Οι φωτογραφίες

Παράλογη μελαγχολία με ξεσήκωσε

προχτές που έψαχνα

παλιά χαρτιά του Κόμματος

και κίτρινες φωτογραφίες·

μια σύμπτωση με βύθισε

και αναστατώθηκα

μέσα στις κίτρινες φωτογραφίες·

έβλεπα πόσα χρόνια έλαβαν σχήματα:

από το μέτωπό μου που αυλάκωνε,

από τα μάτια μου που βάθαιναν,

από τα χέρια μου που γίνονταν

όλο και πιο δισταχτικά.


Θέλησα να ξεφύγω στα τοπία:

να ξαναπλανηθώ στο θόρυβο της θάλασσας,

πάλι να αιχμαλωτισθώ

μες στις πυκνές ομολογίες της θάλασσας,

μέσα στις νύκτιες υπόκωφες σιωπές της·

θέλησα να ξεφύγω στις διαδηλώσεις,

στις κόκκινες σημαίες, στα ιδεώδη λάβαρα:

συνθήματα με ώριμες διεκδικήσεις,

χέρια υψωμένα και άνθρωποι,

που ήξεραν άπταιστα πώς να δοθούν,

σα να ζητούσαν να δοθούν στο θάνατο.

Θέλησα να ξεφύγω, μα με κρατούσαν,

όχι το μέτωπό μου που αυλάκωνε,

όχι τα μάτια μου που βάθαιναν,

όχι τα χέρια μου που έδειχναν στα φανερά

πως δύσκολα πια σήμερα αποφασίζουν·

με κρατούσαν τα ερειπωμένα ενδύματα,

μέσα σε τόσα χρόνια, όλο τα ίδια ενδύματα:

έβλεπα το σακάκι μου στην έσχατη υποδούλωση,

τους άγκωνες, τα δυσαρεστημένα πέτα,

το παντελόνι μου άχαρο, γονατισμένο —

άρχισα, δυνατά, να σκέφτομαι τη φτώχεια,

τη φτώχεια τη βαθειά, που δε διαμαρτύρεται.


Μα πιο πολύ απ’ όλα, άρχισα να σκέφτομαι

τα υψηλά μου ιδανικά,

τα ίδια πάντα ιδανικά, μέσα σε τόσα χρόνια·

να σκέφτομαι πώς φτώχηναν, πώς φύραναν,

πώς κύρτωσαν τραυματισμένα απ’ τη φθορά

σαν τα ερειπωμένα ενδύματα·

ύστερα, βέβαια, σκέφτηκα και άλλα,

πολλά ακόμη άλλα, ηρωικά και πένθιμα,

μες απ’ τις κίτρινες φωτογραφίες,

που δεν το παραδέχομαι να τα ομολογήσω·

όχι, δε θα παραδεχτώ ποτέ

να τα ομολογήσω.

*Ποίημα του Δημήτρη Δούκαρη, που είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Διαγώνιος (τεύχος 1, Ιανουάριος-Απρίλιος 1972, σελ. 44-45, πηγή: greek-language.gr).


Ο ποιητής και συγγραφέας Δημήτρης Δούκαρης έφυγε από τη ζωή συνεπεία καρδιακής προσβολής τη νύχτα της Δευτέρας 5 Απριλίου 1982, σε ηλικία μόλις 57 ετών.

Είχε γεννηθεί στην Αθήνα το 1925 από γονείς μικρασιατικής καταγωγής, πρόσφυγες μετά την Καταστροφή.

Σπούδασε στη Νομική της Αθήνας (πολιτικές και οικονομικές επιστήμες) και έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του ΕΑΜ.

Από το 1947 έως το 1950 εξορίστηκε στην Ικαρία και στη Μακρόνησο.

Μόλις απολύθηκε, τύπωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του, τις «Προσευχές».

Την εποχή της δίκης του Νίκου Πλουμπίδη ο Δούκαρης διαχώρισε με θάρρος τη θέση του από την επίσημη γραμμή του ΚΚΕ (ως γνωστόν, το κομματικό κατεστημένο, υπό την καθοδήγηση του Ζαχαριάδη, είχε χαρακτηρίσει τον Πλουμπίδη προδότη και χαφιέ) και αφιέρωσε στον μετέπειτα καταδικασθέντα και εκτελεσθέντα Πλουμπίδη ένα από τα ποιήματά του.

Αργότερα, με ένα άλλο ποίημά του, καταδίκασε τη ρωσική εισβολή στην Ουγγαρία και ακολούθως αποστασιοποιήθηκε από το χώρο της πολιτικής.

Στα κατοπινά χρόνια τύπωσε ικανό αριθμό ποιητικών συλλογών (μεταξύ αυτών, ο «Καθολικός Μεσάζων», το 1955) και δοκιμίων, ζώντας ένα μεγάλο διάστημα και στο εξωτερικό.

Από το 1975 έως το θάνατό του πάσχισε, ως εκδότης και διευθυντής, για την επιτυχία του μηνιαίου περιοδικού πνευματικού προβληματισμού «Τομές».

Ιδιόρρυθμος άνθρωπος και ιδιότυπος ποιητής, ο Δούκαρης ήταν, όπως γράφτηκε εύστοχα στην εφημερίδα «Τα Νέα» της 7ης Απριλίου 1982, ένας φανατικός των Γραμμάτων, ένας βασανιζόμενος των Ιδεών.

Στην τελευταία ποιητική συλλογή του Δούκαρη (1980), τα «Ποιήματα του σώματος», υπήρχε και η ακόλουθη «προφητεία» αναφορικά με το τέλος του:


Σώμα μου ερημικό:

δώσε μου έναν καλύτερο θάνατο·

όχι εκείνον τον μακρόσυρτο

του μαρτυρίου,

όχι με ξύδι

επάνω στο σταυρό·

έναν θάνατο ξαφνικό,

σώμα μου,

έναν θάνατο ερημικό

και γρήγορο

σαν τη ζωή,

σαν το φως

που γέρνει απότομα

και χάνεται απόμακρα

στον Ισημερινό·

σώμα μου ερημικό:

δώσε μου έναν καλύτερο θάνατο,

έναν θάνατο διαφορετικό.