Ανδρέας Αγγελάκης: Το δούναι και λαβείν αυτού του κόσμου
Ο ποιητής Ανδρέας Αγγελάκης είχε γεννηθεί στον Πειραιά στις 28 Μαρτίου 1940
Θα έλεγα, όχι με ιδιαίτερες επιφυλάξεις, ότι ο Ανδρέας Αγγελάκης είναι ποιητής του ορίου και του μεταίχμιου — κι αυτό από περισσότερες της μιας απόψεις. Πρώτα πρώτα, γιατί «ανήκει» σ’ εκείνη την ομάδα των μεταπολεμικών ποιητών που χωρίς να αντιπροσωπεύουν με το έργο τους τον κυρίως κορμό της ποίησης του ’70, είναι περισσότερο κοντά σ’ αυτή την τελευταία. Προφανώς όχι για τους ίδιους λόγους οι οποίοι ισχύουν στις περιπτώσεις της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ, της Νανάς Ησαΐα ή του Τάσου Δενέγρη —για να αναφέρω κάποιες χαρακτηριστικές παρουσίες ποιητών που συνδέουν λίγο πολύ την ποίηση της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς μ’ αυτή του ’70— η ποίηση του Α. Αγγελάκη διαφοροποιείται ουσιαστικά τουλάχιστον σε ένα βασικό σημείο, πάντοτε σε σχέση με τις κυρίαρχες ιδιότητες των υπολοίπων ποιητών της γενιάς του. Το σημείο αυτό που νομίζω ότι έχει ιδιαίτερη σημασία αν συνεξετάσουμε το έργο διαφόρων εκπροσώπων της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς —ας πούμε, του Αν. Ευαγγέλου, του Πρ. Μάρκογλου, του Γερ. Λυκιαρδόπουλου, της Μ. Κέντρου – Αγαθοπούλου και, ως ένα βαθμό, του Β. Λεοντάρη— είναι το αδρό ίχνος του λυρικά τονισμένου λόγου.
Και λέγοντας «λυρικά τονισμένου», δεν εννοούμε βέβαια τον λόγο που είναι μουσικά οργανωμένος και μάλιστα από εξωγενείς της ποιητικής γλώσσας σχέσεις, αλλά πολύ περισσότερο τον λόγο ο οποίος αποκαλύπτει την λυρική ουσία του εξαιτίας της συγκίνησης, της συναισθηματικής διάθεσης του ίδιου του ποιητή· συγκίνησης και διάθεσης όχι μόνο προσωπικά αλλά και πολιτικά τονισμένων. Έπειτα, σ’ ένα άλλο, όχι όμως και λιγότερο σημαντικό επίπεδο ανάγνωσης του έργου του Α. Αγγελάκη, είναι η ίδια η θεματογραφία της ποίησής του που ορίζει και την ιδιαιτερότητά της και την ιδιαιτερότητα του στίγματός της μέσα στον γενικό χαρακτήρα της ποίησης της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς. Γιατί η διαρκής μνημείωση, υπογράμμιση και αναγωγή κάθε επιμέρους στοιχείου στην ερωτική απόκλιση, έτσι όπως μας παρουσιάζεται στα βιβλία ποίησης του Α. Αγγελάκη, είναι χαρακτηριστικά διαφορετική, αν ιδωθεί σε σχέση με άλλες ομοειδείς ποιητικές καταθέσεις, όπως, λ.χ., του Ντ. Χριστιανόπουλου, του Ν. Α. Ασλάνογλου, ή άλλων προγενέστερων, όπως λ.χ. του Δ. Δούκαρη και του Στ. Βαβούρη. Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει και αυτή καθαυτή η εξέλιξη του έργου του Α. Αγγελάκη, μια και είναι ολοφάνερη η πρόθεσή του να διαπλάσει ένα άκρως συνεκτικό ποιητικό σύμπαν, όπου τα προσωπικά βιώματά του που απορρέουν από την ερωτική του ζωή τείνουν να κυριαρχήσουν σε όλο το προσκήνιο της ποιητικής πράξης. Ορίζοντας όχι μόνο το ήθος του ποιητή και το ήθος της ποίησής του, αλλά και, συνάλληλα, συνθέτοντας μια μυθολογία —ας πούμε, λίγο πολύ, καβαφικής γενεαλογίας— που μέσα της και μόνο μπορεί να υπάρχει ο ποιητής δημιουργικά. Και λέω «λίγο πολύ» ως προς τα καβαφικά σημαίνοντα της ποίησης του Α. Αγγελάκη, γιατί βέβαια εδώ δεν χρειάζεται να χρησιμοποιήσει ο ποιητής σε μεγάλη έκταση τη μνήμη ως δίαυλο μεταφοράς της συγκίνησής του. Ούτε, από την άλλη μεριά, τον βλέπουμε να καταφεύγει στην ιστορία για να απεικονίσει την αλληγορική όψη της πραγματικότητας. Βρισκόμαστε πολύ πλησιέστερα σ’ ένα παζολινικής φύσεως ιδεολόγημα που νομίζω ότι έχει μεταβληθεί, εδώ και καιρό, σε έμμονη ιδέα του ποιητή, τουλάχιστον ως προς τη δική του μοίρα και ως προς τη μοίρα του έργου του.
Ποιο είναι αυτό το ιδεολόγημα; Με πολύ λίγα λόγια, θα το περιέγραφα ως πεποίθηση του ποιητή, βεβαιωμένη και επιβεβαιωμένη στην πράξη της ερωτικής ζωής του, ότι η ομοφυλοφιλία, όπως και κάθε άλλη κατάσταση που αποκλίνει από τη συμβατική «νομιμότητα», ορίζει από τη δύναμη των ίδιων των πραγμάτων την έννοια του «καταραμένου». Άλλωστε, η πεποίθηση αυτή όχι μόνο δηλώνεται ρητά, αλλά και με την ακούραστη επανάληψή της σε κάθε ποίημα και σε κάθε συλλογή ποιημάτων του Α. Αγγελάκη, στα τελευταία δέκα δεκαπέντε χρόνια, υπογραμμίζει και υπενθυμίζει στον αναγνώστη ότι ανάμεσα σ’ αυτόν και στον εμπειρικό κόσμο του ποιητή, ανάμεσα στον ασφαλή χώρο μέσα στον οποίο πραγματοποιείται η ανάγνωση του ποιήματος και στον αβέβαιο ή άκρως ανασφαλή κόσμο της νύχτας, υπάρχει μια βαθιά διαχωριστική γραμμή.
Εσείς δεν ξέρετε τι ’ναι να κρατάς ένα
κορμί
για μισή ώρα (πολλές φορές και για ένα
τέταρτο)
νοικιασμένο ή αφημένο στη μοίρα του,
τι βάρος δυσβάσταχτο που έχει,
τι δύσκολα που αντέχεις το φιλί του.
Συμπυκνώνει ολόκληρη την ιστορία του
σ’ αυτό το μισάωρο,
όσους έχασε, όσα μάταια έλπισε,
το δούναι και λαβείν αυτού του κόσμου,
τι κέρδισε (τι κέρδισε;) αναλωνόμενο.
(…) Το άγνωστο κορμί, λοιπόν, είναι πιο
δύσκολο,
καθόλου αδιάφορο, μην ξεγελιέστε,
γιατί δεν έχει πια τι άλλο να χάσει,
αλλά δεν έχει να του πάρουν.
(«Άγνοια», σελ. 48-49)
*Απόσπασμα από κείμενο του εξέχοντος κριτικού λογοτεχνίας, λογοτέχνη και μεταφραστή Αλέξη Ζήρα, που είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό «Γράμματα και Τέχνες» (τεύχος 57, Ιανουάριος-Μάρτιος 1989). Η κριτική ανάλυση του Ζήρα αφορούσε την ποιητική συλλογή του Ανδρέα Αγγελάκη «Τα ποιήματα του δολοφόνου μου» (εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 1986).
Ο ποιητής Ανδρέας Αγγελάκης, που απεβίωσε το 1991, σε ηλικία μόλις 51 ετών, είχε γεννηθεί στον Πειραιά στις 28 Μαρτίου 1940.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις