Μια παραμυθένια ιστορία επιχειρηματικότητας
Κάθε επιτυχημένη επιχείρηση κρύβει πίσω της μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Λίγες, όμως, είναι τόσο εντυπωσιακές- και τόσο ανθρώπινες - όσο της εταιρείας ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
Το ημερολόγιο γράφει 1922 και μια οικογένεια φτάνει από την Κωνσταντινούπολη στο λιμάνι του Πειραιά – υποτίθεται, για μια μικρή στάση για ξεκούραση, πριν τον τελικό προορισμό της, τη Μασσαλία. Πρόκειται για τον Ευάγγελο Παπαδόπουλο, τη μητέρα του, Μαρία, και τους αδερφούς του.
Στόχος της οικογένειας είναι να αφήσουν πίσω τους τις ταραχές της Μικράς Ασίας και να αναζητήσουν μια καλύτερη προσωπική, αλλά και επιχειρηματική τύχη στις αγορές της Ευρώπης, με όπλο τους ένα προϊόν που ήδη γνωρίζουν καλά: το μπισκότο – και, μάλιστα, όχι ένα τυχαίο μπισκότο, αλλά το Πτι-Μπερ, που η Μαρία Παπαδοπούλου έψηνε ήδη από χρόνια με αγάπη και μεράκι στον φούρνο του πολίτικου σπιτιού της.
Ένας καφές που οδήγησε σε μια εταιρεία
Αν και είναι αδύνατη η εξακρίβωση των γεγονότων μέσω ιστορικών πηγών, η οικογενειακή παράδοση λέει ότι η τελική απόφαση της παραμονής στην Αθήνα πάρθηκε μέσα σε μια στιγμή, ως πρώιμη απόδειξη της επιχειρηματικής επιδεξιότητας που αργότερα θα επέτρεπε στην οικογένεια Παπαδοπούλου να χαράξει τη γνωστή της πορεία στην ελληνική αγορά. Το μόνο που απαιτήθηκε, ήταν η επίσκεψη σε ένα καφενείο στο λιμάνι του Πειραιά και η διαπίστωση ότι στην Ελλάδα το «μπισκότο» παρέμενε λέξη άγνωστη – επομένως, και αγορά ανεξερεύνητη.
Η οικογένεια ανεβαίνει και πάλι στο πλοίο, κατεβάζει τις αποσκευές της και ξεκινά με αργά και μεθοδικά βήματα να οικοδομεί τη στιβαρή εταιρεία του σήμερα.
Από τους δρόμους της Κωνσταντινούπολης στα εργοστάσια της Αθήνας
Η τέχνη του μπισκότου είχε προσφέρει στην οικογένεια τα προς το ζην ήδη από την περίοδο που ζούσαν στην Κωνσταντινούπολη, και ιδίως μετά τον θάνατο του πατέρα, Γιάννη Παπαδόπουλου, του ξυλουργού που είχε κατασκευάσει και την πρώτη σφραγίδα με την οποία η Μαρία Παπαδοπούλου αποτύπωνε το χαρακτηριστικό λογότυπο των Πτι-Μπερ, επάνω στα μπισκότα. Μετά το σχόλασμα, τα αγόρια φορτώνονταν τα καλάθια με το λαχταριστό προϊόν και το πουλούσαν στους περαστικούς.
Χάρη στη γεύση, αλλά και τη χαρακτηριστική τους σήμανση που τα καθιστούσε αναγνωρίσιμα, τα μπισκότα σύντομα έγιναν ανάρπαστα. Και από την αρχική παραγωγή των περίπου 50 κιλών την ημέρα, η Μαρία σύμφωνα με μαρτυρίες έφτασε να ψήνει 500 κιλά ημερησίως – ποσότητα διόλου ευκαταφρόνητη, αφού μεταφράζεται περίπου σε 150 τόνους ανά έτος. Τα θεμέλια είχαν ήδη τεθεί.
Η Ελλάδα γνωρίζει το μπισκότο
Στην Αθήνα τώρα, η οικογένεια εγκαθίσταται σε μια προσφυγική πολυκατοικία κοντά στο Λυκαβηττό, στο πλαίσιο της κρατικής στέγασης. Σπεύδουν να αγοράσουν ένα μικρό φούρνο, και ρίχνονται ξανά με τα μούτρα στη δουλειά. Η μητέρα ψήνει, τα παιδιά πουλούν χύμα. Δεν περιορίζονται μόνο στα Πτι-Μπερ: μέχρι το 1935, η ελληνική αγορά συστήνεται για πρώτη φορά με τις αρχικές εκδοχές των μπισκότων Μιράντα, τα Γεμιστών και των Cream Crackers.
Το 1938, και ενώ τα προϊόντα τους έχουν ήδη αποσπάσει πολλαπλά βραβεία σε διεθνείς εμπορικές εκθέσεις της Ελλάδας και του εξωτερικού, οι κόποι τους βρίσκουν την πρώτη χειροπιαστή επιβράβευση: η βιοτεχνία Παπαδοπούλου εγκαθίσταται στο πρώτο της μικρό εργοστάσιο στην Αθήνα, στην οδό Θεσσαλονίκης και αγοράζονται μηχανήματα ελληνικής κατασκευής για να εξυπηρετήσουν τις νέες ανάγκες της κατά πολύ αυξημένης παραγωγής. Τα, περίφημα πια, γλυκίσματα της οικογένειας συσκευάζονται σε μεγάλα τετράγωνα κουτιά από λευκοσίδηρο, παραδίδονται σε εκλεπτυσμένα παντοπωλεία, ζαχαροπλαστεία και καφέ της εποχής και από εκεί περνούν στην καθημερινότητα των ελληνικών οικογενειών.
Πόλεμος και ανασύνταξη
Όμως ο πόλεμος θα έριχνε, αναμενόμενα, τη σκιά του επάνω από την πρώτη μεγάλη επιτυχία της οικογένειας. Στη διάρκεια του πολέμου, η εταιρεία ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ παρασκευάζει μπομπότα για τον ελληνικό στρατό. Όμως στην κατοχή, αρχικά το εργοστάσιο επιτάσσεται από τους Γερμανούς και στη συνέχεια η παραγωγή διακόπτεται εξ ολοκλήρου.
Η ειρήνη φέρνει άμεσα την ανασύνταξη: το 1948, ο Νίκος ξεκινά για ένα «ταξείδι μελέτης» σε χώρες της Δυτικής Ευρώπης. Επισκέπτεται μεγάλες μπισκοτοβιομηχανίες, εργοστάσια παραγωγής μηχανημάτων και κλαδικές εκθέσεις, έρχεται σε επαφή με νέες τεχνικές και επιστρέφει με τη βαλίτσα του γεμάτη ιδέες.
Επιχειρηματική ηθική
Το 1957, η οικογένεια φτάνει σε ένα σημείο-σταθμό. Το πρώτο μεγάλο και σύγχρονο εργοστάσιο της εταιρείας, στην Πέτρου Ράλλη, είναι γεγονός και έκτοτε η πορεία της παραμένει σταθερά ανοδική, χάρη στη διορατικότητα, αλλά και τις λελογισμένες κινήσεις της. Όπως χαρακτηριστικά είχε δηλώσει ο ιδρυτής της, Ευάγγελος Παπαδόπουλος: «Εμείς οι παλαιοί κάναμε προσεκτικά επιχειρηματικά βήματα και όχι ριψοκίνδυνα άλματα και εφαρμόζαμε μια στρατηγική μακρόπνοη. Έτσι, με σκληρή δουλειά και αισιοδοξία, με εντιμότητα και τόλμη, με σεβασμό στον καταναλωτή μας, είδαμε τους κόπους μας να πιάνουν τόπο». Μέχρι το 1966, η εταιρεία θα βρει τη θέση της ανάμεσα στις 100 μεγαλύτερες ελληνικές εταιρείες, «τερματίζοντας» 93η.
Οικογένεια στο επίκεντρο
Πλέον, έχει μεγαλώσει πολύ. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70 η σύστασή της αλλάζει σε Ανώνυμη Εταιρεία. Όμως η επιμονή στη διατήρηση του οικογενειακού χαρακτήρα της παραμένει εμφανής, ακόμη και… στις συσκευασίες. Το 1972, ο Ευάγγελος Παπαδόπουλος σχεδιάζει το εμβληματικό σήμα της εταιρείας: το κόκκινο «Π» με την κορώνα, που σχηματίζεται από τις φιγούρες των τεσσάρων παιδιών του, δυο αγοριών και δυο κοριτσιών, που κρατιούνται χέρι-χέρι.
Το 1973 ανοίγει το δεύτερο εργοστάσιο στη Θεσσαλονίκη. Το 1989 το τρίτο εργοστάσιο, στο Βόλο. Πλέον, η εταιρεία ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ βρίσκεται στις 20 μεγαλύτερες ελληνικές επιχειρήσεις βάσει πωλήσεων – η ίδια εταιρεία που έκανε τα πρώτα της βήματα πουλώντας μπισκότα από καλάθια σε περαστικούς. Το 1996, το τιμόνι της εταιρείας περνά στην επόμενη γενιά: στην Ιωάννα Παπαδοπούλου, κόρη του Ευάγγελου Παπαδόπουλου. Το 1996, έχει πια τεθεί σε λειτουργία και το τέταρτο εργοστάσιο στα Οινόφυτα, στεγάζοντας την παραγωγή της νέας κατηγορίας των αρτοσκευασμάτων. Στο μεταξύ, δεκάδες ετικέτες έχουν προστεθεί – και συνεχίζουν να προστίθενται – ενώ η εξαγωγική δραστηριότητά της είναι επίσης εκτεταμένη.
Φεύγοντας από τη ζωή πλήρης ημερών, σε ηλικία 93 ετών, το 2002, ο ιδρυτής της βιομηχανίας, Ευάγγελος Παπαδόπουλος, μπορεί να είναι ήσυχος ότι αφήνει πίσω του μια εταιρεία που ευημερεί. Το 2007, στο Διοικητικό Συμβούλιο εισέρχονται και τα εγγόνια του, Κωνσταντίνος και Ευάγγελος Αργυρόπουλος.
Όλα δείχνουν ότι το μέλλον της εταιρείας, που στα 100 χρόνια της ζωής της διατηρεί την ηγετική της θέση στην ελληνική αγορά, θα παραμείνει οικογενειακό.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις