Τέσσερις εβδομάδες συμπληρώθηκαν από την Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου, όταν ξεκίνησε η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία από Ανατολή, Βορρά και Νότο. Οποιες δε κι αν ήταν οι εντολές του Βλαντίμιρ Πούτιν και οι σχεδιασμοί του γενικού επιτελείου του, στην πράξη αποδείχθηκε ότι ο πόλεμος αυτός κάθε άλλο παρά «αστραπιαίος» ήταν, ενώ οι ρωσικές μονάδες έχουν συναντήσει ισχυρότατη αντίσταση και έχουν υποστεί σοβαρές απώλειες, τόσο σε στρατιώτες (7.000-15.000 υπολογίζει το ΝΑΤΟ τους νεκρούς, ανάμεσά τους στρατηγούς και ανώτατους αξιωματικούς, ενώ πολλαπλάσιοι είναι οι τραυματίες) όσο και σε μέσα.

Το αποτέλεσμα είναι ότι αναγκάζονται να αναθεωρήσουν το σχέδιό τους, υιοθετώντας πιο επικίνδυνες και θανατηφόρες μεθόδους – ανάμεσά τους τόσο τις θερμοβαρικές όσο και τις αποκαλούμενες «χαζές» βόμβες (σε αντίθεση με τις «έξυπνες», η αναλογία των οποίων φαίνεται πως είναι πολύ μεγαλύτερη στο οπλοστάσιο των ΗΠΑ). Σύμφωνα με δυτικούς ειδικούς, «στρέφονται πλέον σε τακτικές που προκαλούν μεγαλύτερες φθορές», ενώ η επίθεση «βασίζεται πια στη χρήση μη κατευθυνόμενων βλημάτων και ωμής βίας, καθώς πασχίζει να ανακτήσει τον ρυθμό της και ξεμένει από πιο σύγχρονα όπλα».

«Η εξάρτηση από τις βολές βαρέων πυροβόλων κατά αστικών κέντρων και η χρήση των αποκαλούμενων χαζών βομβών σηματοδοτούν μια στροφή, ως συνέπεια της αποτυχίας να καταληφθούν μεγάλες πόλεις ή να επιτευχθούν σημαντικές προωθήσεις σε άλλα μέτωπα» τονίζουν οι ίδιοι στους «FT», προσθέτοντας πως «η εξέλιξη αυτή θα προκαλέσει ακόμα μεγαλύτερες απώλειες ανάμεσα στους ουκρανούς αμάχους».

«Αυτό το είδος του παράνομου, βάναυσου πολέμου είναι ακριβώς αυτό που η Ρωσία εξασκεί στη Συρία τα προηγούμενα χρόνια (…) και σχεδόν σε κάθε σύγκρουση στην οποία έχει εμπλακεί εδώ και δεκαετίες» δήλωσε ο στρατηγός σερ Ρίτσαρντ Μπάρονς, πρώην επικεφαλής του γενικού επιτελείου της Βρετανίας – ενώ ο αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν είπε πως εκτίμηση της Ουάσιγκτον είναι ότι μέλη των ρωσικών δυνάμεων έχουν διαπράξει εγκλήματα πολέμου.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι δήλωσε πως σε αρκετά μέτωπα οι δυνάμεις του έχουν περάσει στην αντεπίθεση και ανακτούν εδάφη. Ο δε σύμβουλός του Ολέκσι Αρεστόβιτς ισχυρίστηκε ότι «οι εισβολείς θα έχουν ανακοπεί πλήρως σε τρεις εβδομάδες, καθώς θα έχουν καεί μέχρι τότε». Από την πλευρά του, το υπουργείο Αμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου ανέφερε πως σύμφωνα με τις ενδείξεις που έχει τα ρωσικά στρατεύματα στον Βορρά, όπου είναι τα μέτωπα του Κιέβου και του Χαρκόβου, ανασυγκροτούνται για να εξαπολύσουν μια «μεγάλης έκτασης επίθεση».

Αναμφίβολα, πάντως, εκεί που εκτυλίσσεται το μεγαλύτερο δράμα είναι η Μαριούπολη. Μεγάλο μέρος της πόλης, στην οποία έχουν εισέλθει οι ρωσικές δυνάμεις και διεξάγονται σκληρές μάχες, έχει ήδη μετατραπεί σε ερείπια, ενώ ο Ζελένσκι κατήγγειλε πως σε αυτήν παραμένουν περίπου 100.000 κάτοικοι, «που ζουν σε απάνθρωπες συνθήκες, πλήρως αποκλεισμένοι, χωρίς τρόφιμα, νερό και φάρμακα, υπό συνεχόμενους βομβαρδισμούς». Μάλιστα, η αναπληρώτρια πρωθυπουργός της Ουκρανίας Ιρίνα Βέρεντσουκ είπε ότι η Μαριούπολη δεν ήταν ανάμεσα στους εννέα ανθρωπιστικούς διαδρόμους που αποφασίστηκε να ανοίξουν χθες. Ορισμένοι δε κάτοικοι που κατάφεραν να φύγουν μίλησαν στη μη κυβερνητική οργάνωση Human Rights Watch, κάνοντας λόγο για «παγωμένη κόλαση, με τους δρόμους σπαρμένους πτώματα και συντρίμμια κατεστραμμένων κτιρίων».

Για το Κρεμλίνο, ωστόσο, η κατάληψή της είναι προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για να στηρίξει τους ισχυρισμούς του ότι οι επιχειρήσεις βαίνουν «βάσει σχεδίου». Σύμφωνα με τον απεσταλμένο του Πούτιν Κίριλ Στεπάνοφ, μόλις ο ρωσικός στρατός θέσει υπό τον έλεγχό του τον αυτοκινητόδρομο M14 – εκτείνεται από την Οδησσό ώς τη Μαριούπολη και από εκεί ώς τη μεγάλη πόλη Ροστόφ – η Κριμαία θα συνδέεται με ασφάλεια με τις ανατολικές περιφέρειες του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ.

Η κατάσταση όμως είναι πολύ δύσκολη και για τα περίπου 10 εκατομμύρια των εκτοπισμένων λόγω πολέμου – εκ των οποίων περίπου 3,5 εκατομμύρια έχουν φύγει εκτός χώρας, κυρίως προς την ΕΕ. Η διαχείριση των προσφύγων αναμένεται πως θα είναι ένα από τα ζητήματα που θα κυριαρχήσουν στη σημερινή και στην αυριανή σύνοδο κορυφής, με τον ΟΟΣΑ να εκτιμά ότι το κόστος θα φτάσει στο 0,25% του ΑΕΠ των «27», ενώ το ποσοστό θα είναι πολύ μεγαλύτερο για τις χώρες της πρώτης γραμμής.