Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν

το πεύκο, και τον βλέπεις

είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,

νύχτες και νύχτες

είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δεί-

χνουν οι στατιστικές,

ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν

ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα

που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση

κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν·

ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας

λεύγες και λεύγες·

ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.

Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές

είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη

δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή

γιατί είναι αμίλητη και προχωράει·

Στάζει τη μέρα στάζει στον ύπνο

μνησιπήμων πόνος.


Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης

που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο

ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη

που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,

ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας· «Στα σκοτεινά

πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε…».

Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.


Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.

*Από το ποίημα του Γιώργου Σεφέρη «Τελευταίος Σταθμός» (συλλογή Ημερολόγιο Καταστρώματος Β’).

Τα ανωτέρω έγραφε ο Σεφέρης στις 5 Οκτωβρίου 1944, λίγες ημέρες πριν από την αποχώρηση των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων από την Ελλάδα, μία ακριβώς εβδομάδα πριν από την πολυπόθητη Απελευθέρωση.

Βρισκόταν ακόμα στην Ιταλία, κοντά στο Σαλέρνο, ως μέλος των ελληνικών διπλωματικών υπηρεσιών που είχαν φθάσει εκεί από την Αίγυπτο, εν αναμονή της επιστροφής στην πατρίδα.

Μέσα σε λίγες γραμμές, η νοσταλγία για την καθημαγμένη Ελλάδα, για τον τόπο που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν το πεύκο.

Η φρίκη του πολέμου, ο καημός της συμφοράς, οι σκοτωμένοι φίλοι στον απεγνωσμένο αγώνα κατά των κατακτητών.

Οι πραγματικοί ήρωες, οι πληγωμένοι που προχωρούν στα σκοτεινά, χωρίς να γνωρίζουν τι θα τους φέρει η επόμενη μέρα.

Οι Μιχάληδες που παλεύουν για την ελευθερία τους, μολονότι ο αγώνας τους μοιάζει καταδικασμένος.

Οι τρομακτικές θυσίες ενός ολόκληρου λαού, η άδηλη έκβαση του αγώνα, το σκοτεινό και αβέβαιο μέλλον.

Εβδομήντα οκτώ χρόνια αργότερα ένας άλλος λαός της γηραιάς ηπείρου βιώνει τον αισχύλειο μνησιπήμονα πόνο, το βαθύτατο άλγος του πένθους, των συμφορών και των δυστυχιών.