Αγνοια, αφέλεια, φόβος – ή αδιαφορία;
Oι απλοί, καθημερινοί Ρώσοι μπορεί να αδυνατούν να κάνουν κάτι σήμερα για να σταματήσουν τα εγκλήματα στην Ουκρανία, γράφει στο Project Syndicate ο Αριεχ Νάιερ, επίτιμος πρόεδρος των Open Society Foundations και ιδρυτικό στέλεχος του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το 1978
Ογδόντα τρία τοις εκατό (83%): σε αυτό το ιλιγγιώδες ποσοστό έφτασε αυτή την εβδομάδα η υποστήριξη των Ρώσων προς τον πρόεδρο Πούτιν, έναντι 69% τον Ιανουάριο και 71% τον Φεβρουάριο. Και οι μετρήσεις αυτές έγιναν από το ανεξάρτητο ινστιτούτο Levada, όχι από κάποιες υπηρεσίες του Κρεμλίνου. Αυξημένη εμφανίζεται επίσης η δημοτικότητα του πρωθυπουργού, του υπουργού Αμυνας και της κυβέρνησης συνολικά, ενώ το 69% των Ρώσων δηλώνει ότι η χώρα κινείται στη σωστή κατεύθυνση (έναντι 52% τον προηγούμενο μήνα).
Σημαίνουν άραγε κάτι αυτά τα ποσοστά σε μια χώρα που κυβερνάται στην πραγματικότητα με δικτατορικό τρόπο, χωρίς αντιπολίτευση και ελεύθερα μέσα ενημέρωσης; Μπορεί ακόμη και να σκεφτεί ελεύθερα ο πολίτης μιας χώρας που το καθεστώς της σημαδεύει με ένα Ζ τα σπίτια των διαφωνούντων, όπως το ναζιστικό καθεστώς σημάδευε με ένα κίτρινο αστέρι τα σπίτια των Εβραίων;
Υπάρχουν δύο εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη, οι Ρώσοι δεν ξέρουν τι συμβαίνει. Στο κάτω-κάτω δεν τους ρωτάνε αν συμφωνούν με έναν πόλεμο που ισοπεδώνει μια χώρα και μακελεύει χιλιάδες ανθρώπους (προκαλώντας μοιραία τον θάνατο και πολλών συμπατριωτών τους), αλλά αν εγκρίνουν μια επιχείρηση απαλλαγής του γείτονά τους από τους Ναζί – και ποιος δεν θα ενέκρινε κάτι τέτοιο; Ακόμη κι αν ξέρουν, όμως, φοβούνται να εκδηλωθούν. Σε πολλές δημοσκοπήσεις, για παράδειγμα, κάποιοι λένε «απαγορεύεται από τον νόμο να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση» ή «θα συμφωνήσω μαζί σας ότι πρόκειται για ειδική επιχείρηση, αλλιώς θα πάω φυλακή».
Οι έρευνες δεν δείχνουν αυτό που σκέπτονται οι άνθρωποι, αλλά αυτό που είναι διατεθειμένοι να πουν, επισημαίνει στο περιοδικό New Yorker ο Ντένις Βολκόφ, διευθυντής του Levada Center, του πρώτου ανεξάρτητου ινστιτούτου δημοσκοπήσεων και ερευνών της χώρας. Σε μια πρόσφατη έρευνα όπου επρόκειτο να συμμετάσχουν 31.000 άνθρωποι, οι 29.400 έκλεισαν τη συζήτηση μόλις έμαθαν το θέμα. Και αυτή η στάση δεν παρατηρείται μόνο τώρα με τον πόλεμο, χρονολογείται από τη σοβιετική εποχή.
Η εκδοχή αυτή, ένα μίγμα δηλαδή άγνοιας, αφέλειας και φόβου, δικαιολογεί την άποψη όσων θεωρούν άδικο να επιβάλλονται αυστηρές κυρώσεις από τη Δύση στη Ρωσία, καθώς οι κυρώσεις αυτές δεν τιμωρούν αυτούς που λαμβάνουν τις αποφάσεις, αλλά τον απλό πληθυσμό, ανθρώπους που δεν ευθύνονται γι’αυτόν τον πόλεμο. Υπάρχει όμως και μια άλλη εκδοχή: ότι οι περισσότεροι ρώσοι πολίτες απλώς αδιαφορούν. Η δεν θέλουν να έρθουν αντιμέτωποι με την αλήθεια, όπως η κυρία που αρνείται να δει BBC. «Ο κόσμος έχει συνηθίσει να μη χώνει τη μύτη του στην πολιτική, όχι μόνο επειδή είναι επικίνδυνο, αλλά επειδή είναι βλακώδες – μόνο ένας ανόητος θα έκανε κάτι τέτοιο», λέει στον New Yorker ο κοινωνιολόγος και φιλόσοφος Γκρεγκ Γιούντιν. «Οι άνθρωποι προσπαθούν να προστατεύσουν τον κόσμο τους, αυτόν τον προσωπικό χώρο που δημιούργησαν με κόπους και δυσκολίες, και τώρα είναι αποφασισμένοι να τον υπερασπιστούν. Τους έχουν πει άλλωστε πολλές φορές ότι οποιαδήποτε μορφή συλλογικής δράσης μπορεί να κάνει όλα όσα έχουν χτίσει να γκρεμιστούν».
Κι έτσι, προσθέτει ο Γιούντιν, η μεγάλη πλειοψηφία των Ρώσων δεν αισθάνεται καμιά πολιτική ευθύνη. «Το κράτος μπορεί να κάνει οτιδήποτε και ο κόσμος δεν θεωρεί ότι έχει να κάνει με την καθημερινότητά τους».
Αν ισχύει αυτή η δεύτερη εκδοχή, τότε οι Ρώσοι φέρουν συλλογική πολιτική ευθύνη για τον εγκληματικό πόλεμο του προέδρου τους, καθώς τα τελευταία 22 χρόνια τον έχουν αφήσει να εδραιώσει μια απόλυτη εξουσία. Μπορεί να μην τους αρέσει που εκατομμύρια Ουκρανοί φεύγουν από τα σπίτια τους, στο κάτω-κάτω η επίσημη προπαγάνδα τούς έλεγε πάντα ότι οι άνθρωποι αυτοί είναι αδέλφια τους. Μπορεί να σφίγγεται η καρδιά τους που βλέπουν την Ουκρανία να ισοπεδώνεται, στο κάτω-κάτω άκουγαν πάντα ότι αυτή η χώρα δεν είναι ανεξάρτητη, ότι είναι μέρος της δικής τους χώρας. Ομως η αδιαφορία τους, η απάθειά τους, η ανοχή τους, είναι τα στοιχεία εκείνα που επέτρεψαν αυτές τις ακρότητες.
Oι απλοί, καθημερινοί Ρώσοι μπορεί να αδυνατούν να κάνουν κάτι σήμερα για να σταματήσουν τα εγκλήματα στην Ουκρανία, γράφει στο Project Syndicate ο Αριεχ Νάιερ, επίτιμος πρόεδρος των Open Society Foundations και ιδρυτικό στέλεχος του Παρατηρητηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το 1978. Μπορούσαν να δραστηριοποιηθούν όμως τις δύο τελευταίες δεκαετίες. Οσοι το έκαναν – όπως η Νατάλια Εστεμίροβα, η Ανα Πολιτκόφσκαγια, ο Μπόρις Νεμτσόφ ή ο Αλεξέι Ναβάλνι – είτε δολοφονήθηκαν είτε βγήκαν με άλλους τρόπους από τη μέση. Αλλά ήταν η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα. Μια μεγαλύτερη εκδήλωση διαφωνίας μπορεί να είχε περιορίσει την παραμονή του Πούτιν στην εξουσία ή να τον είχε δυσκολέψει να ξεκινήσει μονομερώς έναν πόλεμο. Οι Ρώσοι λοιπόν που υποφέρουν σήμερα από τις δυτικές κυρώσεις δεν έχουν να κατηγορήσουν παρά τον εαυτό τους.
Οι Ρώσοι ξέρουν
Γεννημένος στη ναζιστική Γερμανία, έγινε πρόσφυγας σε νεαρή ηλικία. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους ειδικούς για τα ανθρώπινα δικαιώματα στον κόσμο, έχει πραγματοποιήσει έρευνες σε τουλάχιστον 40 χώρες, έχει διδάξει σε πολλά πανεπιστήμια και έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη συγκρότηση του διεθνούς δικαστηρίου για τα εγκλήματα πολέμου και τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Οι Ρώσοι δεν μπορούν να ανοίξουν τους δέκτες τους και να δουν γκρεμισμένα σπίτια στην Ουκρανία, πτώματα στους δρόμους και τρένα γεμάτα πρόσφυγες, γράφει στο Project Syndicate. Ξέρουν όμως ότι γίνεται πόλεμος, έστω και μόνο λόγω των οικονομικών κυρώσεων που τους έχουν επιβληθεί. Κάποιοι ελάχιστοι βγαίνουν στους δρόμους ή υπογράφουν κείμενα κατά της εισβολής. Οι περισσότεροι όμως συναινούν δια της σιωπής τους. Και αυτό δεν τους καθιστά λιγότερο ένοχους.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις