούς συνεργασίας παρά τις διάφορες διαβεβαιώσεις που αρχικά δόθηκαν. Φάνηκε από σχετικά νωρίς ότι αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «Δύση», βρισκόταν σε μια ανάγκη να ορίσει τον «εχθρό» που θα τη συγκροτεί. Για ένα σημαντικό διάστημα έγινε προσπάθεια να προσδιοριστεί ως εχθρός η «παγκόσμια τρομοκρατία» και τα «κράτη που τη στηρίζουν». Μάλιστα, στο πλαίσιο μιας νεοαποικιακής θεώρησης του «πολέμου των πολιτισμών», αυτό κάποιες φορές γενικεύτηκε ως η αντίθεση ανάμεσα στη Δύση και το «Ισλάμ», παρά την ύπαρξη μεγάλων μουσουλμανικών καπιταλιστικών χωρών, τροφοδοτώντας ένα κλίμα ισλαμοφοβίας. Ωστόσο, η αναζήτηση «εχθρού» στην «τρομοκρατία» ακόμη και στην εκδοχή του «τζιχαντισμού», δεν όριζε μια «υπαρξιακή» απειλή ανάλογη με αυτή που αντιπροσώπευε ο «κομμουνισμός». Ούτε μπορούσαν να παίξουν τον ίδιο ρόλο διάφοροι μεμονωμένοι «αντίπαλοι», άλλωστε μετά το Ιράκ και τη Λιβύη μόνο η Βόρεια Κορέα απέμεινε (έχοντας βεβαίως πυρηνική «ασφάλεια»), με το Ιράν να είναι για μεγάλο μέρος της διεθνούς κοινότητας μια μάλλον αποδεκτή δύναμη.
Έτσι, αναδύθηκε σταδιακά μια νέα απειλή: τα «αυταρχικά καθεστώτα», δηλαδή κατά βάση η Ρωσία και την Κίνα. Ο υπαρκτός ανταγωνισμός των ΗΠΑ με την Κίνα στο οικονομικό επίπεδο και το γεγονός ότι Ρωσία παρέμεινε μια υπερδύναμη με ανασυγκροτημένο κρατικό μηχανισμό και πυρηνικό οπλοστάσιο, έδινε αμεσότητα στην απειλή. Επιπλέον, επέτρεπε την ανάδειξη εσωτερικών ζητημάτων όπως αυτό της καταπίεσης των Ουιγούρων ή της υπόθεσης Ναβάλνι, ή εξωτερικής πολιτικής όπως αυτά που αφορούσαν την Ουκρανία ή την Ταίβάν, που μπορούσαν να ορίζουν τη διαχωριστική γραμμή από τις «φιλελεύθερες δημοκρατίες», παρότι οι τελευταίες περιλάμβαναν στις «φίλιες δυνάμεις» τους ουκ ολίγα αυταρχικά καθεστώτα. Μια σειρά κινήσεις όπως η επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, η έξοδος των ΗΠΑ από τη συνθήκη για τους αντιβαλλιστικούς πυραύλους ή η αντιμετώπιση της πολιτικής κρίσης στην Ουκρανία το 2014, υπογράμμιζαν το πρίσμα μιας νέας συνθήκης «εχθρότητας»,
Σήμερα, το πραγματικό δράμα του λαού της Ουκρανίας, επιτρέπει στη Δύση να διεκδικήσει την «ηθική ανωτερότητα» σε έναν ανταγωνισμό και μια σύγκρουση την οποία σε μεγάλο βαθμό κλιμάκωσε με κινήσεις όπως η επιμονή στην προς ανατολάς επέκταση του ΝΑΤΟ ή αποφυγή πίεσης για την εφαρμογή των Συμφωνιών του Μινσκ, προσπαθώντας να αρθρώσει ένα αφήγημα περί της «ορθής πλευράς της ιστορίας». Μόνο που αυτό δεν αναιρεί ούτε τη δική της κρίση (από τη μεταδημοκρατική μετάλλαξη του φιλελευθερισμού έως το βάθεμα των ανισοτήτων), ούτε τη συνεισφορά της στο να έρθει ο κόσμος κοντινότερα στη γενικευμένη ανάφλεξη.
Αυτό σημαίνει ότι περισσότερο παρά ποτέ χρειαζόμαστε μια ικανότητα σκέψης πέραν της εχθρότητας. Όχι γιατί πρέπει να προσπεράσουμε όλα τα παραδείγματα βαναυσότητας – και από τις δύο πλευρές της νέας διαχωριστικής γραμμής. Αλλά γιατί ακριβώς επειδή τα συναντάμε και από τις δύο πλευρές, οφείλουμε να οικοδομήσουμε την αλληλεγγύη που χρειαζόμαστε ανάμεσα σε όσους υφίστανται την εκμετάλλευση και την βαναυσότητα πέραν των συνόρων.
- Μεξικό: 6 νεκροί και 10 τραυματίες από επίθεση ενόπλων σε μπαρ
- Συρία: Κούρδοι μαχητές σκότωσαν 15 μαχητές προσκείμενους στην Τουρκία
- Λαμία: Παιδάκι παρασύρθηκε από αυτοκίνητο μπροστά στα μάτια των γονιών του
- Χεζμπολάχ: «Χτυπάτε την Βηρυττο, θα χτυπήσουμε το Τελ Αβίβ»
- Σοκάρει το βίντεο από τη φωτιά σε μπαρ στο Παγκράτι
- ΣΥΡΙΖΑ: Μια όμορφη εικόνα στην Κουμουνδούρου μετά το τέλος των εκλογών [video]