Στην πυρά!!!
Η ελευθερία του πάσης φύσεως λόγου είναι ένα από τα λίγα όπλα που έχουν απομείνει στη δημοκρατία των καιρών μας, η οποία είναι η δημοκρατία της πολιτικής ορθότητας, δηλαδή μια άλλη μορφή δικτατορίας
- Οι πρώτες συναντήσεις της συζύγου του αστυνομικού της Βουλής με τις τρεις κόρες της - Τι της είπαν
- Μηχανική βλάβη σε πλοίο με 115 επιβάτες - Επέστρεψε στον Πειραιά
- Στο στόχαστρο της αστυνομίας τρία άτομα που χειροκροτούσαν τον μακελάρη στο Μαγδεμβούργο
- Αμερικανικό μαχητικό καταρρίφθηκε κατά λάθος από αμερικανικό καταδρομικό
Πριν από λίγο καιρό, η Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου διέγραψε τον συνάδελφο δημοσιογράφο και κριτικό κινηματογράφου κ. Δημήτρη Δανίκα από μέλος της. Την αφορμή έδωσε το δημοσίευμα «Ο αρβυλόμαγκας και το αλαλούμ» («Πρώτο Θέμα», 24/12/2021) σχετικά με την υπόθεση του Στάθη Παναγιωτόπουλου.
Στο σκεπτικό της σχετικής απόφασης, που πάρθηκε από την Επιτροπή Δεοντολογίας της ΕΑΚ, γίνεται αναφορά στο ζήτημα της ελευθερίας του λόγου. Η ΕΑΚ κάνει χρήση του καταστατικού της, στο οποίο επισημαίνεται ότι «όταν ο λόγος κρίνεται συκοφαντικός, προσβλητικός, επικίνδυνος, αν ακολουθεί τη ρητορική του μίσους, αυτό πλήττει την αξιοπρέπεια, το κύρος, την κοινή ασφάλεια και τότε τα όρια είναι απαραίτητα».
Ας σταθούμε για λίγο στην αναφορά της αναγκαιότητας των «ορίων» που υπάρχει στην ανακοίνωση. Πώς πρέπει να αναγνωστεί, αναρωτιέται κανείς, η απόφαση της ΕΑΚ «να θέσει όρια»;
Ως μια πρωτοβουλία αναβάθμισης του ήδη υπάρχοντος θεσμικού ρόλου της;
Ως μια εγκαινίαση μήπως ενός επιπρόσθετου θεσμικού ρόλου της ΕΑΚ, ή ως μια διεύρυνση των αρμοδιοτήτων της σε διαφορετικά πεδία εντελώς άσχετα με αυτήν; Στην υπόθεση του εν λόγω κειμένου, η Ενωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, που σύμφωνα με το καταστατικό της έχει το δικό της Πειθαρχικό Συμβούλιο και την αρμοδιότητα τιμωρίας δημοσιογράφων για τα γραφόμενά τους, δεν είδα να παίρνει θέση.
Επίσης, η απόφαση της ΕΑΚ πάρθηκε για ένα δημοσίευμα του οποίου το θέμα ουδεμία σχέση έχει με το αντικείμενό της, την τέχνη του κινηματογράφου. Αυτό που ενόχλησε κάποιους στον οργανισμό δεν είναι καν το περιεχόμενο του κειμένου αλλά το ύφος που ο συντάκτης χρησιμοποίησε. Η προκλητική επιλογή λέξεων και εκφράσεων.
Η «τιμωρία» κάποιου – επειδή έχει ένα ύφος που δεν ταιριάζει σε κάποιους άλλους – αυτομάτως ακυρώνει εκείνους που την αποφάσισαν, ακόμα και αν η πλειοψηφία είναι με το μέρος της, «εν είδει όχλου» που αναζητεί εύκολο στόχο. Γι’ αυτό και η απόφαση διαγραφής του συναδέλφου ώθησε τον υπογράφοντα αυτού του κειμένου σε παραίτηση από την Ακαδημία, στην οποία, όπως και ο πρώτος, υπήρξε μέλος από τη χρονιά ίδρυσής της.
Αν και όπως ήταν αναμενόμενο η παραίτησή μου αναγνώστηκε με διάφορους τρόπους, οφείλω για τυπικούς λόγους να ξεκαθαρίσω ότι δεν ήταν μια ένδειξη συμπαράστασης απέναντι στο πρόσωπο του συναδέλφου, τον οποίο γνωρίζω πάνω από 30 χρόνια, ούτε έγινε επειδή συμφωνώ με το ύφος – επαναλαμβάνω – των γραφομένων του στο εν λόγω κείμενο. Ακόμα και ο χειρότερος εχθρός μου να ήταν, την ίδια κίνηση θα έκανα. Φυσικά, αυτό δεν αλλάζει τίποτα, η κίνησή μου θα εξακολουθήσει από πολλούς να «διαβάζεται» σαν κάτι άλλο από αυτό που ήταν, όμως δεν φταίω εγώ για την ανοησία όσων δεν μπορούν να καταλάβουν, ούτε με ενδιαφέρουν τα κίνητρα εκείνων που θέλουν να καταλάβουν ό,τι τους βολεύει και όχι την αλήθεια.
Θεωρώ όμως ότι η ελευθερία του πάσης φύσεως λόγου είναι ένα από τα λίγα όπλα που έχουν απομείνει στη δημοκρατία των καιρών μας, η οποία είναι η δημοκρατία της πολιτικής ορθότητας, δηλαδή μια άλλη μορφή δικτατορίας. Κάθε δημόσιος λόγος είναι απαραίτητος, ανεξαρτήτως μορφής, ύφους και πνεύματος, και ασφαλώς υπόκειται και αυτός στους κανόνες της κριτικής. Ο κριτικός δεν είναι υπεράνω κριτικής και όλοι κρίνονται από τα γραφόμενα ή τα λεγόμενά τους. Κρίνονται, όχι «αποκεφαλίζονται».
Εξάλλου, όλοι σοκάρουν και άθελά τους ή όχι όλοι μπορούν να προσβάλουν· οι καλλιτέχνες πρώτοι και καλύτεροι. Μυριάδες τα παραδείγματα προκλητικών ταινιών-σκανδάλων. Προσωπικά όταν ακούω έναν από τους ήρωες της ταινίας «Ψυχή στο στόμα» του Γιάννη Οικονομίδη να επαναλαμβάνει με λύσσα την έκφραση «πούτσα και ξύλο» αναφερόμενος στις γυναίκες, ως άτομο, στιγμιαία προσβάλλομαι, παρότι θεωρώ ότι η έκφραση έχει λόγο ύπαρξης σε αυτό που θέλει να πει μια καλή, όπως πιστεύω, ταινία. Το ίδιο προσβάλλομαι όταν ακούω τα σεξιστικά αστειάκια των ταινιών π.χ. του Νίκου Περάκη, τα οποία, όσο προσβλητικά και αν είναι, λειτουργούν στο πλαίσιο της σάτιρας και σε αυτό το πλαίσιο οφείλουν να κριθούν. Σε καμία περίπτωση δεν θα μου περνούσε από το μυαλό να ζητήσω τη διαγραφή κάποιου δημιουργού από οπουδήποτε, και αν άκουγα ότι κάποιος σκηνοθέτης όντως διεγράφη για τέτοιους λόγους από κάπου, θα το θεωρούσα ή παράλογο ή ανήθικο. Και η ειρωνεία είναι ότι κάτι τέτοιο έχει όντως συμβεί στην Ελλάδα, όταν το 1990 ο Μητροπολίτης Φλωρίνης Καντιώτης αφόρισε τον σκηνοθέτη Θόδωρο Αγγελόπουλο και όλους τους εμπλεκομένους στην ταινία «Το μετέωρο βήμα του πελαργού» επειδή τη θεώρησε «προσβλητική», όπως κάποιοι θεώρησαν προσβλητικό το κείμενο του συναδέλφου. Αρα, με την πρόσφατη διαγραφή που η ΕΑΚ αποφάσισε, φαίνεται ότι συμπλέει με εκείνη την απόφαση που όσο πιο πολύ τη σκεφτόμαστε σήμερα, τόσο πιο γελοία και απαράδεκτη τη βρίσκουμε.
Αν όμως στην τέχνη ισχύει το απυρόβλητο, ενώ στη δημοσιογραφία όχι, αυτό ίσως να είναι από μόνο του ένα θέμα, γιατί αυτομάτως δίνει την εντύπωση του «δύο μέτρα και δύο σταθμά». Και αν ήμασταν πραγματικά έξυπνοι και πραγματικά δημοκρατικοί, ίσως τελικά να έπρεπε να δεχθούμε όλη αυτή την υπόθεση ως ένα βήμα για μια μεγαλύτερη, επί της ουσίας συζήτηση για το τι είναι επιτρεπτό και για το πού βρίσκονται τελικά αυτά τα περιβόητα «όρια» (αν τελικά υπάρχουν).
Ακολουθήστε το in.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις