Ντίνος Χριστιανόπουλος: Να προσέχουμε πολύ τα λόγια μας, να προσέχουμε ακόμα περισσότερο τα γραφτά μας
Μια συζήτηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου με το θεσσαλονικιό λογοτέχνη και ιατρό Περικλή Σφυρίδη
- Οι πριγκίπισσες της Disney κινδυνεύουν σύμφωνα με ένα νέο σατιρικό επιστημονικό άρθρο
- Γιατί η Βραζιλία έχει μεγάλη οικονομία αλλά απαίσιες αγορές
- «Είναι άρρωστος και διεστραμμένος, όσα μου έκανε δεν τα είχα διανοηθεί» - Σοκάρει η 35χρονη για τον αστυνομικό
- «Πιο κοντά από ποτέ» βρίσκεται μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός στη Γάζα, σύμφωνα με την Χαμάς
Σφυρίδης: Ντίνο, πριν προχωρήσουμε στη συζήτησή μας για τη γλώσσα των σημερινών κουλτουριάρηδων, θα ήθελα να μου πεις ποιους θεωρείς κουλτουριάρηδες.
Χριστιανόπουλος: Κουλτουριάρηδες είναι οι διανοούμενοι που δίνουν μεγαλύτερη σημασία στη γνώση και την πληροφόρηση και λιγότερη στο αίσθημα και το βίωμα. Ό,τι έμαθαν ή δεν έμαθαν έχει γι’ αυτούς μεγαλύτερη αξία από τη σκέψη. Κουλτουριάρηδες βρίσκονταν σ’ όλες τις εποχές. Στην αρχαία Ελλάδα τούς κοροϊδεύει πολύ άσχημα ο Αριστοφάνης επειδή χρησιμοποιούσαν πάντα καινούριες και παράξενες λέξεις για να ξιπάσουν τον κόσμο. Και οι σοφιστές ήταν ένα είδος κουλτουριάρηδες της εποχής τους γιατί έδωσαν πολλή σημασία στη γνώση και όχι στη σωστή κρίση. Αλλά και παλαιότερα, θυμάμαι, όταν λέγαμε «οι διανοούμενοι» ή «οι άνθρωποι των γραμμάτων», νιώθαμε κάτι σα δυσφορία και ενόχληση, γιατί καταλαβαίναμε ότι αυτοί οι άνθρωποι είχαν ξεφύγει πολύ από τη ζωή εν ονόματι δήθεν της τέχνης. Αυτοί νομίζανε ότι, επειδή ήταν άνθρωποι των γραμμάτων, έπρεπε να μιλούν με ειδικό λεξιλόγιο, να καταλαβαίνονται μεταξύ τους, κι ας μην τους καταλαβαίνουν οι άλλοι. Σε τελική ανάλυση, κουλτουριάρηδες είναι οι ψευτομορφωμένοι. Μόνο ένας ψευτομορφωμένος μπορεί να χρησιμοποιεί λεξιλόγιο που ξιπάζει και ξαφνιάζει, ή να μεταχειρίζεται ωραίες λέξεις και φράσεις για να κάνει εντύπωση, ενώ καταβάθος δεν κατέχει τη γλώσσα και δεν τη χρησιμοποιεί σωστά.
Σφυρίδης: Και η γλώσσα των κουλτουριάρηδων;
Χριστιανόπουλος: Αυτό που σήμερα λέμε γλώσσα των κουλτουριάρηδων είναι ένα κουρκούτι από νεόκοπες λέξεις, από ξένες αμετάφραστες λέξεις και από λέξεις παρμένες από τις διάφορες επιστήμες, λ.χ. η μεταστοιχείωση της ντεμί νομενκλατούρας. Μ’ ένα τέτοιο κουρκούτι, στο τέλος δε βγάζουν νόημα ούτε αυτοί ούτε φυσικά κι εμείς. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη λέξη δομή που αναφέρεται στο χώρο, ενώ η λέξη διαδικασία αναφέρεται στο χρόνο. Τι θα έλεγες όμως αν ξαφνικά διάβαζες τη φράση δομικές διαδικασίες ή διαδικαστικές δομές; Ρώτησα κάμποσους να μου τις εξηγήσουν, μα δεν μπόρεσε κανείς. Γιατί, όπως καταλαβαίνεις, πρόκειται για μπαρούφες. Τι μπορεί, λοιπόν, να σημαίνουν οι δύο αυτές φράσεις όταν στην καθεμιά το επίθετο αναιρεί το ουσιαστικό; Αλλά τι θα έλεγες αν αυτή η φράση γίνονταν ολόκληρη πρόταση; Άκου: Όταν οι δομικές διαδικασίες λειτουργούν ανασταλτικά μέσα στο χώρο του μεταμοντέρνου… Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς σ’ αυτή τη φράση; Πρώτα πρώτα πόσοι ξέρουν τον όρο μεταμοντέρνο; Ομολογώ ότι κι εγώ δεν τον ήξερα, τουλάχιστον παλαιότερα. Κι έπειτα, τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στο χώρο του μεταμοντέρνου, εάν λειτουργήσουν ή δε λειτουργήσουν οι δομικές διαδικασίες; Αυτά είναι ακατανόητα και γι’ αυτόν που τα γράφει και γι’ αυτόν που τα διαβάζει. Είναι αλαμπουρνέζικα. Και να σκεφτείς ότι σαν κι αυτή τη φράση έχω διαβάσει χιλιάδες που επαληθεύουν τα τρία χαρακτηριστικά των κουλτουριάρηδων: πρώτον ότι δε γνωρίζουν καλά τις λέξεις και τις έννοιές τους (μου είπαν για κάποιον που έγραφε τη λέξη ενδιαίτημα και εννοούσε ένδυμα!), δεύτερον θέλουν να ξιπάσουν τους άλλους με διάφορες ακαταλαβίστικες λέξεις, και τρίτον δεν έχουν χωνέψει καλά αυτά που λένε. Άσε που δεν τα καταφέρνουν ούτε και με το συντακτικό και μπερδεύονται. Βέβαια, το μπέρδεμα υπάρχει πρώτα στο μυαλό. Πάντως, μ’ αυτά και μ’ αυτά καταφέρνουν να κομπλεξάρουν πολλούς, και καμιά φορά όλους. Και χώρια που συντελούν στο να πάει η γλώσσα μας κατά διαόλου.
[…]
Σφυρίδης: Θέλω να σε ρωτήσω κάτι που το θεωρώ πολύ σοβαρό. Τι κακό μπορεί να κάνουν οι κουλτουριάρηδες στους νέους που διαβάζουν τα κείμενά τους;
Χριστιανόπουλος: Πρώτα πρώτα δίνουν το κακό παράδειγμα στη χρήση της γλώσσας. Η νεότερη γενιά που ψευτομορφώνεται με τέτοια κείμενα θα γράφει ακόμα χειρότερα και οι παρατηρήσεις της θα είναι και χειρότερες και πιο γελοίες. Θυμάμαι συχνά εκείνο που είπε ο Στρατής Δούκας, ότι με τη λογοτεχνία σήμερα ασχολούνται αποκλειστικά οι άνθρωποι που δεν έχουν ιδέα από γλώσσα. Τα κακά, επομένως, είναι δύο: 1) Η διαφθορά των νέων, που θα εκφράζονται χειρότερα στο μέλλον, 2) Η διαφθορά της ίδιας της γλώσσας, που κι αυτή θα γίνει θολή και νερόβραστη. Θυμάμαι και τον καθηγητή μας της Γλωσσολογίας στο πανεπιστήμιο που μας έλεγε: «Μακριά από τους μορφωμένους!» Κι αυτό που μας έλεγε ο αγαθός εκείνος άνθρωπος ισχύει εκατό φορές περισσότερο για τους σύγχρονους κουλτουριάρηδες, που ούτε τη γλώσσα ξέρουν και ούτε έχουν οργανωμένη σκέψη.
Σφυρίδης: Υπάρχουν τρόποι θεραπείας;
Χριστιανόπουλος: Δεν υπάρχει ειδική συνταγή, ούτε αντιμετωπίζεται με μια εγκύκλιο, σαν τη διαταγή του γελοίου εκείνου δικτάτορα, του Παπαδόπουλου, να πάψουν οι Έλληνες να βλαστημούν. Δεν αντιμετωπίζεται με ρετσέτες. Έχω όμως να δώσω συμβουλές και προτροπές στους λίγους εκείνους ανθρώπους, είτε διανοούμενους είτε λογοτέχνες, που συναισθάνονται αυτή την εξαχρείωση της γλώσσας και θλίβονται κατάκαρδα για όλη αυτή την κατάντια. Η λύση, λοιπόν, είναι μία: Να προσέχουμε πολύ τα λόγια μας, να προσέχουμε ακόμα περισσότερο τα γραφτά μας. Κάθε τι που λέμε, να το σκεφτόμαστε, και προπάντων σωστά, πρέπει να γράφουμε προπάντων κατανοητά. Και για να γίνει αυτό, πρέπει να διαβάζουμε κλασικά κείμενα της λογοτεχνίας μας που έχουν σωστή και ζωντανή γλώσσα και επίσης να στήνουμε αυτί στις κουβέντες του λαού. Ο Σολωμός πήγαινε στις ταβέρνες της Κέρκυρας για ν’ ακούσει τους πρόσφυγες από την Κρήτη που τραγουδούσαν μαντινάδες. Κι ο Καβάφης πήγαινε στα καφενεία και τα φαρμακεία της ελληνικής παροικίας της Αλεξάνδρειας κι έστηνε αυτί για να τσακώσει καμιά ζωντανή ελληνική φράση. Ενώ εμείς σήμερα διαμορφώνουμε τη γλώσσα μας από τις εφημερίδες, το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, και χώρια που δε μας μένει καιρός ούτε να σκεφτούμε ούτε να χωνέψουμε αυτά που βλέπουμε και ακούμε. Πάντως, ούτε το να στήνουμε αυτί αρκεί. Χρειάζεται και κάτι ακόμα: να ασκούμαστε στο γράψιμο. Και η άσκηση γραφής κρατάει μια ολόκληρη ζωή.
*Αποσπάσματα από μια συζήτηση του Ντίνου Χριστιανόπουλου με το θεσσαλονικιό λογοτέχνη και ιατρό Περικλή Σφυρίδη (Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Τα αλαμπουρνέζικα ή η γλώσσα των σημερινών κουλτουριάρηδων», γ’ έκδοση, εκδόσεις Μπιλιέτο).
Ο ποιητής και πεζογράφος Ντίνος Χριστιανόπουλος (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Κωνσταντίνου Δημητριάδη) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 20 Μαρτίου 1931 και απεβίωσε στη γενέτειρά του στις 11 Αυγούστου 2020.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις