Κίνα και Ρωσία αναβαθμίζουν τις σχέσεις τους με το Αφγανιστάν
Την ώρα που η Δύση επικεντρώνει στην κατάσταση στην Ουκρανία, η Κίνα και η Ρωσία αναβαθμίζουν τις σχέσεις τους με το Αφγανιστάν
Παρότι μερικά χρόνια πριν δεν θα γινόταν εύκολα πιστευτό, ωστόσο έχουμε φτάσει σε ένα σημείο όπου όχι μόνο το Αφγανιστάν είναι πλέον ξανά υπό τη διακυβέρνηση των Ταλιμπάν, αλλά και αυτό το έχει οδηγήσει μάλλον σε μια συνθήκη σταθερότητας, ύστερα από εσπευσμένη αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από τη χώρα τον περασμένο Αύγουστο.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν πολύ μεγάλα προβλήματα στην περιοχή. Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ εξακολουθούν να διακρατούν ένα σημαντικό μέρος πόρων που κανονικά ανήκουν στην Αφγανική κυβέρνηση έχει επιτείνει την ανθρωπιστική κρίση σε μια χώρα όπου παρά τα τεράστια ποσά που ξοδεύτηκαν μετά το 2001 από τη μεριά της «διεθνούς κοινότητας» εξακολουθεί να υπάρχει ένα πραγματικό έλλειμμα ως προς την παραγωγική συγκρότηση και τις υποδομές. Μέχρι τώρα η έκκληση του ΟΗΕ να βρεθούν 4,44 δισεκατομμύρια δολάρια για να χρηματοδοτηθεί το ανθρωπιστικό πρόγραμμα στο Αφγανιστάν και το οποίο αφορά 24 εκατομμύρια ανθρώπους, δεν έχει βρει ανταπόκριση.
Την ίδια ώρα αποφάσεις των ίδιων των Ταλιμπάν, όπως αυτή που (ξανα)έκλεισε τα σχολεία για μαθήτριες, επανέφεραν τις αντιφάσεις ενός κινήματος που είναι την ώρα που επιδιώκει τη διεθνή αναγνώριση παραμένει εξαιρετικά συντηρητικό σε ζητήματα όπως η εκπαίδευση και ευρύτερα τα δικαιώματα των γυναικών.
Το κενό που άφησε η αποχώρηση των Αμερικανών – και μαζί μεγάλου μέρους του υποτιθέμενου κρατικού και πολιτικού μηχανισμού που είχαν στήσει – διαμόρφωσε ένα υπαρκτό ενδεχόμενο αστάθειας που πρώτα και κύρια ανησυχεί τις γειτονικές χώρες. Ας μην ξεχνάμε ότι το Αφγανιστάν υπήρξε μια χώρα στην οποία βρήκαν καταφύγιο κατά καιρούς διάφορα ένοπλα ισλαμιστικά κινήματα που πραγματοποιούσαν επιθέσεις και σε γειτονικές χώρες, από το Ιράν και το Πακιστάν, μέχρι τις τέως σοβιετικές δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας και την Κίνα. Καθόλου τυχαία μια από τις βασικές δεσμεύσεις που ανέλαβαν οι Ταλιμπάν καταλαμβάνοντας την εξουσία ήταν ότι η χώρα τους δεν θα χρησιμοποιείτο ως εφαλτήριο για επιθέσεις σε άλλες χώρες.
Όμως, η σταθερότητα δεν περνάει μόνο μέσα από τις όποιες δεσμεύσεις των Ταλιμπάν αλλά και από το εάν η χώρα μπορεί να ανασυγκροτηθεί οικονομικά και κοινωνικά, κάτι που με τη σειρά του σημαίνει και οικονομική βοήθεια από το εξωτερικό.
Το κινεζικό ενδιαφέρον για το Αφγανιστάν
Η Κίνα ήταν μια χώρα που από καιρό δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το Αφγανιστάν. Αυτό δεν αφορά μόνο την αποτροπή να λειτουργήσει η χώρα ως εφαλτήριο ένοπλων ισλαμιστικών επιθέσεων – θυμίζουμε εδώ ότι η Κίνα αντιμετωπίζει ουσιαστικά ως επιτηρούμενο πληθυσμό τη μουσουλμανική μειονότητα των Ουιγούρων και θεωρεί ότι απειλείται από ο Ισλαμικό Κίνημα του Ανατολικού Τουρκεστάν –, αλλά και τις οικονομικές εφόσον το Αφγανιστάν είναι δυνητικά ένας κρίσιμος κόμβος ως προς τη στρατηγική «Μία ζώνη – ένας δρόμους».
Καθόλου τυχαία έτσι, στις 24 Μαρτίου επισκέφτηκε την Καμπούλ ο ίδιος ο υπουργός Εξωτερικών της Κίνας, Γουάνγκ Γι ο οποίος συναντήθηκε με τον υπουργό Εξωτερικών της προσωρινής κυβέρνησης των Ταλιμπάν Αμίρ Χαν Μουτακί αλλά και τον πρωθυπουργό Μουλά Αμπντούλ Γκάνι Μπαραντάρ, επίσκεψη που οι ίδιοι οι Ταλιμπάν έσπευσαν να χαρακτηρίσουν ως την πιο υψηλόβαθμη επίσκεψη αξιωματούχου που έχει γίνει μέχρι τώρα στην Καμπούλ.
Μάλιστα, ο Γουάνγκ Γι υπογράμμισε ότι η Κίνα είναι έτοιμη να προσπαθήσει να επεκτείνει τον Οικονομικό Διάδρομο Κίνας – Πακιστάν και προς το Αφγανιστάν και να βοηθήσει το τελευταίο να γίνει μια «γέφυρα για την περιφερειακή συνδεσιμότητα». Σημειώνουμε εδώ ότι η Κίνα έχει επενδύσει περίπου 25 δισεκατομμύρια δολάρια σε διάφορα μεγάλα έργα υποδομών στο Πακιστάν. Επιπλέον, ο Κινέζος ΥΠΕΞ δεν παρέλειψε να υπογραμμίσει την αντίθεση της Κίνας «στην πολιτική πίεση και τις οικονομικές κυρώσεις που έχουν επιβάλει στο Αφγανιστάν χώρες που δεν είναι της περιοχής».
Η Ρωσία οικοδομεί σταδιακά δεσμούς
Όμως, δεσμούς με τη νέα κατάσταση οικοδομεί και η Ρωσία. Και εδώ υπάρχουν ζητήματα ασφάλεια, καθώς η Ρωσία δεν επιθυμεί να λειτουργεί το Αφγανιστάν ως εφαλτήριο για ένοπλες ισλαμικές που θα ήθελαν να δράσουν είτε στο εσωτερικό της Ρωσικής Ομοσπονδίας (ας μην ξεχνάμε το τραύμα της εμπειρίας της Τσετσενίας) είτε στις άλλες χώρες της Κεντρικής Ασίας, την ασφάλεια των οποίων επίσης θέλει να εγγυηθεί η Μόσχα.
Στις 24 Μαρτίου μάλιστα υπήρξε επίσκεψη αντιπροσωπείας της Ρωσίας στην Καμπούλ, παρότι η Ρωσία δεν έχει ακόμη άρει τον χαρακτηρισμό των Ταλιμπάν ως τρομοκρατικής οργάνωσης. Επικεφαλής ήταν ο Ειδικός Αντιπρόσωπος του Ρώσου Προέδρου Ζαμίρ Καμπούλοφ και η συνάντηση έγινε με τον υπουργό Εξωτερικών των Ταλιμπάν Αμίρ Χαν Μουτακί, το γραφείο του οποίου δήλωσε ότι η συνάντηση επικέντρωσε στην ενίσχυση των πολιτικών, οικονομικών , μεταφορικών και περιφερειακών σχέσεων όπως επίσης και στην καταπολέμηση της διακίνησης ναρκωτικών από το Αφγανιστάν. Μάλιστα, ανακοινώθηκε ότι τον περασμένο μήνα έγιναν δεκτά τα διαπιστευτήρια του πρώτου διπλωμάτη που εκπροσωπεί την κυβέρνηση των Ταλιμπάν στη Μόσχα.
Η σημασία της Συνόδου στην Τουνσί
Σε αυτό το φόντο αποκτά ιδιαίτερη σημασία η Τρίτη Σύνοδος Υπουργών Εξωτερικών των γειτονικών χωρών του Αφγανιστάν, την οποία φιλοξένησε η Κίνα στην πόλη Τουνσί, στην ανατολική επαρχία Ανσουί και στην οποία συμμετείχαν υπουργοί ή αντιπρόσωποι από το Πακιστάν, το Ιράν, τη Ρωσία, το Τατζικιστάν, το Τουρκμενιστάν και το Ουζμπεκιστάν, ενώ παράλληλα θα πραγματοποιηθεί και συνάντηση του μηχανισμού διαβούλευσης για το Αφγανιστάν ανάμεσα σε Ρωσία, Κίνα και ΗΠΑ.
Στη συνάντηση έστειλε μήνυμα και ο ίδιος ο Σι Τζινπίνγκ υπογραμμίζοντας ότι «το Αφγανιστάν είναι ένας κοινός γείτονας και εταίρος όλων των χωρών που συμμετέχουν και μαζί σχηματίζουμε μια κοινότητα με ένα κοινό μέλλον που συνδέεται με τα ίδια βουνά και ποτάμια» και τονίζοντας ότι «η Κίνα πάντα σέβεται την κυριαρχία, ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα του Αφγανιστάν και δεσμεύεται να υποστηρίξει την επιδίωξη της ειρήνης, της σταθερότητας και της ανάπτυξης».
Είναι σαφές ότι ο συνδυασμός ανάμεσα στην αποχώρηση των ΗΠΑ από την περιοχή, αλλά και τις ευρύτερες δυναμικές μιας νέας παγκόσμιας «διαίρεσης», που όμως δεν βιώνεται με τον ίδιο τρόπο σε περιοχές όπως η Κεντρική Ασία, διαμορφώνει νέας δυναμικές συνεργασίας που παραπέμπουν πολύ περισσότερο σε μια δυνητική «ευρασιατική ολοκλήρωση» παρά σε μια κλασική «παγκοσμιοποίηση».
Ενδεικτικό και το γεγονός ότι η σύνοδος στην Τουνσί έδωσε και την ευκαιρία για την πρώτη διά ζώσης συνάντηση ανάμεσα στον Γουάνγκ Γι και τον Ρώσο ομόλογό του Σεργκέι Λαβρόφ. Και οι δύο πλευρές αποτίμησαν θετικά τη συνάντηση και ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών υπογράμμισε ότι «δεν υπάρχουν όρια στη συνεργασία της Κίνας και της Ρωσίας, δεν υπάρχουν όρια στην επιδίωξη της ειρήνης και της διατήρησης της ασφάλειας και δεν υπάρχουν όρια στην αντίθεσή μας στον ηγεμονισμό», ενώ τόνισε ότι η Κίνα και η Ρωσία θα συνεχίσουν να κάνουν πράξη μια πραγματικά πολυμερή εξωτερική πολιτική και να προωθούν έναν πολυπολικό κόσμο.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις