«Φεύγοντες την μπολσεβικικήν θεομηνίαν κατέφυγον εις Οδησσόν»
Αποσπάσματα από τις αναμνήσεις του Νικόλαου Πλαστήρα, ο οποίος συμμετείχε στο ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στην Ουκρανία το 1919, όπου οι γαλλικές δυνάμεις συγκρούστηκαν με τους μπολσεβίκους
Τον Μάρτιο του 1918 η Συνθήκη του Μπρεστ – Λιτόφσκ ανάμεσα στην Μπολσεβικική Ρωσία και τις Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία, Αυστροουγγαρία, Οθωμανική Αυτοκρατορία, Βουλγαρία) προκαλεί ανησυχία στην πλευρά της Αντάντ. Οχι μόνο επειδή επιτρέπει στη Γερμανία να στραφεί πλέον στο δυτικό μέτωπο, αλλά και επειδή αναδεικνύει τον «κίνδυνο του μπολσεβικισμού», ο οποίος μπορεί να φτάσει και σε άλλες ευρωπαϊκές κοινωνίες. Στο πλαίσιο αυτό η Γαλλία του Κλεμανσό αποφασίζει να στραφεί εναντίον της Ρωσίας τοποθετώντας στο επίκεντρο του στρατηγικού σχεδιασμού της την Ουκρανία, με την οποία οι Κεντρικές Δυνάμεις έχουν επίσης συνομολογήσει συνθήκη ανακωχής έναν μήνα πριν. Οπως σημειώνει στην εισαγωγή του βιβλίου «Νικόλαος Σμπαρούνης – Τρίκορφος, Ημερολόγιον της εις Ρωσσίαν εκστρατείας» (εκδ. Βιβλιόραμα) η ιστορικός Ιωάννα Παπαθανασίου, η γαλλική εκστρατεία κατά των Μπολσεβίκων αποτέλεσε μέρος μιας γενικευμένης «σταυροφορίας εναντίον των «κόκκινων»» στην οποία «έλαβαν συνολικά μέρος στρατιωτικά τμήματα από 15 χώρες», ανάμεσά τους οι Βρετανοί, οι Ιάπωνες, οι Αμερικανοί και οι Τούρκοι. Υπήρξε, μολαταύτα, «ιδιαίτερα φιλόδοξο εγχείρημα» των Γάλλων, μέσω του οποίου σχεδίαζαν «να εδραιωθούν στα μεγάλα λιμάνια της Μαύρης Θάλασσας και, στη συνέχεια, να διεισδύσουν στο εσωτερικό της Ουκρανίας με στόχο να καταλάβουν το λεκανοπέδιο του Ντονέτσκ, γνωστού για τα πλούσια κοιτάσματα άνθρακα».
Ο γάλλος πρωθυπουργός Κλεμανσό προσεγγίζει εκείνη την περίοδο τον πρεσβευτή της Ελλάδας στο Παρίσι Αθω Ρωμάνο βολιδοσκοπώντας ανεπισήμως τη συμμετοχή της Ελλάδας. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που κυβερνά από τον Ιούνιο του 1917, ενημερώνει ότι ο Ελληνικός Στρατός τίθεται στη διάθεση των Συμμάχων σε όποια αποστολή του ζητηθεί (σχετικά γρήγορα, ωστόσο, θα κάνει δεύτερες σκέψεις όταν συνειδητοποιεί τον μονομερή γαλλικό χαρακτήρα της εκστρατείας, από την οποία λείπουν οι Βρετανοί). Η πρόταση αυτή, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ιστορικών, συνδέεται με την ιδιοσυγκρασία του Βενιζέλου, αλλά και την αγωνιώδη αναμονή της Ελλάδας για τις μεταπολεμικές εξελίξεις, απ’ όπου προσδοκά ότι θα αποκομίσει οφέλη – ότι, για παράδειγμα, οι Σύμμαχοι θα προσφέρουν ανταλλάγματα στις περιοχές της Ανατολικής Θράκης και των ιωνικών παραλίων. Παράλληλα, η Ελλάδα αναδεικνύεται ως χρήσιμο έρεισμα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Την αποστολή ανέλαβε να φέρει εις πέρας το Α’ Σώμα Στρατού υπό τη διοίκηση του υποστρατήγου Κωνσταντίνου Νίδερ (1865 – 1943), που μόλις είχε ολοκληρώσει την αποστολή αποκατάστασης της ελληνικής κυριαρχίας στην Ανατολική Μακεδονία. Η μεταφορά των ελληνικών δυνάμεων (2η και 13η Μεραρχία) άρχισε στις 2 Ιανουαρίου 1919, ενώ η 1η Μεραρχία παρέμεινε στην Καβάλα αναμένοντας διαταγές. Στο επόμενο διάστημα το εκστρατευτικό σώμα αριθμούσε 23.551 άνδρες. Οι εντυπώσεις του υποστρατήγου από την πρώτη επιχείρηση σώζονται πλέον στο βιβλίο «Η εκστρατεία της Ουκρανίας (Ιανουάριος – Μάιος 1919)» (εκδ. «Κέδρος», 2015, επιμέλεια – σχολιασμός Φ.Δ. Δρακονταειδή): «Την πρωίαν της 7ης Ιανουαρίου 1919 τα πλοία επλεύριζον εις την προκυμαίαν της Οδησσού. Πυκνά πλήθη Ρώσων και Ελλήνων κατοίκων της πόλεως συνέρρευσαν εις την παραλίαν όπως χαιρετήσωσι τα ελληνικά στρατεύματα, από των οποίων ανέμενον την σωτηρίαν και απολύτρωσίν των από της μπολσεβικικής τρομοκρατίας. Ομάδες ρακενδύτων γερόντων, γυναικών και παιδίων με ανάγλυφα επί του προσώπου των τα σημεία της πείνης, των στερήσεων, της κοινωνικής αθλιότητος, περιεκύκλωσαν τα πλοία εκλιπαρούσαι παρά των στρατιωτών μας τεμάχιον διπυρίτου. Τα τέκνα της Μεγάλης Ρωσίας έτεινον επαίτιδα χείρα προς τα τέκνα της Μικράς Ελλάδος. Ζωηροτάτη εικών της μεταπολεμικής των λαών κοινωνικής συνθέσεως». Και όντως, ο αστικός χαρακτήρας της οργάνωσης, της δομής και της ιδεολογίας της ελληνικής κοινότητας στην Οδησσό έστρεφε τους έλληνες εμπόρους – σιτηρών, βαμβακιού και δερμάτων – εναντίον της μεταβολής των παραδοσιακών δομών και του νέου σοβιετικού καθεστώτος.
Η ελληνική εκστρατεία στην Κριμαία είναι φυσικά μια εκστρατεία αντιηρωική, μια εκστρατεία ήττας που ξεκίνησε με μια νίκη. Η πρώτη μάχη με την εμπλοκή ελληνικών δυνάμεων δόθηκε στις 25 Φεβρουαρίου. Το 1ο Σύνταγμα Πεζικού υπό τον αντισυνταγματάρχη Νικόλαο Ρόκα απελευθέρωσε τη φρουρά της Χερσώνας, την οποία πολιορκούσε ο Κόκκινος Στρατός. Στη συνέχεια οι έλληνες στρατιώτες έλαβαν μέρος σε πολλές μάχες, έως τις 20 Μαρτίου, οπότε οι Σύμμαχοι έδωσαν εντολή για το τέλος της εκστρατείας και την εκκένωση της Οδησσού. Οι ελληνικές μονάδες υποχώρησαν και παρατάχθηκαν στη δυτική όχθη του ποταμού Δνείστερου για να υπερασπίσουν την περιοχή της Βεσσαραβίας (σημερινή Μολδαβία). Στην περιοχή της Κριμαίας παρέμεινε έως τις 14 Απριλίου 1919 το 2ο Σύνταγμα Πεζικού, το οποίο αντιμετώπισε αλλεπάλληλες επιθέσεις του Κόκκινου Στρατού, ενώ κατέστειλε την εξέγερση των εργατών της Σεβαστούπολης, οι οποίοι ήταν ενισχυμένοι με γάλλους ναύτες που είχαν στασιάσει. Τελικά, τον Ιούνιο του 1919 το Α’ Σώμα Στρατού προωθήθηκε στη Σμύρνη, όπου ο Ελληνικός Στρατός επιχειρούσε από τον Μάιο. Κατά την Εκστρατεία της Ουκρανίας οι απώλειες που καταγράφηκαν για την ελληνική πλευρά ήταν 398 νεκροί και 657 τραυματίες.
Ανάμεσα στους διοικητές των μονάδων υπήρξαν γνωστοί στρατιωτικοί, με σημαντικό ρόλο αργότερα στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας, όπως ο συνταγματάρχης Αλέξανδρος Οθωναίος (επιτελάρχης του Α’ Σώματος Στρατού) και οι αντισυνταγματάρχες Γεώργιος Κονδύλης (διοικητής του 3ου Συντάγματος Πεζικού) και Νικόλαος Πλαστήρας (διοικητής του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων). Ο τελευταίος, που είχε ήδη κερδίσει το προσωνύμιο Μαύρος Καβαλάρης στους Βαλκανικούς Πολέμους, μετά την αποτυχία της επιχείρησης διέφυγε στο Γαλάτσι της Ρουμανίας και από εκεί, προαχθείς σε συνταγματάρχη, επικεφαλής της μονάδας του μεταφέρθηκε στη Σμύρνη. Τις αναμνήσεις από την εκστρατεία της Ουκρανίας κατέγραψε το 1934, κατόπιν προτροπής της Πηνελόπης Δέλτα, με την οποία γνωρίζεται από το 1922 και μετά. Στην αρχή εκφράζει ορισμένες ενστάσεις για το αν αξίζει η καταγραφή, αλλά στην επιστολή της 12ης Μαρτίου 1934 τής γράφει: «Μια μέρα επί τέλους είπα: «μια μάχη είνε και αυτή. Ερρίφθη ο κύβος». Και άρχισα να γράφω!… Εγραφα όπως μου ήρχετο η σειρά των αναμνήσεων». Αυτές περιλήφθηκαν στον β’ τόμο του Αρχείου της Π.Σ. Δέλτα, που κυκλοφόρησε από τον «Ερμή» το 1979, σε επιμέλεια του Παύλου Ζάννα. Από την έκδοση αυτή προέρχονται τα αποσπάσματα που ακολουθούν.
Οπερα στην Οδησσό
«Μας αφήκε την εντύπωσιν μιας μεγάλης και ωραιοτάτης πόλεως με ευρυτάτους δρόμους, καλώς συντηρημένους και με τεράστια και επιβλητικά δημόσια κτίρια. Δεν μου εδόθη ο καιρός να έχω περισσοτέρας αναμνήσεις από την πόλιν της Οδησσού διότι μετά τρεις τέσσαρες ημέρας έφθασαν ανησυχητικαί ειδήσεις ότι ο μπολσεβικικός στρατός ήρχισε να δίδη σημεία ζωής προς δράσιν.
Εν τούτοις μου έμεινε κάποια ζωηρά ανάμνησις από την Οδησσό. Το τρίτο ή τέταρτο βράδυ που φθάσαμε επαίζετο κάποια όπερα στο Δημοτικό Θέατρο της πόλεως. Είχε την καλωσύνη ο φίλος ιατρός κύρος Σμπαρούνης, που ευρίσκετο προ καιρού εκεί διευθύνων το νοσοκομείον, να με προσκαλέση ως και τας αδελφάς Φικιώρη και Βασιλοπούλου. Ομολογώ ότι μέχρι σήμερον δεν έχω παραστή σε έργον παιζόμενον με τόσον πλούτον φωνών. Είχαν συμμετάσχει εις την ευεργετικήν αυτήν παράστασιν όλαι αι κορυφαί του ρωσσικού μελοδράματος, ολοκλήρου της αυτοκρατορίας, οι οποίοι φεύγοντες την μπολσεβικικήν θεομηνίαν κατέφυγον εις την Οδησσόν.
Από της άλλης όμως ημέρας τα πράγματα ήρχισαν να παρουσιάζουν ανησυχίας. Αι μπολσεβικικαί δυνάμεις εις την Μπερεζόβκα έκαμαν την πρώτην επαφήν προς τας εκεί γαλλικάς και ελληνικάς δυνάμεις. Εις την Οδησσόν έφθαναν οι πρώτοι τραυματίαι. Δύο τρεις εξ αυτών απέθανον και τους εγένετο αρκετά ευπρεπής κηδεία από την ακμάζουσαν εκεί ελληνικήν κοινότητα. Ενθυμούμαι ότι μου έκαμε εξαιρετικήν εντύπωσιν η νεκρώσιμος ακολουθία ψαλείσα υπό χορωδίας μικτής Ελλήνων και Ελληνίδων κατά το ρωσσικόν σύστημα…».
Πατώντας επί σωμάτων
«Το θέαμα των συνεχώς μέχρι πρωίας καταφθανόντων μετά εξαντλητικήν πορείαν τμημάτων υπήρξεν αφαντάστως τραγικόν. Οι άνδρες μόλις έφθανον εις τον σταθμόν έπεφταν σχεδόν λιπόθυμοι. Κατελάμβανον υπόστεγα, αποθήκας, βαγόνια διά να εύορουν ανάπαυσιν. Ο σιδηροδρομικός σταθμός είχε καταληφθή μέχρι ασφυξίας. Εκεί ήτο και ο σταθμός διοικήσεώς μου ως και του κατόπιν ελθόντος Κονδύλη. Και διά να εξέλθω μίαν στιγμήν εκ του σταθμού όπως επιβλέψω την εγκατάστασιν των τμημάτων εχρειάσθη να περάσω την μεγάλην αίθουσαν αναμονής του σταθμού πατών επί των σωμάτων των στοιβαγμένων στρατιωτών. Ήτο μία νυξ φρικώδης, δεν είχομεν καμμίαν προκάλυψιν. Εάν ο εχθρός εγνώριζε την κατάστασιν και επεχείρει κατά την νύκτα εκείνην μίαν επιδρομήν από ιππικόν, η καταστροφή μας θα ήτο πλήρης».
«Είχα µέρες να καθήσω σε στεγνό µέρος»
«Θα ήτο 10η ώρα της νυκτός, το σύνταγμα ανεπαύετο εν καταυλισμώ. Είχα και ο ίδιος απόλυτον ανάγκην να αναπαυθώ, ήμην κατάκοπος, ευρίσκομαι επί 18 συνεχείς ώρας καβάλα στο άλογο και υπό συνθήκας απεριγράπτως σκληράς. Εν τούτοις πρέπει να ζητήσω τας διαταγάς διά την αύριον. Ο υπασπιστής με οδηγεί σε κάποιο οίκημα εκεί πλησίον, μου φαίνεται σαν να ήταν σχολείο, όπου εις μίαν αίθουσαν γεμάτην ξαπλωμένων στρατιωτών ευρίσκοντο καθήμενοι σταυροπόδι ο Μανέτας με τον Κονδύλη. Επεσα δίπλα τους κατακουρασμένος. Είχα τόσες ημέρες να καθήσω σε στεγνό μέρος. Ηθελα να κοιμηθώ και ήλπιζα πως εκείνο το βράδυ θα ήμουν ευτυχής αν εκοιμώμην εκεί που έπεσα. Ελεγα πως δε θα σηκωθώ ως το πρωί έτσι που εξαπλώθηκα. Ησθανόμην πόνους εις την μέση μου από την κούραση της καβάλας. Ο Μανέτας μού έδωκε ένα κονιάκ και έπειτα δεύτερο. Ανέκτησα αμέσως δυνάμεις και μου ήλθε η όρεξις να αστειευθώ. «Ωραία περάσαμε σήμερα», τους λέγω, «δεν έχετε παράπονο. Λίγο ακόμη και θα είμεθα φιλοξενούμενοι των Μπολσεβίκων. Τον Κονδύλη ασφαλώς θα τον έπαιρναν στη Μόσχα για να εξευγενίση τη ράτσα τους!». Και ο Κονδύλης απαντά: «Βέβαια, σου παρέδωκα στη Σέρμπκα Ρωσσία μεγάλη και μου την παραδίδεις μειωμένη» (σ.σ.: αναφορά στην αρχική κατάληψη της πόλης και την οριστική εγκατάλειψή της)».
Ο «τσιπουρόβλητος» Κονδύλης
«Ολίγον προ της δύσεως του ηλίου το σύνταγμα συνεκεντρώθη και κατηυλίσθη παρά τον σιδηροδρομικόν σταθμόν ο οποίος δεν θα απείχε πλέον των 2-3 χιλιομέτρων από την γέφυραν του Δνειστέρου. Ενομίσαμεν πως εκεί θα εύρωμεν τρόφιμα αλλά δεν υπήρχε τίποτε. Το ψωμί που ήτο εκεί το πήραν όλο τα γαλλικά τμήματα που είχαν προηγηθή. Αισθανόμεθα όλοι μια πείνα φοβερή. Ο Μανέτας, ο Κονδύλης και εγώ εμείναμε σ’ ένα δωμάτιο ενός σχολείου, που έμενε η δασκάλα η οποία αφού μας το παρέδωκε πήγε στο χωριό. Από το παράθυρο διακρίνομε έναν εύζωνα ο οποίος κρατούσε στα χέρια του ένα πακετάκι καπνό και διασκεδάζαμε μ’ αυτόν, διότι προσπαθούσε να συνεννοηθή με κάποιον γάλλο στρατιώτη για να ανταλλάξη τον καπνό του με κουραμάνα.
Έκαμε του κόσμου τας κινήσεις, με τα χέρια, με το κεφάλι, με το στόμα για να δώση να καταλάβη ο γάλλος στρατιώτης τι ζητούσε. Επί τέλους τον κατάφερε και πήρε την κουραμάνα και έτρεξε στην παρέα του για να την μοιραστή. Εννοείται ότι και ημείς εζηλέψαμε τη στιγμή εκείνη την τύχη του εύζωνα. Μας είχε θερίσει η πείνα και δεν είχαμε τίποτε να βάλωμε στο στόμα. Εις το δωμάτιο που μέναμε ήταν ένα ράφι που είχε η δασκάλα τα καφοκούτια της που έκανε τον καφέ. Τα κυττάξαμε και υπήρχε μόνον ολίγος τριμμένος καφές. Δεν είνε δυνατόν, λέγω, θα υπάρχη και ζάχαρη κάπου. Έψαξα στο ντουλάπι αλλά τίποτε δεν ευρέθη. Έσκυψα κάτω από το κρεβάτι και είδα μια χαρτοσακούλα. «Εύρηκα», φωνάζω, χωρίς να με πιστέψουν. Επροχώρησα εις το βάθος και επήρα από τη σακκούλα 5-6 κομμάτια τετράγωνα ζάχαρη και τα εμοιραστήκαμε οι τρεις. Κατόπιν επαναλαμβάνω την κίνησιν για να πάρω και άλλα κομμάτια. Τη στιγμή όμως που είχα χωθή ολόκληρος κάτω από το κρεβάτι, ο Μανέτας εκτύπησε την πόρτα και ο Κονδύλης εφώναξε «εμπρός». Νομίζοντας εγώ ότι θα είνε η δασκάλα ετσακίστηκα για να βγω από το κρεβάτι και από τη βιασύνη μου εχτύπησα το κεφάλι. Εννοείται ότι εσκάσαμε στα γέλια όλοι.
Σε λίγο έρχεται ένας ταγματάρχης ρουμάνος, διοικητής του τομέως εκεί, διά να μας επισκεφθή. Μας εχαιρέτησε με μιαν εξαιρετικήν ευγένειαν και εγκαρδιότητα και μας προσεκάλεσε αν έχωμε την ευχαρίστησι να περάσωμε από το κατάλυμά του να πάρωμε ένα ορεκτικό. Φυσικά εσπεύσαμε να τον ακολουθήσωμε χωρίς καμμιά αντίρρησι. Από τη συγκίνησι μάλιστα ο Κονδύλης κατεβαίνοντας τη σκάλα του σπιτιού μας παραπάτησε και κόντεψε να τσακιστή: «Σιγά καημένε, του λέγω, πρόσεχε, άκουσες που πρόκειται για τσίπουρο και κόπηκαν τα πόδια σου από τη συγκίνησι. Μη βιάζεσαι, κράτησε την ψυχραμία σου τσιπουρόβλητε, θα μας καταλάβη ο άνθρωπος, σου υπόσχομαι να σου δώσω και το μερτικό μου, αρκεί να πάρω περισσότεορ μερτικό στους μεζέδες, αν θαχη».
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις