Ρωσία: «Κατά το εικός» των ιθυνόντων
Γιατί οι Ρώσοι δεν κατάφεραν να προκόψουν, να προοδεύσουν και να ευημερήσουν ανάλογα με τις αρετές τους και τα έμφυτα χαρίσματά τους;
- Economist: Οι εργαζόμενοι αγαπούν τον Τραμπ, τα συνδικάτα πρέπει να τον φοβούνται
- Αρκάς: Η καλημέρα της Κυριακής έχει γεύση από κουραμπιέδες
- Ανοιχτά τα μαγαζιά σήμερα - Κορυφώνεται η κίνηση, τι να προσέχουμε όταν αγοράζουμε παιχνίδια και τρόφιμα
- Τα ζώδια σήμερα: Γλύκανε μωρέ λίγο, μην είσαι σαν κακό χρόνο να'χεις
[…] Από τη Ρωσία τι αποκομίζω σαν έναρξη νοσταλγίας τώρα που η μετάλλινη πόρτα του αεριωθούμενου κλείστηκε πίσω μου, σφραγίστηκε, τώρα που χάθηκε από τα μάτια μου το αεροδρόμιο της Μόσχας με την ψιλή βροχή του, τώρα που το TU χυμάει μανιασμένο, σφυρίζοντας, να τρυπήσει τα σύννεφα, ν’ ανέβει ψηλά, στην ανέσπερη λιακάδα, για να με φέρει πίσω στο σύνορό μου;
[…]
Τώρα λοιπόν που αρχίζουν να ξετυλίγωνται κάτωθέ μας παλινδρομικά οι χώρες που δρασκελίσαμε ερχόμενοι, τώρα που οι επικράτειες, έτσι επίπεδες, ανυπεράσπιστες που τις βλέπεις από το αεροπλάνο, γίνονται απλά χωράφια δίχως φυσικά σύνορα, αδικαιολόγητα ωχυρωμένα το ένα κατά του άλλου, τώρα εκείνο που αναθρώσκει μέσα μας σαν κυριώτερο απόκτημα του ταξιδιού αυτού στη Ρωσία είναι η γνωριμία μας με τον ανθρώπινο παράγοντα. Το ζεστό αποτύπωμα που μας άφησε ο Ρώσος.
Καλός λαός, με την καρδιά στο χέρι! Ταξιδέψαμε κι’ άλλοτε, σε διάφορες κατευθύνσεις, και είδαμε πόσο επιφυλακτικός, μακρινός, είναι συχνά ο ξένος, πόσο αδιάφορος ή συμβατικά, αφιλόξενα ευγενικός. Ο Ρώσος αγαπάει τον άνθρωπο, έχει μιαν έμφυτη δίψα να τον καταλάβει, να του παρασταθεί. Δεν απορώ που έβγαλε τέτοιους συγγραφείς, τους πιο ανθρώπινους, τους πιο πονετικούς του κόσμου. Η ψυχή του συνδυάζει με τρόπο απροσδόκητο δυο ιδιότητες φαινομενικά αντινομικές· την απλότητα και το βάθος. […] Στο αεροπλάνο που με πηγαίνει από τις Βρυξέλλες στο Παρίσι, βρίσκω σε μια βελγική εφημερίδα της δεξιάς μιαν ανταπόκριση από τη Ρωσία. Ο ανταποκριτής γράφει: «Ο Ρώσος είναι ασυναγώνιστος σε ό,τι αφορά τη φιλοξενία. Όσο φτωχός και νάναι, ανοίγει το σπίτι του». Κι’ αναθυμάμαι το ωραιότερο γεύμα που μου έγινε στη Μόσχα: ένα βράδι που με κάλεσαν ξαφνικά, έτσι στο δρόμο, δίχως προετοιμασία, να «πάρουμε μαζί το τσάι». Το σπιτάκι ήταν λιλιπούτειο, φτωχικό, μια κουζίνα κοινή κι’ ένα δωμάτιο: το μισό πιασμένο από τον καναπέ-κρεββάτι, το υπόλοιπο από μια βιβλιοθήκη φορτωμένη, που συνεχιζόταν και στο πάτωμα. Γραφική, εγκάρδια, καλλιτεχνική ακαταστασία βασίλευε εκεί μέσα. Φάγαμε έξη άνθρωποι, καθισμένοι, οπουδήποτε, πάνω σ’ ένα τραπέζι που είταν μαζί και γραφείο, το κεφάτο φαγητό που είχαν μαγειρέψει γελώντας, στα πεταχτά, οι γυναίκες του σπιτιού, ενώ εμείς κουβεντιάζαμε. Τι να τα κάνω τα επίσημα γεύματα και τις προπόσεις; Δεν έλειψαν κι’ αυτά. Την ανθρωπιά όμως τη ζεστή, την ασύγκριτη, την πηγαία, εκείνης της βραδιάς, δεν θα μου τη σβήσει καμμιά παράτα.
[…]
Αν δεν είταν τόσο αισθητά γύρω τα σημάδια του πολέμου, όχι στα άψυχα, στα έμψυχα, θα μπορούσα ίσως να θεωρήσω «σύνθημα» την αντιπολεμική έγνοια των Ρώσων, του κάθε Ρώσου. Αλλά σε κάθε βήμα, στις πιο απροσδόκητες στιγμές, θα συναντήσετε περιφερόμενες τραγωδίες. Ο σύνεδρος, λόγου χάρη, αυτός, που περιμένει μαζί σας στο ξενοδοχείο τον ανελκυστήρα ν’ ανέβει στο δωμάτιό του, γιατί δεν είναι μοσχοβίτης αλλά λενινγκραντινός, ο σύνεδρος λοιπόν αυτός, ένας ποιητής, σας κάνει περίεργη εντύπωση με το πυρρό χρώμα του, τ’ αλλόκοτα χαρακτηριστικά του. Παύετε ν’ απορείτε όταν μάθετε πως έπιασε ολάκερος φωτιά μέσα σ’ ένα άρμα μάχης που χτυπήθηκε από τον εχθρό, κυλιότανε στο χορτάρι για να σβήσει, ώρα, και σώθηκε σαν από θαύμα, με χειρουργικές, πλαστικές, επεμβάσεις αλλεπάλληλες. Παύετε ν’ απορείτε: Ανατριχιάζετε. Το αποτέλεσμα όμως είναι ότι με οποιονδήποτε κουβεντιάσετε, για οποιοδήποτε θέμα, καλλιτεχνικό ή άλλο, θα σας φέρει το λόγο στην ειρήνη. Του έχει γίνει ψύχωση. Σας βλέπει ξένον, ξεκινημένον από άλλην όχθη, και νιώθει την ανάγκη να σας εκφράσει την αγωνία του, να σας κάνει, ασύνειδα, κοινωνό του καϋμού του.
Λαός εξαίρετος, πολιτικό σύστημα που τον διαθέτει «κατά το εικός» των ιθυνόντων. Σε σύγκριση με το τσαρικό καθεστώς, πρέπει να θεωρηθεί πρόοδος. Επιτρέπει τα στοιχεία της ζωής σε πολύ μεγάλο αριθμό προσώπων, αίρει τις προσβλητικές ανισότητες, εκπαιδεύει και προσφέρει ευκαιρίες. Μια έντονη φιλοπατρία, σφυρηλατημένη ιδιαίτερα στον πόλεμο, διαπνέει το Ρώσο, τον ανθρώπινο αυτόν τύπο που συνδέθηκε πάντα τόσο μυστικιστικά με τη γη του ώστε να την υψώσει σε θρησκεία. Η «αγία Ρωσία» έλεγαν κάποτε. Τώρα δεν το λένε, μα το πιστεύουν. Όταν τους μιλάτε για την τέχνη τους, για τους συγγραφείς τους, όταν ιδούν πως τους ξέρετε, συγκινούνται τόσο που δεν ξέρουν τι να κάνουν, γίνονται σαν παιδιά. Και δεν είναι σωβινισμός αυτό: είναι επιμέτρηση της ευαισθησίας σας να κατανοείτε τους άλλους, τον διπλανό σας. Για το Ρώσο η εθνική λογοτεχνία του δεν είναι «φιλολογία», στόλισμα, διάκοσμος, σνομπικό εξάρτημα, άνθος στη μπουτονιέρα. Είναι αυθεντική έκφραση της ανθρωπιάς. Θρησκεία ψυχής. Γι’ αυτό και ο πνευματικός άνθρωπος απασχολεί το λαό, ενδιαφέρει όχι σαν πρόσωπο της ημέρας αλλά σαν φορέας κάποιας ειδικής εντολής. Θυμάμαι, πάνω σ’ αυτό, μια στιγμή στη Γιάσναγια – Παλιάνα: Προς το τέλος της περιοδείας μας στο κτήμα δυνάμωσε πολύ η βροχή. Πλήθος οι επισκέπτες, στεκόμασταν κάτω από το γείσωμα του σπιτιού, να μην απομουσκέψουμε. Δίπλα ήταν η περίφημη βεράντα, εκεί όπου η οικογένεια Τολστόι, σαν ήταν ο καιρός καλός, περνούσε τα δειλινά της. Την άνοιξαν να περάσουμε οι ξένοι μόνο, μας εξήγησαν όμως ότι αυτά εκεί τα ψάθινα έπιπλα, στην άκρη, τα αποκλεισμένα μ’ ένα σκοινί, δεν κάνει να χρησιμοποιηθούν γιατί είναι ιστορικά, της οικογένειας. Φυσικά! Σταθήκαμε όρθιοι — τίποτα απλούστερο.
Σε κάποια στιγμή, μια ακριτομύθεια της διερμηνέως κάνει γνωστό πως ανάμεσα στους ξένους είναι κι’ ένας συγγραφέας. Η λέξη έτρεξε από στόμα σε στόμα, ηλεκτρικός σπινθήρας. «Ρομανίστ». Και μονομιάς, από σημείο άγνωστο, εμφανίζεται, προσκομίζεται πανηγυρικά μια πολυθρόνα, ο ξένος τοποθετείται σ’ αυτήν, και γύρω στη βεράντα, στο καγκέλωμα, αραδιάζονται νέα παιδιά και κοπέλλες από τα περίχωρα, να τον κοιτάζουν με κάτι απροσδιόριστο, κάτι ανάμεσα σε τρυφερότητα κι’ ευλάβεια. Δεν ξέρουν αν αξίζει τον κόπο ή αν δεν αξίζει, αν είναι καλός, μέτριος ή ασήμαντος. Ξέρουν μονάχα πως ασκεί κι’ αυτός κάποιο λειτούργημα που το τίμησαν, το δόξασαν, το εξαγίασαν, οι δικοί τους, οι μεγάλοι συγγραφείς.
Το κάθε τι στον κόσμο τούτο δικαιώνεται όχι μόνον από την ικανότητα αλλά κι’ από τη συνείδηση. Οι Ρώσοι συγγραφείς, προτού υπάρξουν μεγάλοι, στάθηκαν θρησκευτικές συνειδήσεις: δονήθηκαν για τη μοίρα του ανθρώπου, πίστεψαν στην ιερότητά του, μαρτύρησαν γι’ αυτόν, αφιερώθηκαν με πάθος στην αποστολή τους, όχι στη ματαιοδοξία τους. Συγγραφείς – ιερείς. Γι’ αυτό είναι που τιμώνται σήμερα από έναν ολόκληρο λαό και αναγνωρίζονται από κείνον σαν ανώτατοι εντολοδόχοι του και σαν προφήτες.
Τερζάκης και σήμερα, όπως και χθες.
Τερζάκης από «Το Βήμα» και πάλι, για τη Ρωσία και τους Ρώσους και πάλι.
Όσα διαβάσατε παραπάνω είναι αποσπάσματα από το τελευταίο μιας σειράς άρθρων του Άγγελου Τερζάκη αναφορικά με τη Ρωσία. Είχε δημοσιευτεί στο φύλλο που είχε κυκλοφορήσει την Κυριακή 14 Ιουνίου 1959, και αποτελούσε κατ’ ουσίαν την κατακλείδα όσων είχε αποκομίσει ο σπουδαίος αυτός συγγραφέας και ακαδημαϊκός από μια ολιγοήμερη επίσκεψή του στη Μόσχα την εποχή εκείνη.
Τον ανθρώπινο παράγοντα προτάσσει όπως βλέπετε η εξέχουσα αυτή προσωπικότητα της Γενιάς του ’30, που μας προσφέρει μια πολύ ενδιαφέρουσα ακτινογραφία της ρωσικής κοινωνίας των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών χωρίς —προς τιμήν της— να φορά ιδεολογικές παρωπίδες.
Ο ρωσικός είναι ένας καλός λαός, τονίζει ο Τερζάκης.
Ο Ρώσος είναι άνθρωπος με συνείδηση, άνθρωπος απλός αλλά και με ψυχικό βάθος.
Νοιάζεται εκ φύσεως για τον πλησίον του, τον καταλαβαίνει, του παραστέκεται στις δυσκολίες.
Είναι φιλόξενος στον υπέρτατο βαθμό, είναι υπέρμαχος της ειρήνης, καθώς έχει νιώσει στο πετσί του τη φρίκη του πολέμου.
Τιμά ειλικρινώς την εθνική λογοτεχνία, τους μεγάλους συγγραφείς της πατρίδας του, όχι ως διακοσμητικά στοιχεία, αλλά ως αυθεντικούς, απαράμιλλους εκφραστές της ανθρωπιάς, της ανθρώπινης ψυχής.
Και τότε, θα αναρωτηθεί εύλογα κανείς, γιατί ένας λαός με αυτά τα χαρακτηριστικά γνώρισε πολλές και μεγάλες δοκιμασίες στο διάβα του χρόνου;
Γιατί οι Ρώσοι δεν κατάφεραν να προκόψουν, να προοδεύσουν και να ευημερήσουν ανάλογα με τις αρετές τους και τα έμφυτα χαρίσματά τους;
Γιατί —για να έρθουμε και στο σήμερα— διεξάγουν έναν πόλεμο κατακτητικό, ανήθικο και απάνθρωπο, εντελώς ασυμβίβαστο με την καλή ψυχή των Ρώσων στην οποία αναφέρεται εμφατικά ο Τερζάκης;
Η απάντηση βρίσκεται κατά την άποψή μου σε μία πρόταση από το κείμενο του Τερζάκη:
Λαός εξαίρετος, πολιτικό σύστημα που τον διαθέτει «κατά το εικός» των ιθυνόντων.
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις