Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο ύπνος
Όταν ήμασταν παιδιά, μας έλεγαν ιστορίες για να κοιμηθούμε. Καιρός να μάθουμε την ιστορία των ονείρων μας.
Οκτώ ώρες εργασία, οκτώ ώρες ελεύθερος χρόνος, οκτώ ώρες ύπνος. Το αίτημα των εργατικών κινημάτων του 19ου αιώνα αντιμετωπίζεται πλέον ως θέσφατο της υγιούς ζωής. Τι είναι, όμως, αυτό που ορίζει ότι το οκτάωρο είναι πράγματι ο ιδανικός χρόνος για την εργασία, την προσωπική μας ζωή ή τον ύπνο μας;
Όσον αφορά το πρώτο, γνωρίζουμε πλέον από πληθώρα ερευνών ότι η παραγωγικότητά μας μειώνεται κατά τις λεγόμενες «εβδομάδες 40 ωρών» – και παρόλα αυτά, οι περισσότεροι αναγκαζόμαστε συχνά να ξεπεράσουμε σημαντικά τις ώρες που προβλέπουν οι συμβάσεις μας. Και φυσικά, δεν είναι μυστικό ότι η προσωπική μας ζωή με δυσκολία στριμώχνεται στον «ελεύθερο χρόνο» μας – που συμπεριλαμβάνει και όλες τις προσωπικές υποχρεώσεις μας, αλλά και το χρόνο μετακίνησης από και προς το σπίτι μας. Παρόλα αυτά, συνεχίζουμε να εμπιστευόμαστε τυφλά τον κανόνα του οκτάωρου ύπνου.
Ύπνος, αυτός ο άγνωστος
Σύμφωνα με ορισμένους επιστήμονες, η ιστορική αναδρομή στις νυχτερινές συνήθειες των προγόνων μας, ίσως μπορεί να μας βοηθήσει να απαντήσουμε σε σύγχρονες προκλήσεις: για παράδειγμα, στις αιτίες που μένουμε άγρυπνοι τα βράδια και στη βελτίωση της ξεκούρασής μας. Ωστόσο, αν γνωρίζουμε κάτι με βεβαιότητα για τον ύπνο, αυτό είναι πως τα μυστικά του άρχισαν να αποκρυπτογραφούνται εξαιρετικά πρόσφατα, ενώ οι πηγές που ασχολούνται μαζί του πριν τον 20ό αιώνα είναι λίγες και κατακερματισμένες.
Πολλά από τα πράγματα που γνωρίζουμε, τα χρωστάμε στον Ρότζερ Έκιρτς, του πανεπιστημίου Virginia Tech, ο οποίος το 2006 εξέδωσε βιβλίο που στηρίχτηκε σε 16 χρόνια έρευνας σε ένα απίστευτο φάσμα πηγών. Από δικαστικά πρακτικά και ημερολόγια, μέχρι ιατρικά βιβλία, λογοτεχνικά έργα (ανάμεσά τους και η Οδύσσεια) και ανθρωπολογικές αναφορές σε σύγχρονες φυλές της Νιγηρίας, ο Έκιρτς μελέτησε όποια αναφορά μπόρεσε να βρει. Και αυτό που διαπίστωσε ήταν, από πολλές απόψεις, καταπληκτικό.
Ύπνος, ο διφασικός
Όλα ξεκίνησαν από τα πρακτικά της κατάθεσης ενός 9χρονου κοριτσιού σε δικαστήριο τον 17ο αιώνα. Περιγράφοντας το βράδυ της δολοφονίας της μητέρας του, το κορίτσι είπε ότι βγήκε από το σπίτι τους «όταν ξύπνησα από τον πρώτο ύπνο». Η διατύπωση τράβηξε την προσοχή του Έκιρτς, όχι μόνο επειδή ο ίδιος δεν την είχε ξανακούσει, αλλά επειδή οι σύγχρονοι του κοριτσιού ακροατές έμοιαζαν απολύτως εξοικειωμένοι με αυτή, ενώ επανήλθε αρκετές φορές στη διάρκεια της δίκης.
Έτσι, άρχισε να την αναζητά και αλλού. Και πράγματι τη βρήκε. Στην Οδύσσεια, σε συμβουλές ενός γιατρού για την καλύτερη ώρα αναπαραγωγής των ζευγαριών, στον Δον Κιχώτη του Θερβάντες. Το συμπέρασμά του; Από την αρχαιότητα μέχρι και τον 18ο αιώνα, η ανθρωπότητα χώριζε τον ύπνο της σε δυο διακριτά τμήματα τεσσάρων ωρών.
.
.
Σύμφωνα με τον Έκιρτς, οι άνθρωποι ξάπλωναν, κοιμόντουσαν τέσσερις ώρες και στη συνέχεια… ξυπνούσαν. Ο χρόνος που μεσολαβούσε μέχρι το δεύτερο τετράωρο δεν ήταν νεκρός. Επί μια ή δυο ώρες, κοινωνικοποιούνταν σιωπηλά με την οικογένειά τους, έκαναν κάποιες δουλειές του σπιτιού, έκαναν σεξ, προσεύχονταν και απολάμβαναν ένα είδος διαλογισμού, με τις σκέψεις τους να μπλέκονται με την κατάσταση του ονείρου.
Και εγένετο οκτάωρο
Τι ήταν αυτό που ανέτρεψε μια πραγματικότητα χιλιετιών; Ο Έκιρτς αποδίδει τη μετατόπιση στη Βιομηχανική Επανάσταση, όταν η εργασία αυτοματοποιήθηκε και το ωράριο των ανθρώπων διευρύνθηκε. Ξαφνικά, όχι απλώς δεν υπήρχε χρόνος για ύπνο, αλλά και εκείνοι που προσπαθούσαν να συνεχίσουν να τον απολαμβάνουν στιγματίζονταν ως τεμπέληδες.
Η αλλαγή δεν ήρθε από τη μια ημέρα στην άλλη: από τα τέλη του 17ου αιώνα η πρώτη φάση του ύπνου άρχισε να μεγαλώνει και η δεύτερη να εξαφανίζεται, ενώ μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα κάθε αναφορά σε αυτή την συνήθεια εξαφανίζεται από τη βιβλιογραφία. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ενός ιατρικού συγγράμματος του 1829 που έδινε οδηγίες στους γονείς για να αλλάξουν αυτή την «κακή» συνήθεια των παιδιών τους.
Ο ιστορικός Κρεγκ Κοσλόφσκι συμφωνεί με τον Έκιρτς στο βιβλίο του Evening’s Empire ως προς την ύπαρξη του διφασικού ύπνου – όμως αποδίδει σε άλλα αίτια το τέλος του. Όπως είχε δηλώσει σε συνέντευξή του στο BBC, μέχρι τον 17ο αιώνα οι άνθρωποι είχαν συνδέσει τη νύχτα με τον υπόκοσμο. Όμως η Μεταρρύθμιση και η Αντιμεταρρύθμιση ανάγκασαν τόσο τους Καθολικούς όσο και τους Προτεστάντες να στραφούν στις κρυφές νυχτερινές τελετές προκειμένου να αποφύγουν τις διώξεις. Έτσι, οι άνθρωποι εξοικειώθηκαν σταδιακά με τη νύχτα.
Και φυσικά, υπήρξαν και κοινωνικές μεταβολές. Το 1667 το Παρίσι έγινε η πρώτη πόλη στον κόσμο που φωταγωγούνταν τη νύχτα, αρχικά με κεριά τοποθετημένα με φανούς. Την ακολούθησαν η Λιλ και το Άμστερνταμ και σταδιακά ο υπόλοιπος πλανήτης. Μαζί με τα φώτα ήρθαν και τα νυχτερινά μαγαζιά και τα βράδια μετατράπηκαν σε χρόνο ανοιχτό προς δραστηριότητα. Σιγά-σιγά, οι ώρες που οι άνθρωποι περνούσαν στο κρεβάτι άρχισαν να ερμηνεύονται ως χαμένος χρόνος.
Ο Έκιρτς υποστηρίζει ότι ακριβώς την εποχή που ο διφασικός ύπνος σταματά να παρουσιάζεται στις βιβλιογραφικές πηγές, εμφανίζεται η αϋπνία στη διατήρηση του ύπνου – δηλαδή, το ξύπνημα στη μέση της νύχτας, που ακολουθείται από αδυναμία επιστροφής του ύπνου.
Αντίλογος από την Άπω Ανατολή
Η Μπριγκίτε Στέγκερ, λέκτορας ιαπωνικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ, δεν συμφωνεί με αυτή την ανάγνωση. Μιλώντας στο CNN είχε τονίσει ότι οι πηγές που έχει μελετήσει στην Ιαπωνία δεν αποκάλυψαν την παραμικρή αναφορά σε διφασικό ύπνο. Κατά τη γνώμη της, ο ύπνος ήταν πάντοτε ένα φαινόμενο συνδεδεμένο άρρηκτα με την κουλτούρα, την κοινωνία και την ιδεολογία και όχι κάτι καθολικό και πανανθρώπινο.
Τι θέλουν να μας πουν όλα αυτά;
Εξαρτάται από το ποιον θα ρωτήσουμε. Ο Έκιρτς, για παράδειγμα, έχει δηλώσει ότι αν και δεν διαθέτει σχετικές ιατρικές γνώσεις, πιστεύει ότι ίσως η επιστροφή στο, κατά την εκτίμησή του πιο φυσικό, μοντέλο των δυο φάσεων θα μπορούσε να μας απαλλάξει από την αϋπνία. Άλλοι επιστήμονες πιστεύουν ότι δεν θα πρέπει να πειραματιστούμε ιδιαιτέρως με αυτό το μοντέλο – πρώτον για να μη χαλάσουμε τον κύκλο του ύπνου μας και δεύτερον για να μην καταλήξουμε να κοιμόμαστε συνολικά λιγότερες ώρες.
Η άποψή του, πάντως, δεν μοιάζει απολύτως αστήρικτη. Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’90, ο ψυχίατρος Τόμας Βερ έκανε ένα πείραμα: επί ένα μήνα, βύθιζε στο σκοτάδι μια ομάδα ανθρώπων, για 14 ώρες την ημέρα. Σταδιακά, ο ύπνος τους άρχισε να ακολουθεί το ίδιο ιδιαίτερο μοτίβο: κοιμούνταν σε δυο διακριτές φάσεις τεσσάρων ωρών, με ένα διάλειμμα μιας έως δυο ωρών. Ωστόσο, κανείς μας δεν περνά 14 ώρες βυθισμένος στο σκοτάδι. Οι περισσότεροι δεν τηρούμε καν τους κανόνες που ορίζουν ότι οι ηλεκτρονικές συσκευές πρέπει να μένουν εκτός κρεβατοκάμαρας.
Ένα αισιόδοξο δίδαγμα
Το ότι οι συνήθειες ύπνου των προγόνων μας δεν κρύβουν απαραίτητα το «μυστικό» της απόλυτης ξεκούρασης, δεν σημαίνει ότι ο μόνος λόγος να ενημερωθούμε για αυτές είναι η ικανοποίηση της περιέργειάς μας. Για παράδειγμα, η έρευνα του Έκιρτς αν μη τι άλλο μας δείχνει με βεβαιότητα ότι μέχρι κάποια στιγμή της ιστορίας, ο διφασικός ύπνος αποτελούσε πραγματικότητα για αρκετούς ανθρώπους, ώστε να αντιμετωπίζεται αδιάφορα, ως κάτι φυσιολογικό.
Με τη σειρά του, αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να σταματήσουμε να ανησυχούμε κάθε φορά που συμβαίνει να ξυπνήσουμε στη μέση της νύχτας – ένα άγχος που εντείνει την αδυναμία μας να συνεχίσουμε να κοιμόμαστε. Ίσως πρόκειται απλώς για μια τάση που μας κληροδότησε κάποιος πολύ μακρινός πρόγονος. Ή απλώς ο κύκλος του ύπνου μας διαφέρει από εκείνους των ανθρώπων γύρω μας.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις