Δελφοί: Οι χθόνιες δυνάμεις και το απόλυτο φως
Τι άλλο έχουμε από το «παρόν, τούτο το ακαριαίον»;
Στην αρχή ήταν ο θυμός της γης. Έπειτα ήρθε ο Απόλλων και σκότωσε το χθόνιο δράκοντα, τον Πύθωνα. Τον άφησαν να σαπίσει. Λένε πως από εκεί προέρχεται το πρώτο όνομα των Δελφών, Πυθώ (ρίζα πυθ=σαπίζω). Σ’ ένα τέτοιο λίπασμα ρίζωσε και φούντωσε η δύναμη του Θεού της αρμονίας, του φωτός και της μαντικής. Ο μύθος μπορεί να σημαίνει πως οι σκοτεινές δυνάμεις είναι το προζύμι του φωτός· πως όσο πιο έντονες είναι, τόσο πιο βαθύ γίνεται το φως όταν τις κυριαρχήσει. Και συλλογίζεται κανείς πως αν το τοπίο των Δελφών πάλλει από μια τέτοια εσωτερική μαρμαρυγή, είναι γιατί δεν υπάρχει ίσως γωνιά στη γη μας που να ζυμώθηκε τόσο πολύ από τις χθόνιες δυνάμεις κι από το απόλυτο φως.
Κοιτάζει κανείς, ανεβαίνοντας προς τον Παρνασσό, από τη μεριά του Σταδίου, το μεγάλο ανοιχτό τραύμα που χωρίζει, σαν από μια τσεκουριά του Ηφαίστου, τις δυο Φαιδριάδες, από πάνω ως κάτω στην Κασταλία, και πιο κάτω ακόμη ως τα βάθη της λαγκαδιάς του Πλειστού· νιώθει το δέος μιας λαβωμένης ζωής που αγωνίζεται ν’ ανασάνει όσο μπορεί ακόμη, στο φως, και χαίρεται που είναι αυγή και βγαίνει ο ήλιος.
Ή ακόμη, καθώς πέφτει η νύχτα, όταν τα τζιτζίκια κουρασμένα σωπαίνουν, μπορεί ένας ψίθυρος να του θυμίσει την τραυλή φωνή της μάντισσας Κασσάνδρας· είναι ίσως ο μόνος αυθεντικός τόνος που να μοιάζει με την άγνωστή μας —εννοώ: την ανεπεξέργαστη— «βοή» της Πυθίας:
οτοτοτοτοί πόποι δα
ώπολλον ώπολλον…
(Αισχύλος, Αγαμέμνων, 1072)
Η Κασσάνδρα είχε το δώρο της προφητείας, καθώς λένε, όμως ο Θεός θέλησε να μην την πιστεύει κανείς· όπως κι εμείς δεν πιστεύουμε.
[…]
Λογαριάζουν το τέμενος του Απόλλωνα 200 μέτρα περίπου βάθος με 130 πλάτος, χωρίς να συμπεριλάβει κανείς το Στάδιο. Δεν είναι πολύς ο τόπος και είναι φυσικό που τα μνημεία, καθώς συνωστίζουνταν εδώ, ήταν αναγκασμένα ν’ αναπτυχθούν σε ύψος· ν’ ανεβούν ψηλότερα από τ’ άλλα: σκέψου τη Σφίγγα της Νάξου, την κολόνα με τις χορεύτριες, τα φίδια των Πλαταιών. Προσπαθεί να τα φανταστεί κανείς όλα αυτά όπως ήταν όταν ανάσαιναν ακέρια· πρέπει να έμοιαζαν από μακριά με κυπαρίσσια, αστραφτερά, πολύχρωμα, γύρω από το ναό της Πυθίας.
[…]
Προσπαθεί ακόμη· η φαντασία κουράζεται· οι αναδρομές και οι αναπαραστάσεις, όσο χρήσιμες κι αν είναι, καταντούν από τα πιο απάνθρωπα πράγματα· τι άλλο έχουμε από το «παρόν, τούτο το ακαριαίον»; Τέλος, προτιμά που πέρασε ο ποταμός του καιρού και γέμισε τον περιορισμένο τούτο χώρο. Σήμερα, κοιτάζοντας από πάνω προς τα κάτω, ας πούμε από το θέατρο, λες πως έχεις μπροστά σου έναν κατωφερικό βυθό όπου όλα είναι ισοπεδωμένα· αυτά τα μαρμάρινα κομμάτια κι οι λαξεμένες πέτρες κι οι βράχοι που κύλησαν από παλιά από τον Παρνασσό και όπου κάθησε κάποτε η Σίβυλλα. Ένα βυθό μιας ήσυχης ρηχής θάλασσας όπου αυγάζουν αυτά τα χαλίκια, που συλλαβίζει, όσο μπορεί καθένας, κατά τη φύση του: έναν πολυγωνικό τοίχο τόσο ζωντανό, που το χέρι σου αυθόρμητα επαναλαμβάνει την κίνηση του μάστορα που πελέκησε και άρμοσε την πέτρα· ένα λύγισμα του αντίχειρα και του δείχτη που σηκώνει ένα φουστάνι με την ίδια χάρη που είδες προχτές σ’ ένα ελληνικό χωριό· έναν ζωντανό μηρό, καθώς λυγίζει το γόνατο, για να κατεβεί μια γυναίκα από το άρμα· ένα κεφάλι Σφίγγας με τα μάτια μήτε ανοιχτά μήτε κλειστά· το χαμόγελο που λεν αρχαϊκό —αλλά δε φτάνει— ενός Ηρακλή ή ενός Θησέα. Κάτι τέτοια αποσπάσματα από μια ζωή που ήταν κάποτε ολόκληρη, συγκλονιστικά κομμάτια, πολύ κοντά μας, δικά μας μια στιγμή, κι έπειτα μυστηριώδη και απροσπέλαστα σαν τις γραμμές μιας πέτρας γλυμμένης από το κύμα, ή ενός κοχυλιού στο βυθό.
Όμως αστράφτουν οι Φαιδριάδες και η ξερή πέτρα του Παρνασσού, και πιο ψηλά δύο αετοί με τανυσμένα, ακίνητα φτερά κινούνται αργά μέσα στο γαλάζιο, σαν τους αετούς που απόλυσε κάποτε ο Δίας για να του δείξουν το κέντρο του κόσμου· ίσως αυτά τα πράγματα να είναι η μεγάλη ανακούφιση.
[…]
Εκείνο που ξέρει κανείς τώρα, είναι πως η διάρκεια τούτης της γης, καθώς και τούτης της γωνιάς μέσα στα λαγόνια του Παρνασσού, είναι σχετική· αύριο ή μετά μερικά εκατομμύρια χρόνια. Πως όταν λέμε αιωνιότητα, δεν έχουμε στο νου κάτι που μετριέται με τα χρόνια, αλλά κάνουμε κάτι σαν την Πυθία που, όταν την έπαιρνε η έκσταση, έβλεπε όλο το χώρο και όλο το χρόνο, περασμένο και μελλούμενο, σαν ένα πράγμα. Ή, για να θυμηθώ το φίλο μου E. M. Forster, πρέπει να λέμε τα πράγματα αιώνια, για να μπορούμε ν’ αγωνιζόμαστε ως την τελευταία στιγμή μας και να χαιρόμαστε τη ζωή. Κάτι τέτοια θα μας ψιθύριζε ίσως τούτο το ιερό τέμενος.
*Αυτά, μεταξύ πολλών άλλων, έγραφε για τους Δελφούς ο Γιώργος Σεφέρης τον Αύγουστο του 1961 (πηγή: Γιώργος Σεφέρης, Δοκιμές, Δεύτερος τόμος 1948-1971, Ε’ έκδοση, Ίκαρος, 1984).
- Flat Earther έπρεπε να φτάσει μέχρι την Ανταρκτική… για να πειστεί ότι η Γη είναι σφαιρική
- Live από το inSports και το Megaplay: Ο Ολυμπιακός για την ανατροπή κόντρα στην Πετς
- Εξοπλιστικό όργιο ΕΕ: Αναγκαίο κακό ή κυνική παραδοχή μιλιταριστικής φύσης;
- Έρευνα: Νέοι κανόνες «παιχνιδιού» στην αγορά εργασίας – Αυξημένη πρόθεση παραίτησης και Τεχνητή Νοημοσύνη
- ΣΥΡΙΖΑ για ιθαγένεια σε τέως βασιλικής οικογένειας: Το επώνυμο «Ντε Γκρες» είναι προβληματικό
- Ολυμπιακός: Ο «καυτός» Φουρνιέ και οι… εκλεκτές παρουσίες (vid)