Πόλεμος στην Ουκρανία: Η στρατηγική αμηχανία της Δύσης
Η Δύση μπορεί να θεωρεί ότι βρήκε έναν εχθρό έναντι του οποίου να συσπειρωθεί, αλλά την ίδια ώρα δεν μπορεί να κρύψει την αμηχανία της
Από πολλές απόψεις βλέπουμε μια ιδιότυπη «αναγέννηση» της Δύσης. Για πρώτη φορά οι Ηνωμένες Πολιτείες, η ΕΕ, οι χώρες μέλη του ΝΑΤΟ, και άλλες χώρες παραδοσιακά σύμμαχες των ΗΠΑ, όπως η Αυστραλία, δείχνουν να κινούνται τόσο συντονισμένα σε ζητήματα όπως οι κυρώσεις σε βάρος της Ρωσία για τη στρατιωτική επιχείρηση που διεξάγει στο έδαφος της Ουκρανίας.
Παράλληλα, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό φαίνεται να μπορεί η Δύση να διεκδικήσει ότι είναι με τη μεριά του διεθνούς δικαίου, της αντίθεσης σε μια πολεμική επιχείρηση, της υπεράσπισης του δικαιώματος μιας δημοκρατίας να μπορεί να αποφασίζει για το πώς θα διαχειριστεί την εξωτερική πολιτικής, της αλληλεγγύης σε έναν λαό που πλήττεται.
Όμως, την ίδια στιγμή δεν μπορεί να κρύψει και τη στρατηγική της αμηχανία.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία ως ένδειξη των ορίων της Δύσης
Παρότι έχουν υπάρξει αρκετές φωνές στη Δύση που λίγο πολύ έχουν παρουσιάσει τη ρωσική στρατιωτική επιχείρηση ως το «μοιραίο λάθος» της Ρωσίας, αυτό που θα την οδηγήσει σε μια μεγάλη ήττα, στην απομόνωση και οριακά και σε μια συνολική αλλαγή πορείας, εντούτοις το ίδιο το γεγονός ότι η Ρωσία προχώρησε στη στρατιωτική επιχείρηση, κατέστρεψε μεγάλο μέρος των στρατιωτικών υποδομών της Ουκρανίας και είναι πιθανό στο τέλος να υπαγορεύσει στρατιωτικά τους όρους της, συνιστά μια αποτυχία της δυτικής πολιτικής.
Δηλαδή, παρά τους τόνους που υψώθηκαν προκαταβολικά και τη σαφή απειλή για κυρώσεις που αμέσως πήραν απτή μορφή και ενεργοποιήθηκαν σε κλίμακα που δεν είχε ξαναγίνει και παρά τη διαρκή ενίσχυση των ουκρανικών ενόπλων δυνάμεων με εξοπλισμό, δεν απετράπη η ρωσική στρατιωτική επιχείρηση.
Δηλαδή, η Δύση την ίδια στιγμή που κατ’ επανάληψη δήλωσε ότι υπερασπιζόταν τη δυνατότητα της Ουκρανίας να διαλέξει έναν φιλοδυτικό δρόμο, την κρίσιμη στιγμή δεν απέτρεψε την ρωσική στρατιωτική επιχείρηση, με όλες τις επιπτώσεις που αυτή μπορεί να έχει.
Υπάρχει προφανώς η απάντηση ότι δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι παραπάνω, γιατί αυτό θα προκαλούσε «τρίτο παγκόσμιο πόλεμο», ωστόσο αυτό δεν αναιρεί το αποτέλεσμα που είναι ότι στο αμιγώς στρατιωτικό πεδίο η Ρωσία διατήρησε, έστω και με μεγάλο κόστος, την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Μόνο που αυτό εκ των πραγμάτων σηματοδοτεί μια ένδειξη πραγματικών ορίων στην ισχύ της Δύσης. Ακόμη και εάν κανείς δεχτεί τη θεωρία ότι έπρεπε να παρασυρθεί η Ρωσία σε μια καταστροφική επιχείρηση για να μπορέσουν διάφορες ευρωπαϊκές κυρίως κυβερνήσεις να εξέλθουν των ταλαντεύσεών τους, εντούτοις αυτός δεν παύει να είναι ένας υπολογισμός υψηλού ρίσκου, γιατί υπάρχει και το αντίστροφο ενδεχόμενο, δηλαδή η Ρωσία εν μέσω ρήξης να δοκιμάσει να κατοχυρώσει τις θέσεις της με όρους καθαρής ισχύος.
Τα όρια των κυρώσεων
Η πρόσφατη ψηφοφορία στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ όντως εμφάνισε έναν εντυπωσιακό αριθμό χωρών που καταδίκασαν τη ρωσική στρατιωτική επιχείρηση στην Ουκρανία.
Όμως, δεν έπαυε να είναι μια περισσότερο συμβολική κίνηση, χωρίς κάποιο πραγματικό αποτέλεσμα. Αντίθετα, εάν κανείς κοιτάξει τον κατάλογο των χωρών δεν έχουν επιλέξει να επιβάλουν οικονομικές κυρώσεις στη Ρωσία θα δει ότι πολλές από αυτές είναι ιδιαίτερα μεγάλες – αρκεί να αναλογιστούμε την ειδική βαρύτητα της Κίνας, της Βραζιλίας και της Ινδίας – όπως επίσης και ότι ακόμη και χώρες που τις θεωρούμε εν γένει τμήμα της Δύσης, όπως είναι το Ισραήλ και η Τουρκία – η τελευταία είναι και χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ – δεν έχουν επιλέξει να επιβάλουν κυρώσεις και διατηρούν δίαυλο επικοινωνίας και με τη Μόσχα. Αντίστοιχα, δεν έχουν επιλέξει να διαλέξουν δρόμο ρήξης με τη Μόσχα οι χώρες της Μέσης Ανατολής, συμπεριλαμβανομένων των μοναρχιών του Κόλπου. Για «δυναμική ανάπτυξη» των διμερών σχέσεων μίλησαν ο Σεργκέι Λαβρόφ και ο ομόλογός του από το Κατάρ Μοχάμεντ μπιν Αμπντουλραχμάν Αλ-Θάνι.
Αυτό σημαίνει ότι ο βασικός «αποτρεπτικός» μηχανισμός που έχουν εγκαταστήσει οι ΗΠΑ, δηλαδή η προσπάθεια αποσύνδεσης της Ρωσίας από την παγκόσμια οικονομία, δεν φαίνεται αυτή τη στιγμή να μπορεί να γενικευτεί. Υπάρχει πάντα η διάσταση των «δευτερογενών κυρώσεων» που οι ΗΠΑ εφαρμόζουν ΗΠΑ και που αποσκοπούν στο να δεσμεύσουν και άλλες χώρες στην εφαρμογή κυρώσεων (εφόσον δεν επιτρέπουν στην πράξη και τις συναλλαγές τρίτων εταιρειών με εταιρείες στις οποίες έχουν επιβληθεί κυρώσεις). Όμως, ακόμη και αυτή έχει όρια.
Ακόμη και στο ενεργειακό επίπεδο, μπορεί να γίνεται προσπάθεια για κυρώσεις στο ρωσικό πετρέλαιο, αλλά προς το παρόν το ρωσικό φυσικό αέριο συνεχίζει να ρέει απρόσκοπτα προς την Ευρώπη.
Το κόστος της αποδολαριοποίησης
Πλευρά των κυρώσεων και της προσπάθειας για απομόνωση της Ρωσία από το τμήμα της διεθνούς οικονομίας όπου κυριαρχεί το δολάριο, προσπάθεια που εκτός των άλλων είναι και μια «γενική δοκιμή» για το εάν θα μπορούσε να υπάρξει κάτι ανάλογο και με την Κίνα.
Όμως, την ίδια στιγμή υπάρχουν αρκετές ενδείξεις ότι η όλη διαδικασία απειλεί τελικά να υπονομεύσει την ίδια τη θέση του δολαρίου ως παγκόσμιου νομίσματος αναφοράς, ιδίως εάν γενικευτεί μια προσπάθεια για παράλληλα δίκτυα διεθνών συναλλαγών χωρίς τη μεσολάβηση του δολαρίου. Όμως, κάτι τέτοιο θα είχε ευρύτερες συνέπειες ως προς την ικανότητα των ΗΠΑ να μπορούν να αναχρηματοδοτούν το δημόσιο χρέος τους και θα μπορούσε να έχει πραγματικό κόστος,
Την ίδια στιγμή ο βαθμός πραγματικής αλληλεξάρτησης στην παγκόσμια οικονομία παραμένει ιδιαίτερα υψηλός, κάτι που επίσης σημαίνει από ένα σημείο και μετά οι κυρώσεις έχουν πλήγμα και στην αμερικανική οικονομία.
Επιπλέον, η εικόνα της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης στις ΗΠΑ, με τη βαθιά πόλωση που συχνά παίρνει τη μορφή της προσπάθειας απλώς ακύρωσης ή φαλκίδευσης πρωτοβουλιών της άλλης πλευράς, δεν είναι μια συνθήκη που θα επέτρεπε μια συνολικότερη ανασυγκρότηση της αμερικανικής πολιτικής, στην οικονομία και όχι μόνο, που θα διαμόρφωνε ένα νέο δυναμισμό.
Τα όρια της τεχνολογικής κυριαρχίας
Σε μεγάλο βαθμό η κίνηση της Δύσης τις τελευταίες δεκαετίες αποσκοπούσε και στη διατήρηση μιας θεμελιώδους τεχνολογικής υπεροχής. Αυτό, άλλωστε, έχει εργαλειοποιηθεί και στην αμερικανική προσπάθεια να μην έχει η Κίνα πρόσβαση σε μικροτσιπ τελευταίας γενιάς ή στην τεχνολογία για να τα παράγει.
Μόνο που την ίδια στιγμή αυτό μάλλον έχει προκαλέσει το αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή μια επιτάχυνση της προσπάθειας της Κίνας να καταστεί τεχνολογικά αυτάρκης και να καλύψει την απόσταση που τη χωρίζει από τις ΗΠΑ σε συγκεκριμένους τομείς,
Αντίστοιχα, έχει σαφές ότι ούτε στο θέμα των οπλικών συστημάτων διατήρησαν, ιδίως οι ΗΠΑ μια καθαρή υπεροπλία. Η Ρωσία δεν διατήρησε μόνο το πυρηνικό της οπλοστάσιο, αλλά από ό,τι φαίνεται κατάφερε να το εξελίξει σημαντικά όλα αυτά τα χρόνια, μαζί με το υπόλοιπο συμβατικό της οπλοστάσιο, κάτι που της επιτρέπει να εξάγει αμυντικό εξοπλισμό και σε χώρες που η Δύση θεωρεί σύμμαχες ή δυνητικά σύμμαχες. Και βέβαια την ίδια στιγμή και η Κίνα συνεχίζει να επενδύει στον εξοπλισμό της.
Η αδύνατη μονοκρατορία
Όλα αυτά παραπέμπουν στο γεγονός ότι η βασική προϋπόθεση μιας ολόκληρης στρατηγικής για την κατοχύρωση της «Δύσης», δηλαδή η μονοκρατορία των ΗΠΑ σε πλανητική κλίμακα, με τον τρόπο που θεωρήθηκε εφικτή στα πρώτα μεταψυχροπολεμικά χρόνια, ουδέποτε κατέστη πραγματική.
Αντιθέτως, οι ΗΠΑ έδειξαν τα δικά τους όρια με την αποτυχία των κατεξοχήν «αυτοκρατορικών» εκστρατειών τους στο Αφγανιστάν και το Ιράκ με συμβολική συμπύκνωση το γεγονός ότι σήμερα τη διακυβέρνηση στο Αφγανιστάν ασκούν αυτοί ακριβώς εναντίον των οποίων έκαναν τις πολεμικές επιχειρήσεις οι ΗΠΑ, δηλαδή οι Ταλιμπάν.
Ούτε είναι τυχαίο ότι η Ρωσία εξακολούθησε όλο αυτό το διάστημα να αντιμετωπίζεται ως δύναμη που μπορεί να παίξει ρόλο για την αντιμετώπιση ανοιχτών γεωπολιτικών κρίσεων, είτε πρόκειται για τη Συρία, είτε πρόκειται για τη Λιβύη.
Άλλωστε, ακόμη και οι δυναμικές συνεννόησης και «εξομάλυνσης» που καταγράφονται σε περιοχές όπως η Μέση Ανατολή, περισσότερο έχουν να κάνουν με την σχετική αποχώρηση των ΗΠΑ, παρά με την καταλυτική τους παρέμβαση.
Ακόμη και μέσα στην Ουκρανική κρίση, αντιμέτωπες οι ΗΠΑ με την προσπάθεια να διαχειριστούν τις επιπτώσεις των δικών τους επιλογών αναγκάζονται είτε να απευθυνθούν στην Κίνα σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσουν ότι δεν θα υποστηρίξει τη Ρωσία, είτε σε κυβερνήσεις που μέχρι πρότινος περίπου δεν αναγνώριζαν, όπως της Βενεζουέλας, στην προσπάθεια να καλύψουν το κενό που θα δημιουργήσει το εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο.
Όλα αυτά δεν παραπέμπουν στον «θρίαμβο» της Δύσης, αλλά πολύ περισσότερο στη βαθύτερη στρατηγική της αμηχανία.
- Κύπρος: Γεωτρήσεις ξεκινά η ExxonMobil στα οικόπεδα 5 και 10 τον Ιανουάριο
- Αϊτή: Κάλεσε τον γάλλο πρεσβευτή για τις «απαράδεκτες» δηλώσεις Μακρόν περί «ηλίθιων ηγετών»
- ΗΠΑ: «Σκανδαλώδη» κατά τον Μπάιντεν τα εντάλματα σύλληψης του ΔΠΔ για Νετανιάχου και Γκάλαντ
- ΗΠΑ: Την Παμ Μπόντι ονομάζει υπουργό Δικαιοσύνης ο Τραμπ – Πρώην εισαγγελέας και πιστή συνήγορός του
- Συρία: Στους 82 ανήλθαν οι νεκροί από τους ισραηλινούς βομβαρδισμούς στην Παλμύρα
- Οι ΗΠΑ πιστεύουν ότι η Ρωσία παρουσίασε νέο πύραυλο με την επίθεση στην Ουκρανία