Γιάννης Αποστολάκης: Ο κόσμος των στοχασμών
Ζώντας προκάλεσε με τη σφιχτή κριτική του εχθρότητες και πάθη
Ο θάνατος του Γιάννη Μ. Αποστολάκη βυθίζει σε βαρύτατο πένθος την παιδεία μας. Ώριμος πνευματικός άνθρωπος, μόλις περασμένα τα εξήντα, μπορούσε, είχε τη θέληση και την ικανότητα, να δώσει ακόμη πολύ και αξιόλογο έργο. Και το έργο αυτό, στο ποσοστό όπου το παίρνει μαζί του, κανείς σήμερα στην Ελλάδα δεν είνε σε θέση να το προσφέρει. Το πένθος μας λοιπόν είναι πραγματικό, εκφράζει μια απώλεια αναντικατάστατη για πολλά ίσως χρόνια.
Ο Αποστολάκης είχε γεννηθεί στα 1886 στην Καλαμάτα. Σπούδασε στην Αθήνα φιλολογία και ύστερα στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου ειδικά κλασσική φιλολογία και φιλοσοφία. Νομίζω ότι ένα από τα χαρακτηριστικά της πνευματικής του προσωπικότητας το χρωστάει ακριβώς σ’ αυτή την φιλοσοφική κατάρτιση, που τον αρτίωσε σαν φιλόλογο· γιατί αληθινά ο ακέριος φιλόλογος, εκείνος δηλαδή που μπορεί να αναχθεί από τη λεπτομέρεια στα σύνολα, καθώς μπορεί από τις γενικότητες να διακλαδώσει τα καθέκαστα, είνε μόνο εκείνος που έχει εξοικειωθεί με τον φιλοσοφικό στοχασμό, ανεξάρτητα εντελώς από το αν έχει και ποιαν έχει κοσμοθεωρία. Ο Αποστολάκης ζούσε άνετα μέσα στον κόσμο των στοχασμών· η ιδιότητά του αυτή φωτίζει ολόκληρο το έργο του μ’ ένα φως εξαιρετικά σπάνιο στην Ελλάδα. Η φιλολογία κινδυνεύει στον τόπο μας –η καλή εννοώ– να γίνει μια τεχνική. Στην τάση αυτήν αντιδρούσε πάντα ο Αποστολάκης, είτε υποκειμενικά στις μελέτες του, είτε αντικειμενικά στις κριτικές του, και μάλιστα με μια δύναμη, μια πειθώ, ένα πάθος επικίνδυνα από κάποιες πλευρές.
Επικίνδυνα όχι για τον ίδιο. Εκείνος είχε μια τέτοια μαστοριά που, είτε στην ανάλυση είτε και στη σύνθεση, ο στοχασμός του δεν είχε φόβο να πάει να πέσει στα ρηχά μιας παραλείψεως βιβλιογραφικής ή στις ξέρες μιας σφαλερής παραπομπής. Ο κίνδυνος άρχιζε από την ώρα που ένας άλλος φιλόλογος χωρίς τη δύναμή του, χωρίς την αξία του, χωρίς την κατάρτισή του θα επιχειρούσε να χρησιμοποιήσει τη μέθοδό του. Η επιστήμη, φιλολογική ή άλλη, εξελίσσεται και προοδεύει χάρη σε πολλούς μέτριους επιστήμονες και σε λίγους ξεχωριστούς· ο μεθοδολογικός της λοιπόν οπλισμός είνε απαραίτητο να προβλέπεται για τους μέτριους και όχι για τους λίγους εκλεκτούς, που στο κάτω κάτω, όπως το απέδειξε στον τόπο μας ο Αποστολάκης, δεν χρειάζονται τίποτε απ’ αυτά για να δημιουργήσουν έργο στερεό.
Η πρώτη του μεγάλη μελέτη μάς βοηθεί πολύ να γνωρίσουμε τον άνθρωπο και τον συγγραφέα και να κατανοήσουμε σωστά την μεταγενέστερη παραγωγή του. Εννοώ τον «Βίο του Θωμά Καρλάυλ», δημοσιευμένο στα 1915 στο περιοδικό «Κριτική και Ποίηση». Στον Θωμά Καρλάυλ, τον ακέριο, τον σκληρό, τον μοναχικό στοχαστή, ο Αποστολάκης βρήκε μια αδελφή ψυχή, ένα ιδανικό και έναν δάσκαλο. Πολλές φορές, κυττάζοντας την εικόνα του Καρλάυλ, σκέφθηκα ότι ο Αποστολάκης είχε μαζί του και σημαντικές φυσικές ομοιότητες. Η εργασία του επάνω στον «γερμανικώτερο από τους Άγγλους συγγραφείς», καθώς πολύ εύστοχα έχει χαρακτηρισθεί ο Καρλάυλ, έχει έναν τόνο θερμού και αφωσιωμένου θαυμασμού και αποπνέει μια συγκίνηση και μια ανθρώπινη συμπάθεια που μας χρειάζονται για να νιώσουμε καλά το βάθος των άλλων εργασιών του.
Αυτές πρέπει νομίζω να χωρισθούν σε δυο ομάδες: η μία, η βασικά παλαιότερη, είνε ένας έλεγχος της λυρικής ζωής του Νεώτερου Ελληνισμού από τον Σολωμό ως τον Παλαμά και τους ποιητές της πρώτης παλαμικής γενιάς. Απόλυτος στην κρίση του, ο Αποστολάκης παίρνει για μέτρο την μορφή και το έργο του Σολωμού εξιδανικευμένα, καθώς νομίζω περισσότερο από όσο επιτρέπει η φιλολογική και ιστορική κριτική. Μ’ αυτό το χρυσό καλάμι στο χέρι, μετράει όλη την υπόλοιπη λυρική δημιουργία του Νέου Ελληνισμού και απορρίπτει χωρίς δισταγμό ό,τι βγαίνει λειψό. Την απορρίπτει ολόκληρη. Έγραφα και άλλοτε ότι δεν βλέπω έτσι το έργο της λογοτεχνικής κριτικής: πρώτιστο έργο της πιστεύω πως είνε η ανάδειξη της εμορφιάς, καθώς και πρώτιστο έργο του λογοτεχνικού κριτικού πιστεύω πως είνε η ικανότητα να κατανοεί πολλές μορφές του ωραίου. Η μονόπλευρη ενέργεια του Αποστολάκη είνε γόνιμη όπου είνε θετική· κι’ εκεί όμως όπου κρίνει στενά, πάλι είνε γόνιμη ας είνε κι’ άδικη: βλέπει πάντα σωστά και πάντα προσφέρει ύλη αφάνταστα πλούσια στο στοχασμό.
Η άλλη πλευρά της δραστηριότητας του Αποστολάκη αφορά στο δημοτικό τραγούδι. Συγγενής του Νικολάου Πολίτη, δούλεψε αρκετά χρόνια κοντά του στο Λαογραφικό Αρχείο. Ενώ όμως οι άλλοι μαθητές του μεγάλου λαογράφου μοιράστηκαν την κληρονομιά του, ο καθένας από έναν μικρό τομέα του έργου του σοφού δασκάλου, ο Αποστολάκης είνε ο μόνος που ανανέωσε την λαογραφική σπουδή στον τόπο μας και μπόρεσε να της δώσει σε ένταση και σε βάθος κάτι ισότιμο με ό,τι της είχε δώσει σε πλάτος και σε έκταση ο ιδρυτής της. Οι σχετικές μελέτες του, είτε εκείνη που βγήκε σε τόμο με τίτλο «Τα Δημοτικά Τραγούδια», είτε εκείνες που ιδίως τα τελευταία χρόνια δημοσιεύθηκαν χωριστά, κεφάλαιο κεφάλαιο, στον αθηναϊκό περιοδικό τύπο –χωρίς να ξεχνάμε και «Το τραγούδι της Αγιά Σοφιάς»– χαρίζουν νέα περίοδο στην έρευνα του δημοτικού τραγουδιού. Ευτύχημα πρέπει να λογισθεί, μικρή παρηγοριά στην μεγάλη απώλεια, αν αληθεύει ότι άφησε τελειωμένη την εργασία του για την τεχνική του δημοτικού τραγουδιού.
Το έργο του Αποστολάκη δεν περιγράφεται ούτε με ένα άρθρο ούτε μέσα σε μια μελέτη. Ζώντας προκάλεσε με τη σφιχτή κριτική του εχθρότητες και πάθη. Τα σημάδια όμως που αφίνει, φεύγοντας τώρα, μέσα στη νεοελληνική σκέψη είνε τόσο βαθιά, ώστε κάποτε το περίγραμμά τους θα δούμε πως αγκαλιάζει ακέρια την νέα μας παιδεία.
Αυτά έγραφε για την απώλεια του Γιάννη Αποστολάκη ο σπουδαίος Κ. Θ. Δημαράς στο φύλλο της εφημερίδας «Το Βήμα» που είχε κυκλοφορήσει στις 11 Απριλίου 1947.
Ο φιλόλογος, κριτικός λογοτεχνίας και πανεπιστημιακός δάσκαλος Αποστολάκης είχε αποβιώσει στην Αθήνα λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 3 Απριλίου, σε ηλικία μόλις 61 ετών.
Τον εκλιπόντα είχε μνημονεύσει και το περιοδικό «Νέα Εστία», στο τεύχος υπ’ αριθμόν 475, που είχε κυκλοφορήσει την ίδια περίοδο, και πιο συγκεκριμένα στις 15 Απριλίου:
«Πέθανε στις 3 Απριλίου και κηδεύτηκε, μέσα στα μεγάλα γεγονότα των ημερών αυτών, χωρίς σχεδόν να νεκρολογηθεί στα δισέλιδα φύλλα των εφημερίδων. Ωστόσο, η οφειλή στον Γιάννη Αποστολάκη μένει, και οι σελίδες αυτές τουλάχιστον δε θα παραλείψουν να κάμουν το χρέος τους.
Ο Γιάννης Αποστολάκης στάθηκε μια από τις ισχυρότερες μονάδες των Ελληνικών Γραμμάτων τα τελευταία τριάντα χρόνια».
Αξιοσημείωτο είναι ότι το 1926, όταν άρχισε να λειτουργεί το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ο Αποστολάκης, αυτό το άκρως αμφιλεγόμενο πρόσωπο, εξελέγη πρώτος καθηγητής στην έδρα της Νεοελληνικής Φιλολογίας, στη Φιλοσοφική Σχολή, γεγονός που σηματοδότησε την ουσιαστική αναγνώριση της νεοελληνικής λογοτεχνίας ως αυτόνομου αντικειμένου σπουδών.
- Επίσημη πρεμιέρα για την παράσταση «Είμαι η γυναίκα μου» με τον Αντώνη Λουδάρο στο Μεταξουργείο
- Συστάσεις για προστασία από τα αιωρούμενα σωματίδια στα Ιωάννινα
- Θεσσαλονίκη: Θύμα bullying έπεσε μαθητής από την Πάτρα – Του έδωσαν ποτό με ούρα και τον χτύπησαν
- Το ChatGPT λύνει τώρα απορίες και μέσω τηλεφώνου
- Euroleague: Για το 2/2 στη «διαβολοβδομάδα» ο Παναθηναϊκός
- Κρήτη: «Άφησαν ελεύθερη στους δρόμους κινητή βόμβα» – Απαρηγόρητοι οι γονείς της 36χρονης