Οι άγρυπνες νύχτες των αστέγων της Αθήνας
Ο φόβος, το κρύο και η πείνα κλέβουν τον ύπνο των αστέγων. Όμως τι είναι αυτό που τους κρατά μακριά από τα δημοτικά υπνωτήρια και τους ξενώνες;
Είναι περίπου 11 το πρωί μιας Τετάρτης και, λίγα μέτρα από την πλατεία Ομόνοιας, μια γυναίκα έχει μόλις ξυπνήσει. Είναι ακόμη μισοξαπλωμένη επάνω στο αυτοσχέδιο κρεβάτι της – μια στοίβα από χαρτόκουτα καλυμμένα με μάλλινες κουβέρτες – και διαβάζει με υπερβάλλουσα προσήλωση ένα διαφημιστικό φυλλάδιο.
Μερικά τετράγωνα πιο κάτω, στο δικό της παγωμένο «σπίτι», μια άλλη γυναίκα κοιμάται βαθιά. Εκατοντάδες ζευγάρια πόδια περνούν ξυστά από τα πέλματά της – το μόνο σημείο του σώματός της που είναι ορατό. Έχει τραβήξει τα σκεπάσματα πάνω από το πρόσωπό της, κερδίζοντας κάποια μόνωση από τους ήχους και τα βλέμματα, επομένως και κάποια ακόμη λεπτά πολύτιμου ύπνου.
Δεν είναι η μόνη. Στη διαδρομή προς τον τελικό μας προορισμό, το Πολυδύναμο Κέντρο Αστέγων του Δήμου Αθηναίων, αρκετοί άνθρωποι επιχειρούσαν να κοιμηθούν στους δρόμους μιας μητρόπολης που βρισκόταν ήδη σε πλήρη εγρήγορση.
Άγρυπνες νύχτες στους δρόμους της πόλης
Ο θόρυβος της ημέρας, ωστόσο, είναι πιο φιλόξενος από τους κινδύνους της νύχτας. «Οι άνθρωποι που ζουν έξω, τη νύχτα ουσιαστικά δεν κοιμούνται – πολύ απλά, επειδή φοβούνται», εξηγεί στο in ο Τάσσος Σμετόπουλος, Συντονιστής των Δράσεων Δρόμου και Ιδρυτής της μη κερδοσκοπικής οργάνωσης Steps που εργάζεται με ανθρώπους σε κατάσταση δρόμου. «Όταν κοιμάσαι έξω είσαι εκτεθειμένος στα πάντα». Άλλες αιτίες που παρεμβαίνουν στον ύπνο τους, είναι «προφανώς το κρύο, η ζέστη, αλλά και η πείνα. Και προφανώς είναι πολύ διαφορετικό να κοιμάσαι σε κρεβάτι από ό,τι σε μια σκληρή επιφάνεια, όποια και αν είναι αυτή».
Κίνδυνοι και καταφύγια
Τι ακριβώς φοβούνται οι άστεγοι; Σύμφωνα με τη Ναταλία Καρήγιαννη, κοινωνική λειτουργό στις ομάδες streetwork του ΚΥΑΔΑ, «μας έχουν αναφέρει ότι τους έχουν ληστέψει, τους έχουν χτυπήσει… Τοξικοεξαρτημένοι που προσπαθούν να βρουν κάπως τη δόση τους, κλέβουν έγγραφα, μπουφάν, ό,τι σημαντικό μπορεί να έχει ένας άστεγος. Για αυτό και για να κοιμηθούν βρίσκουν μέρη που μπορεί να έχουν κάποια κάμερα από κάποιο μαγαζί, οι γυναίκες συνήθως προτιμούν κεντρικούς δρόμους που να έχουν κάποια ασφάλεια, έχουμε ακούσει πως κάποιοι κοιμούνται σε βάρδιες».
Αντίστοιχα μέτρα προστασίας είχε λάβει και ο κύριος Δημήτρης, ένας από τους ωφελούμενους που ζουν στον ξενώνα του Πολυδύναμου Κέντρου Αστέγων από όταν άνοιξε, περίπου δυο χρόνια πριν. «Είχα την τύχη να είμαι άστεγος μόνο για δυο μήνες», λέει ο ίδιος στο in.gr. Όμως, καθώς περιγράφει εκείνη την περίοδο, τα μάτια του βουρκώνουν. «Ο ύπνος είναι πολύ δύσκολο πράγμα, ειδικά τον χειμώνα. Πού να βρεις κουβέρτες, πού να βρεις παπλώματα… Θέλει πολλή ψυχική δύναμη για να μπορέσεις να αντεπεξέλθεις, όπως και το ζήτημα του φαγητού. Αλλά τουλάχιστον υπάρχει κόσμος που βοηθάει».
«Είναι πολύ άσχημα», συνεχίζει. «Οι κίνδυνοι είναι πολλοί. Ακόμη και να σε κλέψουν, ακόμη και να σε χτυπήσουν… Πρέπει να κοιμάσαι με το ένα μάτι ανοιχτό, που λέει ο λόγος – εκτός αν είσαι με παρέα. Εγώ κοίταξα να μείνω σε ένα μέρος που είχε κόσμο όλο το 24ωρο. Συγκεκριμένα, έμενα απέναντι από μια πιάτσα ταξί, οπότε αν συνέβαινε κάτι αρκούσε να βάλω μια φωνή. Από τις πρώτες μέρες με είχαν μάθει κιόλας, ήξεραν ότι μένω εκεί, οπότε ερχόταν πάντα κάποιος και με ρωτούσε αν είμαι καλά και αν χρειάζομαι κάτι».
Ο στόχος της επανένταξης
Στον ξενώνα του ΚΥΑΔΑ, καλύπτονται όλες οι βασικές του ανάγκες. Ταυτόχρονα, όπως εξηγεί η Ελένη Αλεξανδροπούλου, επιστημονική υπεύθυνη του Πολυδύναμου Κέντρου Αστέγων, οι διαμένοντες έχουν την υποστήριξη των κοινωνικών υπηρεσιών στην προσπάθειά τους να εκδώσουν έγγραφα, αλλά και επιδόματα που δικαιούνται, ενώ «υπάρχει εργασιακός σύμβουλος που τους βοηθά να βρουν δουλειά. Κάποιοι από αυτούς, αν και ελάχιστοι, μπαίνουν στο πρόγραμμα Στέγαση και Εργασία».
Στόχος, τονίζει, είναι η επανένταξη. «Υπάρχουν άνθρωποι που ζουν εδώ, συνηθίζουν, και μετά δυσκολεύονται να φύγουν. Γιατί μπαίνει σε μια σειρά η ζωή τους έχοντας διασφαλίσει τα βασικά, δένονται και με κάποιους συγκατοίκους. Αλλά αυτό δεν είναι λύση. Η κατεύθυνση των κοινωνικών υπηρεσιών είναι να τους τονώσουμε λίγο την αυτοπεποίθηση για να βρουν σιγά-σιγά μια δουλειά, ένα σπίτι. Οι νεότεροι σε ηλικία κυρίως, θέλουν να βρουν ένα σπίτι να νοικιάσουν, για να είναι λίγο ανεξάρτητοι. Κάποιοι μεγαλύτεροι μένουν έναν-ενάμιση χρόνο εδώ, ενώ άλλοι πηγαίνουν στην Εστία στην Πατησίων».
Κενές κλίνες, γεμάτοι δρόμοι
Εκτός από τον κύριο Δημήτρη, αυτή τη στιγμή στο Πολυδύναμο Κέντρο Αστέγων φιλοξενούνται άλλα 222 άτομα. Συνολικά, η δυναμικότητά του αγγίζει περίπου τις 400 κλίνες, χωρισμένες σε δίκλινα δωμάτια, στην περίπτωση του ξενώνα και τετράκλινα, στην περίπτωση του υπνωτηρίου. Παρόλο που στους δρόμους της Αθήνας ζουν εκατοντάδες ακόμη άστεγοι, τα υπόλοιπα κρεβάτια παραμένουν κενά.
Η Αλεξανδροπούλου, αποδίδει αυτή την αναντιστοιχία σε επιλογή των ίδιων των αστέγων. Όπως λέει στο in.gr, «υπάρχουν άνθρωποι που έχουν ένα σημείο όπου μένουν, που δεν το αφήνουν ποτέ. Ουσιαστικά, αυτή η γωνιά στον δρόμο είναι το σπίτι τους και φοβούνται ότι αν φύγουν και μπουν κάπου, θα το χάσουν και αυτό. Οι περισσότεροι έχουν κάνει τις διασυνδέσεις τους στην περιοχή, τους βοηθούν τα μαγαζιά, οπότε συνηθίζουν και δεν θέλουν να μπουν μέσα. Δυσκολεύονται να μπουν και σε κανόνες, γιατί έχουν μάθει να ζουν ελεύθεροι. Οπότε είναι πολύ δύσκολο να συνηθίσουν εδώ».
Η Καρήγιαννη, η κοινωνική λειτουργός, συμφωνεί ότι σε πολλές περιπτώσεις οι άστεγοι δεν επιθυμούν την ένταξή τους σε κάποια δομή. «Σε εμάς φαίνεται λίγο περίεργο, όμως δεν έχουν μάθει να βρίσκονται σε κλειστό χώρο. Άλλοι μας λένε ότι φοβούνται επειδή είναι άγνωστοι οι υπόλοιποι – ενώ κοιμούνται στον δρόμο, υπάρχει μια αντίφαση εκεί. Όμως αυτό θέλουν».
«Αστέγους εκ πεποιθήσεως», όπως τους χαρακτηρίζει, έχει γνωρίσει και ο κύριος Δημήτρης. «Κακά τα ψέματα, σε κάποιους αρέσει να είναι έξω, έχουν συνηθίσει», αναφέρει στο in.gr.
«Δεν ανταποκρίνεται στην ανάγκη των ανθρώπων»
Ο Σμετόπουλος του Steps έχει μια άλλη οπτική: «Το ερώτημα είναι “γιατί δεν θέλουν να πάνε στις δομές;”. Προφανώς η υπηρεσία δεν είναι αρκετά ελκυστική, δεν ανταποκρίνεται στην ανάγκη των ανθρώπων. Ένα πράγμα που χάνει κάποιος όταν διαβιεί στον δρόμο είναι η ιδιωτικότητά του. Οπότε το να τον πάρεις και να τον βάλεις σε έναν θάλαμο με άλλους τρεις-τέσσερις – ή και 20, σε περιπτώσεις άλλων υπνωτηρίων ή ξενώνων – επί της ουσίας δεν του δίνει αυτό που έχει ανάγκη».
Και συμπληρώνει: «Οι μεγάλες δομές γνωρίζουμε παγκοσμίως ότι οδηγούν σε ιδρυματοποίηση, πράγμα που επίσης είναι ανασταλτικός παράγοντας. Εδώ και αρκετά χρόνια, στις ΗΠΑ και την Ευρώπη προωθείται το μοντέλο Housing First, που επί της ουσίας μιλά για στέγαση σε διαμερίσματα μέσα στον αστικό ιστό και όχι για δομές τέτοιου τύπου. Ας πούμε, το κτίριο στην Αχαρνών έχει μια τεράστια ταμπέλα που γράφει “Ξενώνας Αστέγων”. Στιγματίζονται οι άνθρωποι. Κι εγώ να περνάω και να σταθώ εκεί, θα θεωρηθώ άστεγος. Αυτό όμως είναι θέμα νοοτροπίας».
Εκείνοι που μένουν εκτός
Εξάλλου, πέραν των προϋποθέσεων που ενδεχομένως δεν πληρούνται για τους αστέγους, υπάρχουν πάντα κι εκείνες που δεν πληρούν οι άστεγοι. Το Πολυδύναμο, για παράδειγμα, προορίζεται για άτομα διαβιούν στον δρόμο και τα οποία δεν κάνουν χρήση αλκοόλ ή ουσιών και δεν πάσχουν από ψυχικά νοσήματα – πρωτίστως για λόγους διαχείρισης της συμβίωσής τους από τους λίγους εργαζόμενους του ΚΥΑΔΑ. Για τους τοξικοεξαρτημένους αστέγους υπάρχει το ξενοδοχείο My Athens που λειτουργεί ως υπνωτήριο, ενώ τα άτομα που χρήζουν ψυχιατρικής υποστήριξης «φροντίζουμε και τους παραπέμπουμε με εισαγγελική εντολή σε κάποια ψυχιατρική κλινική για νοσηλεία», σύμφωνα με την Αλεξανδροπούλου.
Για τον ιδρυτή του Steps, η συγκεκριμένη λύση δεν ανταποκρίνεται στο πρόβλημα. «Είναι παράδοξο που ενώ η πλειοψηφία των ανθρώπων που διαβιούν στον δρόμο έχει σχέση με τις εξαρτήσεις και ένας δεύτερος πληθυσμός, αρκετά μεγάλος, έχει ψυχιατρικό προφίλ, ο μεγαλύτερος σε διαθεσιμότητα κλινών χώρος αφορά τον μικρότερο σε αριθμό πληθυσμό των αστέγων».
Όσο για τις παραπομπές στις ψυχιατρικές κλινικές, αφήνοντας στην άκρη το ερώτημα για το κατά πόσον θα μπορούσαν να αποτελέσουν λύση, «ακόμη κι αν υπάρχει εισαγγελική εντολή, μετά από δυο-τρεις ημέρες εφόσον δεν υπάρχει ασφαλιστικό ταμείο, διώχνουν τον κόσμο, γιατί δεν πληρώνονται για αυτό. Από τα απομεινάρια των μνημονίων, τους ανθρώπους που δεν έχουν τη δυνατότητα να πληρώνουν, τους αφήνουν στον δρόμο. Χωρίς θεραπείες, χωρίς τίποτα», παρατηρεί ο Σμετόπουλος.
Πράγματα που έμειναν μισά
Κατά την άποψή του, αυτό που έχουν ανάγκη οι άνθρωποι είναι μια μορφή αποκατάστασης από το κακοποιητικό περιβάλλον του δρόμου, που θα τους δίνει την ευκαιρία να ανακάμψουν και, όπου αυτό είναι δυνατό, να αυτονομηθούν. «Είναι ελάχιστος ο κόσμος που έχει στηριχτεί πραγματικά», υποστηρίζει, «και έχω την αίσθηση ότι αυτό έχει γίνει περισσότερο για επικοινωνιακούς λόγους. Δεν ξέρω κανέναν που να φιλοξενείται στους ξενώνες και να παρακολουθεί σεμινάρια ή μαθήματα ή εργασιακή συμβουλευτική. Το μόνο που κάνουν είναι να τους βοηθούν να φτιάξουν το βιογραφικό τους, να ψάξουν τις αγγελίες του ΟΑΕΔ. Όμως ένας άνθρωπος που μπορεί να λείπει από την αγορά εργασίας έξι, επτά ή δέκα χρόνια, χρειάζεται και άλλα πράγματα πριν το βιογραφικό».
«Είναι κρίμα», καταλήγει, «να υπάρχουν κάποιες δυνατότητες σε επίπεδο Δήμου και κυβέρνησης – τόσο των τωρινών, όσο και των προηγούμενων – και να “καίγονται” με αυτό τον τρόπο. Δυστυχώς, είμαστε μια χώρα που ποτέ δεν είχε κοινωνική πολιτική στέγασης. Και παρόλο που λόγω κοροναϊού δόθηκαν πολύ μεγάλες ευκαιρίες να γίνουν πράγματα, όσα έγιναν μοιάζουν να είναι μισά».
Ο «τυχερός» κύριος Δημήτρης μπορεί να αισιοδοξεί
Αρχικά, κύριος Δημήτρης ήταν επίσης διστακτικός απέναντι στο ενδεχόμενο διαμονής στον ξενώνα του ΚΥΑΔΑ. «Είχα ακούσει ότι σε άλλες δομές είχαν δημιουργηθεί διάφορα παρατράγουδα, κλοπές και τσακωμοί, και σκεφτόμουν ότι αν πάω σε μια δομή και κινδυνεύω, καλύτερα να μείνω έξω, που αν βάλω μια φωνή θα πεταχτούν και είκοσι άτομα», θυμάται. «Τελικά με έπεισε μια κοπέλα – καλή της ώρα – και ήρθα. Δεν το μετάνιωσα».
Επόμενος στόχος του, η εύρεση απασχόλησης και η επιστροφή στην ανεξαρτησία. Ήδη έχει προσθέσει μια νέα γραμμή στο βιογραφικό του, που είχε μείνει κενό στα χρόνια της κρίσης, έχοντας πρόσφατα εργαστεί με σύμβαση ορισμένου χρόνου στο Υπουργείο Πολιτισμού. Το μόνο που τον αποθαρρύνει, είναι η ηλικία του.
«Είμαι ήδη 63 και κακά τα ψέματα, στον ιδιωτικό τομέα δεν βρίσκεις δουλειά», εξηγεί. «Η ελπίδα μου είναι να φύγω από εδώ, να μπω στο πρόγραμμα Στέγαση και Εργασία, που θα με βοηθήσει να βρω δουλειά πιο γρήγορα και πολύ πιο εύκολα». Είναι αποφασισμένος να προσπαθήσει, γιατί όπως τονίζει «δεν θέλω σε καμιά περίπτωση να μου προκύψει ιδρυματοποίηση».
Από μια άποψη, ανήκει και πάλι στους τυχερούς, για τους οποίους οι παρεχόμενες υπηρεσίες μπορούν να αποδειχθούν σωτήριες, σε συνδυασμό και με τις προσπάθειες που καταβάλλει το προσωπικό του ΚΥΑΔΑ. Όπως σημειώνει ο ίδιος, «θέλω να σταθώ στους ανθρώπους εδώ, και ειδικά στα κορίτσια. Γιατί όταν έχεις να αντιμετωπίσεις τόσα άτομα, με τόσο διαφορετικές προσωπικότητες, με τον καθένα να κουβαλάει τα προβλήματά του… Είναι πολύ σημαντική η δουλειά που κάνουν. Τις θεωρώ αξιέπαινες. Όλα τα κορίτσια που έχουν περάσει από εδώ, όλες είχαν το ίδιο σκεπτικό: να βοηθάνε. Και βοηθάνε πάρα πολύ. Θα χρειαζόντουσαν κάποια υποστήριξη παραπάνω».
- Αποκάλυψη in: Οι γιατροί του «Αγία Σοφία» αποκλείουν την εγκληματική ενέργεια στον θάνατο του δεύτερου παιδιού της Ειρήνης Μουρτζούκου
- Tο BΗΜΑ διοργανώνει τον πρώτο Πανελλήνιο και Παγκύπριο Διαγωνισμό Μαθητικών Εφημερίδων
- Αταμάν: «Δεν έχει σημασία η νίκη στο πρωτάθλημα – Σε καλή κατάσταση ο Ολυμπιακός»
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις